Ο ύμνος «Ω γλυκύ μου έαρ» είναι το μοιρολόι της Παναγίας, η έκφραση του πόνου της για τον επίγειο θάνατο του Υιού της. Ο ύμνος είναι κορυφαίος ως μελωδία και ως λόγος και έχει ενδιαφέρον η κατά λέξη εννοιολογική ανάλυση αυτού.
Πρόκειται για μεγάλο θρησκευτικό τραγούδι στην Αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου και την Ακολουθία του Επιταφίου, το οποίο εξιστορεί την σταύρωση του Ιησού και εκφράζει τον πόνο της Αγίας του Μητέρας.
Ο ακαδημαϊκός καθηγητής Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, έχει εξηγήσει στη φράση υπάρχει επί αιώνες παρανόηση.
Όπως αποκαλύπτει, το «έαρ» δεν σημαίνει «Άνοιξη». Δεν μπορεί η Παναγία, η οποία έχασε τον Υιό της, να χρησιμοποιεί μια χαρούμενη φράση, όπως επισημαίνει.
Όπως εξηγεί ο καθηγητής, η λέξη «έαρ» έχει δύο διαφορετικές προελεύσεις και σημασίες:
Έαρ – ρίζα, λατ. ver, veris – Άνοιξη.
Η ομώνυμη λέξη έαρ, συχνότερα είαρ – ρίζα *esr, λατ. Aser – «ψυχή, αίμα – σπλάχνο».
Οι στίχοι του ύμνου:
Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή Σου, προσφέρουσι Χριστέ μου. Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθείας, εν τάφω Σε κηδεύει. Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως. Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους, προσοίωμεν τω Κτίστη. Ούς έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου. Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην.
Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος; Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω; Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι. Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον. Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους.