ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΥ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ – ΕΝΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟ ΕΥΡΩ ΕΚΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΕΣΥ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΩΛΕΙΑ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΜΙΑΣ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ ΜΟΥ

Κοινοποίηση:
Screenshot_59

Όπως έγραψα και στη δημοσίευση με το κείμενο της αγωγής κατά του Άδωνι Γεωργιάδη, ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.

Γιατί όλα εύκολα είναι στα “δικά μας” Μ.Μ.Ε., γίνονται πολύ δύσκολα όμως στις δικαστικές αίθουσες, εκεί που θα πρέπει και να αποδείξεις αυτά που λες.

Αλλιώς, καταδικάζεσαι και πας ταμείο…

Διαβάστε το κείμενο της αγωγής, το οποίο μπορείτε και να κατεβάσετε, μπαίνω στον πειρασμό όμως να παραθέσω και εδώ το κεφάλαιο στο οποίο αναπτύσσω και τεκμηριώνω την αδικοπρακτική ευθύνη του κυβερνητικού εκπροσώπου για την ωμή παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητάς μου.

Για την παραβίαση του ίδιου τεκμηρίου, αλλά σε πολύ βαρύτερη μορφή, διάσταση και απαξία για τον δράστη, θα έχετε νέα τις επόμενες μέρες, για μία ακόμη νομική ενέργειά μου από τις …άπειρες που ετοιμάζονται.

Ο δράστης αυτός είναι πολύ γνωστός σε εσάς.

Το όνομα αυτού, Βασίλης Πλιώτας…

 

*************************************

… “Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ): «Παν πρόσωπον κατηγορούμενο επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του»/

Επιπροσθέτως, το τεκμήριο αθωότητας, ως βασική κατεύθυνση της ποινικής δίκης, προβλέπεται και αποτυπώνεται ρητά:

  • Στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ) του ΟΗΕ (που κινήθηκε στην ίδια κατεύθυνση με την ΕΣΔΑ, χρησιμοποιώντας ταυτόσημη διατύπωση και κυρώθηκε με το Ν.2462/1997), σύμφωνα με την οποία «κάθε πρόσωπο κατηγορούμενο για ποινική παράβαση θεωρείται αθώο μέχρι τη νόμιμη απόδειξη της ενοχής του».
  • Στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 11 παρ. 1 της από 10-12-1948 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ, κατά την οποία «κάθε κατηγορούμενος για ποινικό αδίκημα πρέπει να θεωρείται αθώος εωσότου διαπιστωθεί η ενοχή του, σύμφωνα με το νόμο, σε ποινική δίκη, κατά την οποία, θα του έχουν εξασφαλιστεί όλες οι απαραίτητες για την υπεράσπισή του εγγυήσεις».

Αλλά και:

  • Στο άρθρο 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε, που ορίζει ότι «κάθε κατηγορούμενος τεκμαίρεται ότι είναι αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με το νόμο».

Τα ως άνω νομοθετικά κείμενα έχουν κυρωθεί και ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη, αποτελώντας αναπόσπαστο τμήμα του εσωτερικού μας δικαίου και δη ως έχοντα υπερνομοθετική ισχύ βάσει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερισχύοντας ούτως από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου.

Το τεκμήριο αθωότητας έχει λάβει εξέχουσα θέση στο ποινικό δικονομικό δίκαιο της χώρας μας, ήδη δε, με το Ν. 4596/2019 και έπειτα με την τροποποίηση του Ν. 4620/2019, διατυπώθηκε ρητά στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και ειδικότερα στο άρθρο 71 αυτού, στο οποίο ρητά ορίζεται ότι «οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο» και είναι συνέπεια της ενσωματώσεως της Οδηγίας 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9.3.2016 «για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παραστάσεως του κατηγορουμένου στην δίκη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας» στην ελληνική έννομη τάξη. Τυγχάνει δε εφαρμογής από τη στιγμή που ένα πρόσωπο είναι ύποπτο ή κατηγορείται για τέλεση αξιόποινης πράξης ή εικαζόμενης αξιόποινης πράξης και, κατά συνέπεια, ακόμα και πριν το εν λόγω πρόσωπο ενημερωθεί από τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους, μέσω επίσημης ειδοποίησης ή με άλλο τρόπο, ότι θεωρείται ύποπτο ή ότι κατηγορείται (προϋποτίθεται, όμως, η ύπαρξη «κατηγορίας ποινικής φύσεως»), ενώ εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας μέχρι να εκδοθεί η τελική απόφαση ως προς το αν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος διέπραξε τη σχετική αξιόποινη πράξη και να καταστεί η εν λόγω απόφαση οριστική. Σημειώνεται πως σύμφωνα  με τη σκέψη 48 του Προοιμίου της, δυνάμει της ως άνω Οδηγίας παρέχεται μόνον ένα «minimum» δικονομικής προστασίας ενώ επαφίεται στο εσωτερικό δίκαιο κάθε έννομης τάξης να προσδώσει ακόμη μεγαλύτερο εύρος προστασίας του τεκμηρίου αθωότητας, όπως συνέβη και στην ελληνική έννομη τάξη.

