Γαλλία – Γερμανία: Νέα βαθιά οικονομικά τραύματα στην ΕΕ από τις πολιτικές κρίσεις στις 2 χώρες

Κοινοποίηση:
61759_759

Η κατάρρευση της κυβέρνησης στο Βερολίνο και τώρα στο Παρίσι θα παρεμποδίσει τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων ελλειμμάτων της Ευρώπης και της κατακερματισμένης ανταγωνιστικότητας. Ένα πολιτικό κενό στη Γαλλία και τη Γερμανία, τους δυο μεγαλύτερους και πιο σημαντικούς παίκτες της ΕΕ, δημιουργεί προβλήματα σε μια ήδη προβληματική ευρωπαϊκή οικονομία.

Γαλλία
Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s εκτιμά ότι η πτώση της κυβέρνησης του Μισέλ Μπαρνιέ «μειώνει την πιθανότητα μιας σταθεροποίησης των δημόσιων οικονομικών» της Γαλλίας και «επιδεινώνει το πολιτικό αδιέξοδο της χώρας».

«Το γεγονός αυτό είναι αρνητικό για την πιστοληπτική ικανότητα», δηλαδή για την αξιολόγηση της χώρας, αναφέρει ο οίκος σε ανακοίνωση που έδωσε στη δημοσιότητα την περασμένη νύκτα, μερικές ώρες μετά την υπερψήφιση από τους βουλευτές της πρότασης μομφής σε βάρος της κυβέρνησης, κάτι που συνέβη για πρώτη φορά από το 1962 στη Γαλλία, και ενώ η δεύτερη οικονομία της ευρωζώνης επικρίνεται από τις Βρυξέλλες για υπερβολικό έλλειμμα.

Το γαλλικό κοινοβούλιο ψήφισε την Τετάρτη για την αποπομπή του πρωθυπουργού Μισέλ Μπαρνιέ λόγω του προτεινόμενου προϋπολογισμού για τη μείωση του ελλείμματος, βυθίζοντας τη χώρα σε βαθύτερη πολιτική αναταραχή. Η πρόταση δυσπιστίας εγκρίθηκε με 331 ψήφους στην 577-μελή Εθνοσυνέλευση, καθώς το ακροδεξιό κόμμα της Μαρίν Λεπέν συνεργάστηκε με ένα αριστερό μπλοκ για να ρίξει την κυβέρνηση μειοψηφίας του Μπαρνιέ.

Η κυβέρνηση Μπαρνιέ κατέρρευσε χωρίς να εγκρίνει τον επίμαχο προϋπολογισμό του για το 2025 που περιελάμβανε 60 δισ. ευρώ σε φορολογικές αυξήσεις και περικοπές δαπανών για τη μείωση του ελλείμματος της Γαλλίας, το οποίο θα φτάσει το 6% του ΑΕΠ φέτος.

Γερμανία
Ακόμη χειρότερα, η κρίση στο Παρίσι έρχεται παράλληλα με μια ακόμη πιο βαθιά κρίση, στην άλλη οικονομική και πολιτική δύναμη της ΕΕ: τη Γερμανία.

Το επόμενο έτος, το ισχυρότερο μέλος της ΕΕ θα έχει και αυτό τις χειρότερες οικονομικές επιδόσεις του: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι η Γερμανία θα αναπτυχθεί κατά 0,7% το επόμενο έτος, μετά τη συρρίκνωση που σημειώνεται το 2024.

Και το Βερολίνο αντιμετωπίζει τα δικά του πολιτικά προβλήματα: Ο κυβερνητικός συνασπισμός τριών κομμάτων κατέρρευσε τον Νοέμβριο, μετά από διαφωνίες σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική μεταξύ του σοσιαλιστή ηγέτη Όλαφ Σολτς και του φιλελεύθερου υπουργού Οικονομικών του Κρίστιαν Λίντνερ.

Ο Σολτς προκήρυξε πρόωρες εκλογές για τον Φεβρουάριο. Κατά τη διάρκεια του ενδιάμεσου χάους διακυβέρνησης, το Βερολίνο δεν έχει στείλει στην ΕΕ κανένα σχέδιο για το πώς θα αντιμετωπίσει το έλλειμμά της τα επόμενα χρόνια – παρά το γεγονός ότι ηγήθηκε της πολιτικής έκκλησης προς τις Βρυξέλλες να επιβληθούν αυστηροί δημοσιονομικοί κανόνες στη ΕΕ.

Η ζοφερή οικονομική εικόνα της Ευρώπης δεν είναι πιθανό να γίνει πιο ρόδινη.

Το πολιτικό κενό απειλεί να παρεμποδίσει τις ευρύτερες προσπάθειες για την αντιμετώπιση μιας υποτονικής ευρωπαϊκής οικονομίας

Υπάρχουν ολοένα και πιο παγερές σχέσεις με τον σημαντικό εμπορικό εταίρο που ακούσει στο όνομα Κίνα. Η ΕΕ κινείται προς περαιτέρω διάρρηξη των δεσμών της με τον ασιατικό γίγαντα, ακολουθώντας τον παράδειγμα των ΗΠΑ, που θεωρείται βέβαιο πως θα κλιμακώσουν τον σινοαμερικανικό «πόλεμο» μόλις ξεκινήσει η θητεία του Τραμπ.

