“Και τα 5 εμβόλια τα οποία κυκλοφορούν σήμερα σε Ευρώπη και Η.Π.Α για την πρόληψη της λοίμωξης COVID-19 χρησιμοποιούν τεχνολογίες είτε mRNA είτε cDNA (complementary DNA) είτε βακτροϊκά συστήματα, οι οποίες δοκιμάζονται πειραματικά ακόμα στα πλαίσια της ανάπτυξης της Βιοτεχνολογίας και της Γενετικής Μηχανικής για την αντιμετώπιση αρκετών πολυπαραγοντικών ασθενειών όπως ο καρκίνος, τα αυτοάνοσα οι νευρολογικές διαταραχές κλπ.
Ο εμβολιασμός κατά του κορωνοϊού ξεκίνησε στη χώρα μας περί τα τέλη Δεκεμβρίου 2020, με τα δεδομένα ασφαλείας των εμβολίων να τελούν υπό παρακολούθηση. Τα συγκεκριμένα mRNA (Pfizer, Moderna) και adenovirus-vector DNA εμβόλια (AstraZeneca, Johnson&Johnson) είναι προϊόντα βιοτεχνολογίας και γενετικής μηχανικής. Η τεχνολογία αυτή (mRNA, adenovirus-vector DNA) έχει αναπτυχθεί και δοκιμαστεί εδώ και 20 έτη σε πειραματικό επίπεδο, δηλαδή είτε in-vitro σε καλλιέργειες κυττάρων, είτε σε πειραματόζωα, είτε στα πλαίσια διαφόρων κλινικών δοκιμών, με σκοπό την μοριακή στόχευση σε συγκεκριμένες όμως ομάδες ασθενών (με κακοήθη νοσήματα, νευροεκφυλιστικά νοσήματα κ.λπ), στις οποίες το γενετικό προφίλ των ασθενών αυτών, δηλαδή οι αλληλεπιδράσεις, αλλά και οι βλάβες των γονιδίων στα κύτταρα – στόχους, ήταν γνωστή και ελεγχόμενη.
Ουδέποτε τα συγκεκριμένα εργαλεία της μοριακής βιολογίας χρησιμοποιήθηκαν για την αντιμετώπιση λοιμωδών νοσημάτων μαζικά στον υγιή πληθυσμό, καθώς προηγούμενες πειραματικές προσπάθειες σε ζώα για τον ιό τη γρίπης, τον RSV, τον ΖΙΚΑ είχαν αποθαρρυντικά και πολλές φορές θανατηφόρα αποτελέσματα. Μέσω αυτών των τεχνολογιών γίνεται παρέμβαση σε βασικούς κυτταρικούς και μοριακούς μηχανισμούς, αναγκάζοντας τα ανθρώπινα κύτταρα να γίνουν κατ’ εντολήν βιοαντιδραστήρες συγκεκριμένων πρωτεϊνών του ιού, οι οποίες στην συνέχεια αφενός μεν εκφράζονται στην κυτταρική μεμβράνη των κυττάρων που τις παράγουν, ενεργοποιώντας την ανοσιακή απόκριση για την παραγωγή αντισωμάτων, αφετέρου δε ένα μεγάλο μέρος των πρωτεϊνών αυτών όπως έχει φανεί από πάρα πολλές μελέτες, εκκρίνονται και μεταφέρονται με συγκεκριμένους μηχανισμούς (εξωσώματα) σε όλο το σώμα.
Η εντελώς διαφορετική φιλοσοφία των συγκεκριμένων εμβολίων ως προς τον τρόπο δράσης τους σε σχέση με τα κλασικά εμβόλια [τα οποία παρασκευάζονται είτε από αδρανοποιημένους παθογόνους οργανισμούς, είτε από ζώντες εξασθενημένους ιούς, είτε από τμήματα παθογόνων συζευγμένα με πολυσακχαρίτες, που δρουν απευθείας στον οργανισμό ως αντιγόνα, επιφέροντας τη λεγόμενη «τεχνητή ανοσία», όπως είναι μέχρι τώρα το εποχικό εμβόλιο κατά της γρίπης] τα έχει κατατάξει σε μια νέα κατηγορία εμβολίων, που χαρακτηρίζονται με βάση την βιβλιογραφία ως πρωτοεμφανιζόμενα εμβόλια (unpresented vaccines). Για την ανάπτυξη αυτών των εμβολίων, σύμφωνα με τα ιεθνή κριτήρια, εξαιτίας του άγνωστου πλαισίου παρενεργειών στον υγιή πληθυσμό και προκειμένου να γίνουν όλες οι απαιτούμενες μελέτες, προβλέπεται χρονικός ορίζοντας 12,5 περίπου ετών. Μάλιστα, η εκτιμώμενη πιθανότητα να περάσει ένα τέτοιο εμβόλιο τα στάδια της εκτίμησης αποτελεσματικότητας είναι της τάξης του 5% ενώ, από αυτό το ποσοστό θα περάσει το επόμενο στάδιο της εκτίμησης του οφέλους προς το γενικό πληθυσμό με βάση τα μέσο- και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, μόλις το 5% με 40% στην καλύτερη περίπτωση, κατά τη διάρκεια της κλινικής φάσης ΙΙΙ. Συνεπώς, έχει προβλεφθεί ότι για τέτοιους μαζικούς εμβολιασμούς με τέτοιου είδους εμβόλια και με βάση την πολυμορφικότητα του γονιδιώματος που παρατηρείται ανάμεσα στα άτομα του γενικού πληθυσμού, υπάρχει μόλις 2% πιθανότητα επιτυχίας της αποτελεσματικότητας των συγκεκριμένων πάντα εμβολίων στην κλινική φάση ΙΙΙ. Έτσι, γίνεται κατανοητό ότι τα συγκεκριμένα mRNA και DNA εμβόλια, ακόμα και με διάθεση υπέρογκης χρηματοδότησης και συντονισμένης συνεργασίας πολλών διαφορετικών ομάδων επιστημόνων σε όλο τον κόσμο, θα ήταν ΑΔΥΝΑΤΟ να τεθούν προς διάθεση στον γενικό πληθυσμό μέσα στο πολύ μικρό χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την παραγωγή τους, καθώς το πρόβλημα που προκύπτει ΔΕΝ είναι η χρήση της νέας τεχνολογίας αυτή καθ’ αυτή, αλλά η ΑΝΕΠΑΡΚΗΣ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΠΑΡΝΕΡΓΕΙΩΝ ΣΕ ΒΑΘΟΣ ΧΡΟΝΟΥ, κάτι που με ΚΑΜΙΑ γνωστή τεχνολογία δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί.
Ήδη από το έτος 2020, μελέτες δοκιμών των συγκεκριμένων σκευασμάτων σε υποκυτταρικό, μοριακό και γενετικό επίπεδο, έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου για πιθανές βλάβες στο γενετικό υλικό του ανθρώπου, οι οποίες με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγούσαν στην εμφάνιση σε κλινικό επίπεδο σημαντικών ασθενειών, όπως ενδεικτικά αναφέρεται, διαφόρων μορφών καρκίνου, αυτοάνοσων νοσημάτων, μυοκαρδίτιδας, περικαρδίτιδας, λεμφαδενίτιδας και πολλά άλλα.”