Ειδικότερα, στη ρύθμιση του άρθρο 5 του  ως άνω νόμου (4596/2019), ορίζεται ως χρονικό σημείο λήξης του τεκμηρίου αθωότητας, α) η περάτωση της διαδικασίας με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή αμετάκλητο βούλευμα, αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και άρα υπάρχει κατηγορούμενος, ή β) η θέση της υπόθεσης στο αρχείο ή η απόρριψη της έγκλησης από τον αρμόδιο εισαγγελέα, αν δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη. Με τον τρόπο αυτό ο Έλληνας νομοθέτης επέλεξε να παράσχει τη μέγιστη δυνατή προστασία στα δικαιώματα του φερόμενου ως υπαίτιου μίας αξιόποινης πράξης, προσδίδοντας στον εκάστοτε φερόμενο δράστη χρονικά ευρύτερα εχέγγυα δικονομικής προστασίας, αφού ως χρόνος λήξης της ισχύος του τεκμηρίου αθωότητας την περίπτωση ήδη ασκηθείσας ποινικής δίωξης, ορίζεται το «αμετάκλητο» της δικαστικής απόφασης ή του βουλεύματος.

Επιπροσθέτως, στη ρύθμιση του άρθρου 7 του ως άνω νόμου [τίτλος άρθρου: «Δημόσιες αναφορές στην ενοχή προσώπου» (άρθρα 4 και 10 παρ. 1 της Οδηγίας 2016/343/ΕΕ)] ορίζεται το δικαίωμα του υπόπτου ή του κατηγορουμένου να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, προς αποκατάσταση της βλάβης, την οποία υπέστη εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας από δηλώσεις δημοσίων αρχών που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, πριν από την έκδοση της απόφασης σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του, είτε προβαίνουν σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση επί της υπόθεσης.

Ως «δημόσιες αρχές» νοούνται άπαντα τα μέλη της εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας ως και κάθε άλλος δημόσιος λειτουργός [κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ μάλιστα, δηλώσεις που ελέγχονται ως προς τη συμφωνία τους με το τεκμήριο είναι εκείνες που προέρχονται από υπουργούς (Κώνστας κατά Ελλάδας, 24.05.2011, Farhad Aliyev κατά Αζερμπαϊτζάν, 09.11.2010), πρωθυπουργούς (Κώνστας κατά Ελλάδας, 24.05.2011, Pesa κατά Κροατίας, 08.04.2010), προέδρους κρατών (Pesa κατά Κροατίας, 08.04.2010), προέδρους της Βουλής (Butkevicius κατά Λιθουανίας, 26.03.2002), αναπληρωτές τους (Κώνστας κατά Ελλάδας, 24.05.2011), αστυνομικούς (Borovsky κατά Σλοβακίας, 02.06.2009, Huseyn κ.α. κατά Αζερμπαϊτζάν, 26.07.2011, Pesa κατά Κροατίας, 08.04.2010, Dovzhenko κατά Ουκρανίας, 12.01.2012, Maksim Petrov κατά Ρωσίας, 06.11.2012), μέλη των εθνικών γραφείων της INTERPOL (Ergashev κατά Ρωσίας, 20.12.2011) και εν γένει ανακριτικούς υπαλλήλους (Reid K., A Practitioner’s Guide to the European Convention on Human Rights, 4th Edition, 2012, σελ. 222, Khuzin κατά Ρωσίας, 23.10.2008, Mokhov κατά Ρωσίας, 04.03.2010), ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η έννοια του «δημόσιου λειτουργού» έχει διευρυνθεί τόσο ώστε να εντάσσονται σε αυτήν και άλλα δημόσια πρόσωπα, όπως κάποιος γνωστός στην κοινή γνώμη πολιτικός που ήταν απόστρατος στρατηγός και προέβη σε σχολιασμό εκκρεμούσης ποινικής υπόθεσης όσο ήταν ακόμη υποψήφιος κυβερνήτης περιφέρειας και πριν εκλεγεί σε αυτό το δημόσιο αξίωμα (Σισιλιάνος Λ. – Α., οπ. π., σελ. 313 και Κοτσαλής Λ., οπ. π., σελ. 516 που παραπέμπουν στην απόφαση Kouzmin κατά Ρωσίας, 18.03.2010, όπου το ως άνω δημόσιο πρόσωπο σε τηλεοπτική του συνέντευξη δήλωσε ότι ο προσφεύγων «ήταν εγκληματίας» και ότι «σύντομα θα τον έκλειναν μέσα»)], οι οποίοι σε περίπτωση που προδικάζουν την καταδίκη του υπόπτου ή κατηγορουμένου, γεννούν δικαίωμα αποζημίωσής του, ασχέτως μάλιστα της έκβασης της υποθέσεώς του, ενεχόμενοι σε αποζημίωση εις ολόκληρον με το Ελληνικό Δημόσιο.

