Δείτε πως αντιμετώπιζαν τους ΠΡΟΔΟΤΕΣ και τους ΔΕΙΛΟΥΣ στην Αρχαία Ελλάδα και στην Επανάσταση του 1821

Κοινοποίηση:
ελλας

Στην αρχαία Αθήνα όσους αρνούνταν να στρατευτούν, τους ριψάσπιδες (= ρίπτω την ασπίδα) τούς φορούσαν γυναικεία ρούχα, τούς περιέφεραν στην πόλη και τους διαπόμπευαν μέχρι εσχάτης ξεφτίλας.

Οι λιποτάκτες χαρακτηρίζονταν «άτιμοι» – και τα τέκνα τους κληρονομούσαν το στίγμα- δεν είχαν κανένα πολιτικό δικαίωμα, ήταν ηθικά εκμηδενισμένοι, αξιοκαταφρόνητοι. Είναι γνωστός ο όρκος των Αθηναίων εφήβων:

«Ου καταισχύνω τα όπλα…. αμυνώ δε και υπέρ ιερών και οσίων, και μόνος και μετά πολλών, και την πατρίδα ουκ ελάττω παραδώσω…»

Για την Σπάρτη ήταν αδιανόητη η αποφυγή στράτευσης. Οι δειλοί ανασκολπίζονταν. Στα «αποφθέγματα Λακαινών» του Πλούταρχου διασώζεται το εξής:

«Η Δαμάτρια, ακούγοντας πως ο γιος της ήταν δειλός και ανάξιος της, όταν αυτός έφτασε, τον σκότωσε. Το επίγραμμα στον τάφο της είναι το εξής: τον παραβάντα νόμους Δαμάτριον έκτανε (=σκότωσε) μήτηρ, η Λακεδαιμονία τον Λακεδαιμόνιον». (εκδ. «Κάκτος», σελ. 227).

Αυτά στην αρχαία εποχή όπου η φιλοπατρία και η ανδρεία ήταν αρετές και αξίες. Για τους αρχαίους η αξία ενός άνδρα συμπυκνώνεται στην περίφημη ομηρική φράση: «εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης».

Ενώ «της δειλίας αισχρά γίγνεται τέκνα», η δειλία, η λιποταξία, γεννοβολά αισχρά τέκνα.

Στην νεότερη εποχή αποκαλυπτική και ξεκαρδιστική είναι η τακτική του στρατάρχη της Ρούμελης, του Καραϊσκάκη. Αυτός, όπως γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης στην βιογραφία του, «έσερνε ένα γυναικείο παλιόβρακο, γνωστό σ’ όλο το ασκέρι του με τ’ όνομα το βρακί της Κατερίνας, που το φόραγε στους φοβιτσιάρηδες». Όταν η πατρίδα κινδύνευε και ήθελε ο στρατηγός να στρατολογήσει πολεμιστές πήγαινε στα χωριά και τους μάζευε. Όσους κρύβονταν, τους κιοτήδες, «τις σαπιοκοιλιές», όπως τους ονόμαζε ο Καραϊσκάκης, τους ξετρύπωνε και τους ανάγκαζε να φορέσουν «το βρακί της Κατερίνας». (Η Κατερίνα ήταν περιβόητο για την ελευθεριότητά του γύναιο της περιοχής).

Όσοι λαγόκαρδοι και κιοτήδες φορούσαν «το βρακί» ντροπιάζονταν διά βίου και συνήθως εξαφανίζονταν, για να γλιτώσουν τον περίγελω του κόσμου. Εκείνα τα χρόνια «μιλούσαν οι καρδιές, τώρα μιλούν τα χρήματα» (Κανάρης). Οι λιποτάκτες ατιμάζονταν ως ανάξιοι της πατρίδας. Αναστήθηκε το Γένος από ανθρώπους «τρελούς» σαν τον Καραϊσκάκη, που με τις ηρωϊκές «αποκοτιές τους» έδιναν θάρρος. Χαρακτηριστικό το παρακάτω επεισόδιο, το οποίο αναφέρει ο Φωτιάδης (σελ. 111). Συνήθιζε στις μάχες ο στρατηγός να προκαλεί τους Τούρκους με βρισιές και χοντρά πειράγματα. «Μέσα στο ξάναμμα της μάχης», (στο Κομπότι, στις 8 Ιουνίου του 1821), τους φωνάζει.

– Ουχά, κιοτήδες, σταθείτε ωρέ να πολεμήσετε!

– Ποιος είσαι εσύ ωρέ, που θα μας πεις κιοτήδες;

– Είμαι ο γιος της καλογριάς και σας χέζω!

– Εμάς, γκιαούρη, χέζεις;

– Εσάς μεμέτηδες!

– Περίμενε, μπάσταρδε, να σε πιάσουμε, να σε σουβλίσουμε και τότες βλέπεις τι θα κρένει ο πισινός σου!

– Εμένα, ωρέ, θα σουβλίσετε;

– Εσένα, ωρέ, Καραϊσκάκη!

– Αμ τότες σταθήτε ν’ ακούσετε από τώρα τι κρένει (=λέει) ο πισινός μου!

Πηδάει πάνω σ’ ένα βράχο, ξεβρακώνεται, τεντώνει γυμνό τον κώλο του στους οχτρούς και τους φωνάζει:

– να ωρέ Τούρκοι…!

Ήταν όμως κρυμμένος κοντά ένας Τούρκος, τον πυροβόλησε και είδε και τρόμαξε να γιατροπορευτεί από το βόλι που τον βρήκε «στα μεριά». Όταν όμως έγινε το βαυαροκρατούμενο κρατίδιο οι αγωνιστές παραμερίστηκαν και τα αξιώματα πήγαιναν στους απειροπόλεμους πολιτικάντηδες, στο ζυμάρι των Τούρκων.

Και επιδαψίλευαν τους εαυτούς τους με γελοιωδέστατους τίτλους. «Έλεγε ο Κολοκοτρώνης καταγελών: και ευγενέστατον και πανευγενέστατον και ενδοξότατον και εκλαμπρότατον και εξοχότατον και μεγαλειότατον με ονόμασαν, μόνο τον τίτλο του παναγιότατου δε μ’ έδωκαν».

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: