Το ρούβλι αναδεικνύεται ως το ισχυρότερο νόμισμα παγκοσμίως το 2025, σημειώνοντας άνοδο 38% έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, ξεπερνώντας ακόμη και την απόδοση του χρυσού.
Η ενίσχυση αυτή αποδίδεται από τους οικονομικoύς αναλυτές, κυρίως στην επιθετική πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας, η οποία αύξησε το βασικό επιτόκιο στο 21% για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό που προκλήθηκε από τις αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες.
Το γεγονός αυτό προσέλκυσε ξένους επενδυτές που αναζητούν υψηλές αποδόσεις σε ρούβλια, ενισχύοντας τη ζήτηση για το νόμισμα, ωθούμενοι και από το αρνητικό κλίμα που έχουν προκαλέσει οι εμπορικοί δασμοί του Ντόναλντ Τραμπ στο παγκόσμιο σύστημα.
Ένας ακόμη παράγοντας που έχει ενισχύσει το ρούβλι είναι η προσδοκία επίτευξης συμφωνίας στην Ουκρανία. Οι διπλωματικές διαρροές από την Ουάσινγκτον και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες κάνουν λόγο για παρασκηνιακές συνομιλίες με στόχο την κατάπαυση του πυρός, οι οποίες εάν καρποφορήσουν, θα ανοίξουν τον δρόμο για τη σταδιακή άρση κυρώσεων και την επιστροφή της Ρωσίας στις διεθνείς αγορές.
Οι επενδυτές βλέπουν σε αυτό ευκαιρίες κέρδους, γεγονός που αυξάνει τις τοποθετήσεις σε ρωσικά assets και συνεπώς τη ζήτηση για ρούβλια, αναφέρει σε ανάλυσή του το Reuters.
Όπως επίσης αναφέρει το Business Insider, οι ελπίδες για ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία έχουν βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα προς τη Ρωσία, ενισχύοντας την ελκυστικότητα του ρουβλίου.
Ωστόσο, η ενίσχυση του ρουβλίου δεν είναι απαραίτητα θετική εξέλιξη για τη ρωσική οικονομία. Ένα πιο δυνατό ρούβλι σημαίνει ότι οι εξαγωγές της χώρας –κυρίως πετρέλαιο και φυσικό αέριο– αποφέρουν λιγότερα σε εγχώριο νόμισμα. Με τις τιμές του πετρελαίου να υποχωρούν, τα φορολογικά έσοδα μειώνονται και αυξάνεται η πίεση στον προϋπολογισμό, ειδικά σε περίοδο που ο πόλεμος έχει εκτοξεύσει τις δαπάνες.
Το Κρεμλίνο εμφανίζεται διχασμένο: από τη μία χαιρετίζει την νομισματική σταθερότητα, από την άλλη ανησυχεί για τη βιωσιμότητα του δημοσιονομικού μοντέλου που βασίζεται στις εξαγωγές πρώτων υλών.