Περαιτέρω:

Σύμφωνα το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το Ν.53/1974: «1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως…». Η υποχρέωση αμεροληψίας αναφέρεται όχι μόνο στο δικαστήριο, ως δικαιοδοτικό όργανο, αλλά και στα μέλη που το συγκροτούν, ως φυσικά πρόσωπα, στα οποία είναι ανατεθειμένη η έκδοση των αποφάσεων. Οι δικαστικές αρχές είναι υποχρεωμένες να ερευνούν όλες τις υποθέσεις που εισάγονται στο δικαστήριο απροκατάληπτα και να θεωρούν το αποτέλεσμα της δίκης αβέβαιο ενώ οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να απαγγέλλονται εν ονόματι του λαού (άρθρο 26 παρ. 3 Συντάγματος) και να στηρίζονται αποκλειστικώς και μόνον στις αποδείξεις.

Πλην όμως, η αμεροληψία των δικαστικών οργάνων είναι πιθανώς να κλονισθεί σε ποινικές υποθέσεις που έχουν λάβει πολιτικές διαστάσεις ή που έχουν λάβει ευρείας δημοσιότητας, αφού εξωδικαστικοί παράγοντες είναι δυνατόν   να επιδράσουν στη κρίση των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών. Είναι εξάλλου πρόδηλο ότι οι εκστρατείες των Μ.Μ.Ε. εναντίον  του κατηγορουμένου, οι δηλώσεις κορυφαίων κυβερνητικών αξιωματούχων ή άλλων πολιτικών προσώπων καθώς οι συζητήσεις ενώπιον του Ελληνικού Κοινοβουλίου που προδικάζουν την ενοχή του είναι ικανές να θολώσουν την κρίση των δικαστών και να υπονομεύσουν την διεξαγωγή μίας δίκαιης δίκη με τον κατηγορούμενο να έχει να αντιμετωπίσει, πέραν της κατηγορίας που τον βαραίνει, τον δημόσιο στιγματισμό και την κοινωνικοηθική αποδοκιμασία. Δοθέντος τούτου, δηλώσεις που δύναται να ενισχύσουν ή που προεξοφλούν ακόμη την ενοχή του κατηγορουμένου (ή του υπόπτου) θα πρέπει να ελέγχονται με απόλυτη αυστηρότητα καθότι είναι στενότατα συνδεδεμένες όχι μόνο με την εγγύηση της αμεροληψίας των δικαστών οργάνων και τη διεξαγωγή μίας δίκαιης δίκης αλλά και με το κύρος του ίδιου του θεσμού της Δικαιοσύνης (ενδεικτική η αναφορά του κ. Βελλή Γ., στο διήμερο επιστημονικό συνέδριο στην Κύπρο της Εταιρίας Δικαστών Μελετών με θέμα «Η δημοκρατική νομιμοποίηση του δικαστή – Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, 1993, σελ. 138, στο περιστατικό που έλαβε χώρα στην Αγγλία όταν ο Υπουργός Εσωτερικών ανέφερε στη Βουλή ότι «συνελήφθη ο δράστης, ο ένοχος μιας σειράς στυγερών εγκλημάτων» και όλη η Βουλή απαίτησε την παραίτησή του, επειδή με τη δήλωσή του προσέβαλε την αγγλική δικαιοσύνη).