Παράλληλα, η κλιμάκωση της έντασης με τη Ρωσία, καθώς και η πιθανή απομάκρυνση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ, θα οδηγήσουν την Ευρώπη στην ανάγκη να βάλει το χέρι στην τσέπη ούτως ώστε να επενδύσει σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς.

Επιπλέον, το πολιτικό κενό απειλεί να παρεμποδίσει τις ευρύτερες προσπάθειες για την αντιμετώπιση μιας υποτονικής ευρωπαϊκής οικονομίας.

Τους τελευταίους μήνες, δυο πρώην Ιταλοί πρωθυπουργοί, οι Ντράγκι και Λέτα, εξέδωσαν ζοφερές προειδοποιήσεις σχετικά με την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, η οποία συνθλίβεται από την αμερικανική.

Ωστόσο, με το Παρίσι και το Βερολίνο, τις δυο πρωτεύουσες που αποτελούν πυλώνες του οικονομικού οικοδομήματος της ΕΕ, να κλονίζονται από ισχυρούς κλυδωνισμούς, δεν είναι σαφές εάν οι προτεινόμενες λύσεις τους θα ληφθούν υπ’ όψιν.

Ο Ντράγκι και ο Λέτα έχουν προτείνει μερικές πολιτικά δύσκολες ιδέες: κοινό δανεισμό μέσω ευρωομολόγων, δημιουργία κεφαλαιαγορών ή ένα νέο πανευρωπαϊκό επενδυτικό ταμείο, που ταιριάζει με τις τεράστιες επιδοτήσεις πράσινης τεχνολογίας των ΗΠΑ.

Και στο βάθος… Τραμπ
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έρχεται και η αντίστροφη μέτρηση για την έναρξη της θητείας του Τραμπ, που αναμένεται να προκαλέσει νέους τριγμούς στην ευρωπαϊκή οικονομία. Η προεκλογική δέσμευση του νέου προέδρου των ΗΠΑ να επιβάλει δασμούς 10% σε ευρωπαϊκά αγαθά θα δημιουργήσει περαιτέρω πονοκέφαλο – επιβάλλοντας άμεσο οικονομικό κόστος στους εξαγωγείς της ΕΕ και μια δύσκολη επιλογή για τους εθνικούς ηγέτες ως προς το πώς να αντεπιτεθούν.

Οι απειλές του νέου προέδρου των ΗΠΑ για δασμούς, ήδη στρέφουν τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες προς την άλλη άκρη του Ατλαντικού, ενώ στο μάτι του εν λόγω κυκλώνα βρίσκονται οι ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες.

Οι ευρωπαϊκές και αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες πρόκειται να χάσουν έως και το 17% των συνδυασμένων ετήσιων βασικών κερδών τους εάν οι ΗΠΑ επιβάλουν δασμούς στις εισαγωγές στην Ευρώπη, το Μεξικό και τον Καναδά τονίζει σε έκθεσή του ο οίκος S&P Global, προειδοποιώντας για πιθανές πιστωτικές υποβαθμίσεις.

Οι κορυφαίες αυτοκινητοβιομηχανίες Volvo και Jaguar Land Rover, η οποία κατασκευάζει τα οχήματά της κυρίως στην Ευρώπη, και οι εταιρείες General Motors και Stellantis που συναρμολογούν σημαντικούς όγκους αυτοκινήτων τους στο Μεξικό και τον Καναδά, είναι οι αυτοκινητοβιομηχανίες που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στην απειλή υψηλότερων δασμών, όπως αναφέρει ο S&P.

Αναλυτές και ειδικοί φοβούνται ότι οι δασμοί θα μπορούσαν να είναι περαιτέρω επιζήμιοι για τις ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες όπως η Volkswagen και η Stellantis και τους προμηθευτές τους, σε περίπτωση που η νέα διοίκηση Τραμπ επιβάλει οποιουσδήποτε άμεσους δασμούς σε προϊόντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο Τραμπ απειλεί την ευρωπαϊκή οικονομία

Μεταξύ άλλων, ο S&P Global επισημαίνει τα ακόλουθα: «Αναμένουμε ότι τα περιοριστικά μέτρα θα καταστήσουν τους δυνητικά υψηλότερους δασμούς διαχειρίσιμους, αλλά οι συνδυασμένες επιπτώσεις των δασμών, η αυστηρότερη ρύθμιση για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στην Ευρώπη από το 2025 και η πίεση στα κέρδη από τον ισχυρότερο ανταγωνισμό στην Κίνα και την Ευρώπη, θα μπορούσαν να αυξήσουν τον κίνδυνο υποβαθμίσεων», ανέφερε o οίκος S&P.

Όπως σημειώνει ο S&P, το χειρότερο σενάριο για τις αυτοκινητοβιομηχανίες περιλαμβάνει δασμούς 20% στις εισαγωγές ελαφρών οχημάτων στις ΗΠΑ από την ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο και δασμό 25% στις εισαγωγές από το Μεξικό και τον Καναδά.

Σε αυτό το σενάριο, η GM, η Stellantis, η Volvo και η Jaguar Land Rover θα μπορούσαν να δουν περισσότερο από το 20% των προβλεπόμενων προσαρμοσμένων EBITDA τους σε κίνδυνο το 2025, υπογραμμίζει στην ανάλυσή του ο S&P.

Ο κίνδυνος είναι μεταξύ 10% και 20% για τη Volkswagen και την Toyota και κάτω από 10% για την BMW, τη Ford, τη Mercedes-Benz και τη Hyundai.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: