«Ιστορία μου, Αμαρτία μου». Κυκλοφόρησε το 1971, σε μια ευλογημένη περίοδο για την ερμηνεύτρια και απογείωσε κυριολεκτικά τις ήδη υψηλές «μετοχές» της. Η Ρίτα διηγείται: «Πάμε με τον Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη και την πρώτη βραδιά που τραγουδάμε στο Καλαμίτσα – Καλαμάκι, γνωρίζω τον δεύτερο μου άντρα. Πως τα φέρνει καμιά φορά η τύχη… Μπήκε στο μαγαζί ένας κούκλος και γυρίζει ο Τσιτσάνης -με πείραζε συχνά- και μου λέει, κοίτα. Ήταν 22 χρονών, μόλις είχε απολυθεί….
Γυρίζω και τα μάτια μας συναντήθηκαν αστραπιαία… Είπε ότι θέλω την κοπέλα εκείνη να ‘ρθει στο τραπέζι μου. Τότε έπρεπε να κατεβαίνουμε στα τραπέζια. Κάναμε κονσομασιόν, τι να κάνουμε… Δε βγήκα αμέσως πρώτο όνομα στην Τριάνα του Χειλά… Αλλά, εντάξει. Σε κάτι τέτοια ήμουνα διάολος. Τους έφερνα βόλτα όλους και κανένας δε τολμούσε ούτε το χέρι να μου πιάσει… Πήγα στο τραπέζι εκείνο το βράδυ και μετά από ένα χρόνο παντρευτήκαμε. Ο δεύτερος άντρας μου ήταν παλαιστής. Σιδηρόπουλος, το όνομα…
Ερχόμαστε στην Αθήνα, δουλεύω από εδώ, δουλεύω από εκεί… Πάω στην Πάρνηθα με τον συγχωρεμένο τον Λαύκα… Έπαιρνα 500 δραχμές μεροκάματο και το όνομά μου δεν υπήρχε έξω από το μαγαζί. Έλεγα στο αφεντικό: Σε παρακαλώ, βάλε μου μια ταμπέλα… Μου ‘λεγε: Δεν πειράζει… θα την πάρει ο αέρας. Στο μεταξύ η εταιρεία που είχα κάνει τα πρώτα μου τραγούδια, δεν ξέρω πως, με αντάλλαξε με έναν τραγουδιστή της εταιρείας που είμαι από τότε μέχρι τώρα. Όπως τ’ ακούς. Σαν να με πουλήσανε. Εγώ το ‘μαθα μετά. Ούτε που το κατάλαβα.
Μετά στην παλιά εταιρεία χτυπούσαν το κεφάλι τους. Γιατί άρχισα κι ανέβαινα. Ερχόταν για μένα κόσμος στο μαγαζί. Λέω στο αφεντικό: Κάνε μου αύξηση ένα κατοστάρικο. Μου λέει: Δεν μπορώ. Το «Ιστορία μου Αμαρτία μου», εγώ το φώναζα την ώρα που τραγουδούσα. Το ακούει ο Ψυχογιός και λέει στο Μανισαλή, που έπαιζε μπουζούκι στο πρόγραμμα και ήδη μου είχε γράψει αρκετά τραγούδια: Δεν το κάνουμε τραγούδι; Το τραγούδι αυτό έκανε σουξέ πριν το κάνω δίσκο. Ερχόταν κόσμος στο μαγαζί και μου ‘λεγε: Γεια σου Ρίτα, Ιστορία μου Αμαρτία μου… Αλλά το πεντακοσάρικο, πεντακοσάρικο…
Μου λέει ο άντρας μου: Θα πάω να πάρω ένα μαγαζί. Με τι λεφτά; Εδώ δεν έχουμε μία. Μεροδούλι, μεροφάι… Να φάμε και να ντυθούμε. Τελικά πήγα και δανείστηκα από την αδελφή μου κι από έναν αναβάτη που δούλευε στον Ιππόδρομο. Κι ανοίγει ο άνδρας μου το «Κουίν Αν» στην Εθνική Οδό. 1970. Ουρές! Έλεγα: Παναγιά μου, ένα βράδυ να μην έχει δουλειά να ξεκουραστούμε. Τέτοιο πράγμα. Μέχρι ο Άγκνιου ήρθε πάνω εκεί, ο τότε αντιπρόεδρος της Αμερικής»….