Η πιθανότητα παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας από δηλώσεις δημοσίων λειτουργών έχει επανειλημμένως αναγνωριστεί και αποτυπωθεί στη νομολογία του ΕΔΔΑ (π.χ. απόφαση Petra Krause κατά Ελβετίας της 03.10.1978, Allenet de Ribemont κατά Γαλλίας της 10.02.1995 κατά την οποία εκρίθη ότι υπήρχε παραβίαση του αρ. 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ εξαιτίας της απόλυτης βεβαιότητας για την ενοχή του υπό κράτηση κατηγορουμένου που έδειξαν να υφίσταται κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου ο Υπουργός Εσωτερικών της Γαλλίας και οι υψηλές αρχές της αστυνομίας) με ενδεικτική την ελληνικού ενδιαφέροντος Απόφαση  24-5/2011 (24-5/2011 ΕΔΔΑ ΑΡ. ΠΡΟΣΦ. 53466/07 -ΤΝΠ “ΝΟΜΟS”), με την οποία η χώρα μας καταδικάσθηκε για παραβίαση του άρθρου 6 § 2 της Σύμβασης σχετικά με δηλώσεις που έλαβαν χώρα από τέως Υφυπουργό Οικονομικών και Υπουργό Δικαιοσύνης κατά τη διάρκεια συζήτησης ενώπιον του Ελληνικού Κοινοβουλίου.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την ως άνω Απόφαση του ΕΔΔΑ:

«… 27. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας που ενσαρκώνει η § 2 του άρθρου 6 περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων της δίκαιης δίκης που απαιτεί το άρθρο 6 §1, δεν περιορίζεται σε μία διαδικαστικού χαρακτήρα εγγύηση στην ποινική δίκη. Το εύρος της είναι μεγαλύτερο και απαιτεί να μην προβαίνει κανένας εκπρόσωπος του Κράτους σε δηλώσεις περί της ενοχής ενός προσώπου πριν η ενοχή αυτή διαπιστωθεί από ένα δικαστήριο (Allenet deRibemont, προηγουμένως, §§ 35-36). Εξ άλλου, το Δικαστήριο τονίζει ότι η επέμβαση στο τεκμήριο αθωότητας μπορεί να εκπορεύεται όχι μόνον από έναν δικαστή ή ένα δικαστήριο αλλά και από άλλες κρατικές αρχές (Daktaras c. Lituanie, n° 42095/98, §§ 41-42, CEDH 2000-X). Και αυτό συμβαίνει διότι το τεκμήριο αθωότητας, ως δικονομικό δικαίωμα, συμβάλλει κυρίως στον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης και ευνοεί ταυτόχρονα τον σεβασμό της τιμής και της ακεραιότητας του διωκόμενου προσώπου.

  1. Υπό αυτή την σκέψη, το Δικαστήριο επισημαίνει την σημασία της επιλογής των όρων που χρησιμοποιούν οι κρατικοί αξιωματούχοι στις δηλώσεις που κάνουν πριν κάποιος δικαστεί και κριθεί ένοχος….

  1. Εξ άλλου, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι έχει ήδη αποφανθεί ότι σε ένα προκαταρκτικό στάδιο μίας ποινικής υποθέσεως, οι δηλώσεις των κρατικών αρχών δεν πρέπει ούτε να παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του κατηγορούμενου, ούτε να προδικάζουν την δικαστική κρίση (Allenet de Ribemont, προηγουμένως, §41). Επίσης, στις υποθέσεις που τα εθνικά δικαστήρια δεν απεφάνθησαν επί της ενοχής κατά τρόπο οριστικό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δέχθηκε ότι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας πρέπει να γίνεται σεβαστή μέχρι την νόμιμη τελεσίδικη καταδίκη του ενδιαφερομένου (Englert c. Allemagne, n° 10282/83, Έκθεση της Επιτροπής, 9.10.1985, DR 31, σ. 11, § 49 και Nolken-bockhoffc. Allemagne, n° 10300/83, Έκθεση της Επιτροπής, 9.10.1985, DR 31, σ. 12, § 45).

