Στην Αγία Άννα, κοντά στο Βόρρι της Προποντίδας, είχε φτάσει κάποτε ένας άνδρας από τον Μαρμαρά, ο οποίος είχε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Η κατάσταση του ήταν τόσο επιδεινωμένη που οι δικοί του άνθρωποι αποφάσισαν να τον φέρουν εκεί με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να θεραπευτεί.
Ο συγκεκριμένος άνδρας παρουσίαζε συμπτώματα έντονης ψυχικής ασθένειας. Συχνά, σε στιγμές κρίσης, έπιανε τη μητέρα του και προσπαθούσε να την ρίξει στη θάλασσα, δείχνοντας έτσι τη βία και την απελπισία που τον κατέκλυζαν. Οι συγγενείς του ανησυχούσαν πολύ για την ασφάλεια της μητέρας του και των γύρω ανθρώπων.
Μια μέρα, κατά τη διάρκεια μιας τελετής αγιασμού, ο άρρωστος άνδρας κρατούσε μια εικόνα πάνω στο κεφάλι του και προσπαθούσε να κατευθυνθεί προς τη θάλασσα. Η κατάσταση αυτή προκάλεσε αναστάτωση στους παρευρισκόμενους. Ήταν φανερό ότι η ψυχική του κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου και οι γύρω άνθρωποι ανησυχούσαν για τις συνέπειες.
Η παρέμβαση ενός Τούρκου
Καθώς περνούσαν μπροστά από έναν Τούρκο, εκείνος παρατήρησε την κατάσταση και σχολίασε ειρωνικά ότι οι “γκιαούρηδες” (όρος που χρησιμοποιούνταν για τους χριστιανούς) είχαν ένα ξύλο που τους χτυπούσε. Η δήλωση αυτή υποδήλωνε την προκατάληψη και την περιφρόνηση που υπήρχε μεταξύ των δύο κοινοτήτων εκείνη την εποχή.
Αμέσως η εικόνα άφησε τον άρρωστο και έπιασε τον Τούρκο.
Εκείνος τότε φοβήθηκε πολύ που είπε:
– Σε πιστεύω και σε προσκυνώ, Αγία Άννα, ήμαρτον, συγχώρεσέ με.
Κατόπιν ρωτάει τον παπά τι να φέρη στην Αγία Άννα. Εκείνος του είπε ό,τι θέλεις.
Πράγματι, ο Τούρκος έφερε ό,τι του είπε ο παπάς.
Προς ένδειξιν ευγνωμοσύνης του εις την Μεγαλόχαρη, εβαπτίσθη χριστιανός.
Επίσης και ο τρελλός έγινε καλά.
***
Δυο Τούρκοι ψάρευαν στην παραλία του χωριού Βόρρι κοντά στο Μοναστήρι.
Την ώρα εκείνη η Αγία Άννα είχε έναν άρρωστο και τον πήγαινε στην θάλασσα.
Τότε λέει ο ένας Τούρκος στον άλλον (ο Τούρκος που είπε τα λόγια αυτά λεγόταν Ναζιφάκης [μάλλος Τουρκοκρητικός]):
– Έχουν οι γκιαούρηδες δυό τάβλες καρφωμένες και ένα τσίγκο και κτυπάνε και κοροϊδεύουν τον κόσμο!
Τότε φεύγει η εικόνα της Αγίας Άννης ως εκ θαύματος, από τα χέρια του αρρώστου και άρχισε να κτυπά τον Τούρκο και του έκανε το κορμί γεμάτο πληγές.
Από το κτύπημα τότε εκείνος ζήτησε συγχώρεση από την Αγία Άννα και ότι θα έφερνε ένα δοχείο λάδι στην γιορτή της.
Το κορμί του δεν γιατρευότανε από τις πληγές γι’ αυτό ζήτησε από μία χριστιανή να πάη το λάδι στην Αγία Άννα και να του φέρη λίγο αγιασμό να περάσουν οι πληγές του.
Η χριστιανή όμως δεν του πήγε τον αγιασμό, φοβούμενη μην τον πετάξη. Του πήγε όμως λίγο νερό από το πηγάδι που είχε στο προαύλιο το Μοναστήρι.
Εκείνος όμως το θεώρησε για αγιασμό και το έβαζε στις πληγές του και έτσι έγινε καλά.
Από τότε της πήγαινε ο ίδιος το λάδι που της είχε τάξει.
***
Ένας Τούρκος ονομαζόμενος Έτεμ έκλεψε ένα τραπεζομάντηλο από την Αγία Άννα και το έκανε νυκτικό του παιδιού του.
Μόλις το φόρεσε το αγοράκι και ξάπλωσε, πήρε φωτιά το νυκτικό χωρίς να πάθη το παιδί τίποτα απολύτως, αλλά φοβήθηκε τόσο πολύ που αρρώστησε βαρειά.
Τότε η μητέρα του παιδιού πήγε σε μία χριστιανή, την Ξαφένια και την παρακάλεσε να της πάη λίγο από το αγίασμα της Αγίας Άννης, μήπως και γίνη καλά το παιδί της.
Η χριστιανή φοβήθηκε να της πάη αγίασμα της Τουρκάλας, της πήρε όμως λίγο νερό από το πηγάδι που είχε το Μοναστήρι στο προαύλιό του. Εκείνη όμως το νόμισε για αγιασμό και το έδωσε στο παιδί της και πράγματι έγινε καλά.
Από τότε το παιδί το έστελναν στο ελληνικό σχολείο και έκανε παρέα μόνο με τα παιδιά των χριστιανών. Ήθελαν να το κάνουν χριστιανό, αλλά έγινε ο διωγμός των Ελλήνων και έτσι παρέμεινε Τούρκος.
Από τα τόσα θαύματα που είχε κάνει η Αγία Άννα, οι Τούρκοι την προσκυνούσαν και την εδόξαζαν. Και όταν έγινε ο πρώτος διωγμός των Ελλήνων, το 1912, και έφυγαν οι χριστιανοί από το χωριό Βόρρι και έμειναν μόνο Τούρκοι, το καντήλι της Αγίας Άννης ποτέ δεν έσβησε.
Το άναβαν οι Τούρκοι.
orthodoxy/agiologion/agia_anna