  1. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο επισημαίνει ευθύς εξαρχής ότι οι επίμαχες δηλώσεις έγιναν από τον Πρωθυπουργό και δύο Υπουργούς του. Προέρχονταν δηλαδή από τους πιο υψηλούς κρατικούς αξιωματούχους. Το Δικαστήριο εκτιμά ότι αυτοί οι αξιωματούχοι ήταν δεσμευμένοι να σέβονται το τεκμήριο της αθωότητας (Υ.Β. et autres c. Turquie, n” 48173/99 et 48319/99, § 43, 28.10.2004). Εξ άλλου, οι δηλώσεις αυτές έγιναν όταν η υπόθεση εκκρεμούσε στο Εφετείο. Επιπλέον δε, το (πρωτόδικο) Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών είχε διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής του προσφεύγοντος μέχρι την έκδοση της εφετειακής απόφασης (Nolkenbockhoff, προηγουμένως, § 46). Συνεπώς, παρά την πρωτόδικη καταδίκη του προσφεύγοντος, η αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση.
  2. Σχετικά με τις αναφορές του Υφυπουργού Οικονομικών, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι πρόθεση των δηλώσεων του, στο πλαίσιο μίας κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης, ήταν να ασκήσει κριτική στο Σοσιαλιστικό Κόμμα για τους δεσμούς που διατήρησε με πρόσωπα που είναι εμπλεκόμενα στην υπόθεση. Το Δικαστήριο σημειώνει ιδιαίτερα ότι ο Υφυπουργός Οικονομικών χρησιμοποίησε φράσεις όπως «Τους διορίσατε υπηρεσιακούς Υπουργούς Τύπου, πρέσβεις εκ προσωπικοτήτων στο Συμβούλιο της Ευρώπης, όταν ήδη είχαν αρχίσει να δημοσιοποιούνται τα σκάνδαλα στο Πάντειο;». Το Δικαστήριο εκτιμά ότι οι λεπτομέρειες αυτές καθιστούσαν πολύ εύκολα αναγνωρίσιμο τον προσφεύγοντα, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τον φάκελο, κανένας άλλος καταδικασθείς με την υπ` αριθ. 2444/2007 απόφαση δεν συγκεντρώνει αυτή την περιγραφή (Υ.Β. et autres, προηγουμένως, § 48, και Tandy c. Belgique, n° 13583/02, § 45,21.9.2006). Με άλλα λόγια, ακόμη κι αν δεν αναφέρθηκε ονομαστικώς, ο προσφεύγων προσδιορίστηκε [φωτογραφήθηκε] χωρίς αμφιβολία με τις φράσεις του Υφυπουργού Οικονομικών.

  1. Αναφορικά με τις δηλώσεις του Υφυπουργού Οικονομικών, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο Υφυπουργός χρησιμοποίησε κυρίως τις εκφράσεις «απατεώνες» και «εσείς κλέβετε μέχρι κι ο ένας τον άλλον». Δεν περιορίστηκε σε μία απλή μνεία της καταδίκης του προσφεύγοντος σύμφωνα με την υπ` αριθ. 2444/2007 απόφαση του Εφετείου Κακουργημάτων, επιλογή που θα ήταν απόλυτα σύμφωνη με την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας. Ως προς αυτήν την παρατήρηση, αξίζει να σημειωθεί ότι, καθώς η απόφαση αυτή δεν είχε ακόμη καθαρογραφεί, ο Υφυπουργός Οικονομικών χρησιμοποίησε τις ανωτέρω εκφράσεις χωρίς να γνωρίζει τα πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίστηκε το Εφετείο Κακουργημάτων για να ανακοινώσει την ετυμηγορία του. Για το Δικαστήριο, τόσο απόλυτες και τόσο λίγο επιφυλακτικές εκφράσεις ήταν πιθανό να οδηγήσουν το κοινό να πιστέψει στην οριστική ενοχή του προσφεύγοντος. Ιδιαιτέρως, η λέξη «απατεώνας» αποτελούσε προσωπική του ερμηνεία, με έντονα αρνητική χροιά, της υπ` αριθ. 2444/2007 απόφασης έναντι του προσφεύγοντος. Επιπλέον, η έκφραση «εσείς κλέβετε μέχρι κι ο ένας τον άλλον», αναφερόμενη με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο στον προσφεύγοντα, παρουσιάστηκε ως μία νέα εκτίμηση των γεγονότων στην οποία θα προέβαινε το Εφετείο προκειμένου να εκδώσει απόφαση με ισχύ δεδικασμένου. Συνοψίζοντας, οι επίμαχες εκφράσεις που χρησιμοποίησε ο Υφυπουργός Οικονομικών φαίνεται να αντανακλούν την προσωπική του εκτίμηση της κατάστασης, προδικάζοντας ενδεχομένως την απόφαση του Εφετείου.
  2. Όσον αφορά τα λεγόμενα του Υπουργού Δικαιοσύνης, το Δικαστήριο εκτιμάει, πρώτον, ότι δεν χρησιμοποίησε τόσο απόλυτες εκφράσεις όσο ο Υφυπουργός Οικονομικών για να αναφερθεί στην καταδίκη όσων εμπλέκονταν σε αυτήν την υπόθεση. Συνεπώς, οι εκφράσεις του δεν μπορούν να θεωρηθούν ως προσωπική εκτίμηση, με αρνητική χροιά, της υπ` αριθ. 2444/2007 απόφασης. Όμως, πρέπει εξίσου να σημειωθεί ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης είχε δηλώσει πως η ελληνική δικαιοσύνη είχε καταδικάσει «με θάρρος και τόλμη» όσους εμπλέκονταν σε αυτή την υπόθεση. Αυτή η έκφραση θα μπορούσε να δώσει την εντύπωση ότι ο συγκεκριμένος Υπουργός ήταν ικανοποιημένος με την υπ` αριθ. 2444/2007 απόφαση και προέτρεπε το Εφετείο, ενώπιον του οποίου εκκρεμούσε η υπόθεση, να επιβεβαιώσει την προαναφερθείσα ετυμηγορία. Επ’ αυτού, πρέπει να ληφθούν, ιδίως, υπόψη τα συγκεκριμένα πολιτικά καθήκοντα του Υπουργού αυτού εκείνη την περίοδο. Με την ιδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης, ενσάρκωνε την πολιτική εξουσία που είχε κατ`εξοχήν υπό την αιγίδα της την οργάνωση και σωστή λειτουργία των δικαστηρίων. Επομένως, θα έπρεπε να ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός ως προς τη χρήση εκφράσεων που θα έδιναν ενδεχομένως την εντύπωση ότι αποβλέπει να επηρεάσει την έκβαση της υποθέσεως που εκκρεμούσε ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Δικαστήριο υποστηρίζει ότι οι εκφράσεις που χρησιμοποίησε ο Υπουργός Δικαιοσύνης φάνηκαν να προδίκασαν την απόφαση του Εφετείου.

  1. Συνοψίζοντας, το Δικαστήριο θεωρεί ότι ο Υφυπουργός Οικονομικών και ο Υπουργός Δικαιοσύνης στις δηλώσεις τους της 11 Ιουνίου 2007 και 12 Φεβρουαρίου 2008, αντίστοιχα, επέλεξαν φρασεολογία που ξεπερνούσε κατά πολύ την απλή αναφορά στην καταδίκη με την υπ` αριθ. 2444/2007 απόφαση. Το Δικαστήριο δίνει ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι οι εν λόγω δηλώσεις προήλθαν από υψηλόβαθμα πολιτικά πρόσωπα και, ιδιαιτέρως στην περίπτωση του Υπουργού Δικαιοσύνης, από μία αρχή που λόγω του ρόλου της υποτίθεται ότι κρατάει ιδιαίτερα συγκρατημένη στάση όσον αφορά το σχολιασμό δικαστικών αποφάσεων. Τα στοιχεία αυτά αρκούν για να καταλήξει το Δικαστήριο ότι υπήρξε, εν προκειμένω, παραβίαση του άρθρου 6 § 2 της Σύμβασης ως προς την εκκρεμή διαδικασία ενώπιον του Εφετείου Αθηνών όσον αφορά τις δηλώσεις του Υφυπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Δικαιοσύνης.

Δοθέντων τούτων, με τις ως άνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις κατοχυρώνεται και προστατεύεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο αποτελεί, κατ` αρχήν, τη δικονομική έκφανση του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, συνδεόμενο άμεσα με την αρχή της ενοχής (άρθρα 7.1 Συντ. και 14 ΠΚ). Το τεκμήριο αθωότητας, πέραν της παραδοσιακής διαδικαστικής – δικονομικής εγγύησης που παρέχει, κατοχυρώνει παράλληλα το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου, επεκτείνοντας το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης και εκτός του στενού πλαισίου της ποινικής δίκης, θεωρώντας ότι η μη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης ή πολύ περισσότερο η αθώωση του κατηγορουμένου αποτελεί αυτοτελές στοιχείο της προσωπικότητάς του, που τον συνοδεύει εσαεί και πρέπει να γίνεται σεβαστό από τις κρατικές αρχές πέρα από τα στενά όρια της ποινικής δίκης.

Στην περίπτωση της παραβάσεως του τεκμηρίου αθωότητα, ιδρυτικός κανόνας της ευθύνης του προσβάλλοντος είναι οι διατάξεις των άρθρων 57 και 59 ΑΚ. Η φύση του τεκμηρίου αθωότητας είναι σύνθετη, καθώς αποτελεί όχι μόνο γενική αρχή και δικονομική εγγύηση αλλά και δικαίωμα του κατηγορουμένου, ανάλογα με την πτυχή του που κάθε φορά έχει ανάγκη προστασίας. Ως δικαίωμα, αποτελεί ιδιαίτερο δικαίωμα (στοιχείο) της προσωπικότητας του κατηγορουμένου συνιστάμενο στην προστασία του από την πρόωρη απόδοση της ενοχής. Συνεπώς, όποτε προσβάλλεται το τεκμήριο, συμπροσβάλλεται παράλληλα και η προσωπικότητα του κατηγορουμένου, αφού η αθωότητα αυτού προτού καταδικαστεί αμετάκλητα συνιστά συστατικό της τιμής και της υπόληψής του.

Το δικαίωμα της προσωπικότητας είναι ένα ιδιωτικού δικαίου δικαίωμα με γενικό και απόλυτο χαρακτήρα, χαρακτηρίζεται δε ως απόλυτο διότι κάθε τρίτος οφείλει να το σέβεται (και, αντιστρόφως, μπορεί να είναι αντικείμενο προσβολής από τον καθένα), αλλά και επειδή το δικαίωμα αυτό προστατεύεται απεριόριστα από κάθε νοητή προσβλητική ενέργεια. Άλλωστε η προσβολή του δικαιώματος αυτού δεν επέρχεται μόνο με τη με βεβαιότητα απόδοση ορισμένης μομφής, αλλά με κάθε πράξη που βλάπτει την τιμή και την υπόληψη του θιγομένου. Οι ως άνω διατάξεις του ΑΚ αποτελούν συγκερασμό των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού περιλαμβάνει τόσο το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, όσο και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας.

Ακριβώς επειδή το τεκμήριο αθωότητας απορρέει γενικά από την προστασία της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου, η αρχή του τεκμηρίου διέπει την ποινική δίκη στο σύνολό της, ανεξαρτήτως από την έκβασή της. Άρα το τεκμήριο αθωότητας που ίσχυε κατά την προδικασία και κατά το στάδιο πριν την καταδίκη του κατηγορουμένου δεν ανατρέπεται με την καταδίκη του. Ο μετέπειτα καταδικασθείς, λοιπόν, δεν στερείται αναδρομικά το τεκμήριο αθωότητας μέχρι την καταδίκη του, διότι η αξία του ανθρώπου προστατεύεται ευρύτερα και ο καταδικασθείς δεν παύει πλέον να είναι φορέας του δικαιώματος της προστασίας της αξιοπρέπειάς του.

Είναι πρόδηλο ότι η δημόσια έκθεση του κατηγορουμένου με δηλώσεις επί της ενοχής του, προκαλεί βλάβες στην κοινωνική του υπόσταση και στην επαγγελματική του ζωή δυσχεραίνοντας έτσι την επανακοινωνικοποίησή του. Σε αντίθεση με το τεκμήριο αθωότητας βρίσκονται τόσο η ψυχική όσο και η ηθική μείωση και η βαθιά ταπείνωση του προσώπου που καλείται να ασκήσει τα υπερασπιστικά του δικαιώματα σε ένα αρνητικά προδιατεθειμένο γι’ αυτό κλίμα. Τις περισσότερες φορές μάλιστα η βλάβη της υγείας που υφίσταται σπάνια επανορθώνεται με την εκ των υστέρων αθώωσή του.

Βάσει του άρθρου 57 ΑΚ ο προσβληθείς έχει το δικαίωμα να απαιτήσει άρση της προσβολής και παράλειψή της στο μέλλον, εφόσον η παράνομη συμπεριφορά διατηρείται και αποδεικνύεται κίνδυνος επανάληψής της. Η προσβολή της προσωπικότητας συνίσταται στη σύγκρουση δύο ομοειδών δικαιωμάτων, ήτοι αφενός του θύματος (του κατηγορουμένου), ο οποίος υφίσταται προσβολή στη στατική πλευρά της προσωπικότητάς του, και αφετέρου του δράστη, του οποίου τίθεται υπό κρίση η ελευθερία αναπτύξεως της προσωπικότητας, που εκδηλώνεται μέσω της επιδίκου κάθε φορά συμπεριφοράς του. Η προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας ως έκφανση της προσωπικότητας του κατηγορουμένου από δημόσια αλλά μη δικαστική αρχή είναι δυνατόν να θεραπευθεί στα πλαίσια της εσωτερικής έννομης τάξης και με την αγωγή αποζημίωσης που προβλέπεται στο αρ. 59 ΑΚ. Επομένως, στις εξωτερικές συνέπειες της προσβολής του τεκμηρίου περιλαμβάνεται και το δικαίωμα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του κατηγορουμένου που προσεβλήθη από τις δηλώσεις των δημόσιων λειτουργών στα Μ.Μ.Ε., οι οποίες δεν συνιστούν διαδικαστικές πράξεις της ποινικής διαδικασίας και είναι αντίθετες στο τεκμήριο αθωότητας. Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αποσκοπεί σε μία πλατιά νοούμενη αποκατάσταση και έμμεση επανόρθωση της ηθικής βλάβης που προκλήθηκε στην προσωπικότητα του θύματος – κατηγορουμένου.

Το ως άνω ένδικο βοήθημα είναι μία αποκαταστατική αγωγή και οι ουσιαστικές προϋποθέσεις ασκήσεώς της είναι ο παράνομος χαρακτήρας της συμπεριφοράς, η ύπαρξη ηθικής βλάβης και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ συμπεριφοράς και βλάβης. Κάθε φορά που ιδρυτικός κανόνας της ευθύνης είναι μόνο η διάταξη του άρθρου 59 ΑΚ, η αξίωση ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης δεν  προϋποθέτει υπαιτιότητα του δράστη. Κατά την παλαιότερα κρατούσα άποψη στη νομολογία, η ως άνω αξίωση προϋπέθετε και υπαιτιότητα, αλλά κατά την ορθότερη και κρατούσα στη θεωρία άποψη δεν αποτελεί προϋπόθεση της παραπάνω διάταξης η  ύπαρξη πταίσματος. Η διάταξη περιέχει τη λέξη «υπαίτιος», η οποία όμως αναφέρεται απλώς στον υπεύθυνο (με αντικειμενική ευθύνη). Ωστόσο, η αγωγή αποζημίωσης, μέσω της οποίας είναι δυνατή η χρηματική ικανοποίηση του θύματος λόγω προσβολής της προσωπικότητάς του, θα πρέπει να συνοδεύεται από τη δυνατότητα επίκλησης της παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, άλλως δεν θεωρείται αποκαταστατικό μέτρο που ικανοποιεί αποτελεσματικά την προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.

Επιπλέον, οι παραβιάσεις του τεκμηρίου αθωότητας, όταν αυτό προσβάλλεται από εκπροσώπους της πολιτικής εξουσίας ή/και από δημοσιογράφους, μπορεί κάποιες φορές να θεωρηθεί ότι θεμελιώνουν αυτοτελώς αξιόποινες πράξεις. Πρόκειται κυρίως για τα εγκλήματα της εξύβρισης (αρ. 361 ΠΚ) και της συκοφαντικής δυσφήμισης (αρ. 362-363 ΠΚ). Άλλωστε, κατά την παράγραφο 3 του αρ. 57 ΑΚ «αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται».

Προσβολή της προσωπικότητας, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, υπάρχει σε κάθε περίπτωση μειωτικής επεμβάσεως από τρίτο στη σφαίρα αυτής, δηλαδή σε οποιοδήποτε από τα αγαθά, που συνθέτουν την προσωπικότητα του άλλου, που συνιστούν συντελεστές, προσδιοριστικά στοιχεία της ταυτότητας του ανθρώπου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής ή ψυχικής πνευματικής και κοινωνικής προσωπικότητας του βλαπτομένου, κατά το χρονικό σημείο της προσβολής. Η προσβολή είναι παράνομη, όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είναι είτε από άποψη έννομης τάξεως μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικά. Ενόψει της συγκρούσεως των προστατευομένων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα συγκρινόμενα έννομα συμφέροντα για τη διακρίβωση της υπάρξεως προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της. Για την προστασία της προσωπικότητας δεν απαιτείται η ύπαρξη πταίσματος, δόλου ή αμέλειας, αυτού που προσβάλλει. Απαιτείται όμως για την αξίωση αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης, αφού το άρθρο 57 παρ. 3 του ΑΚ παραπέμπει στις διατάξεις περί αδικοπραξιών.” …

Διαβάστε ΕΔΩ το κείμενο της αγωγής.

 

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: