Σπιναλόγκα- Το ΦΡΙΚΤΟ μυστικό του νησιού -Βίντεο που ίσως ΔΕΝ αντέχετε να δείτε!

Κοινοποίηση:
SPINALOGKA

Η Σπιναλόγκα είναι ένα μικρό νησί το οποίο κλείνει από τα βόρεια τον κόλπο της Ελούντας στην Επαρχία

Μεραμπέλλου του νομού Λασιθίου Κρήτης.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, η λέπρα (ή νόσος του Χάνσεν, ή ‘’λώβη’’) βρισκόταν σε ιδιαίτερη έξαρση και οι ασθενείς λόγω της αποκρουστικής τους όψης προκαλούσαν τρόμο στους τοπικούς πληθυσμούς. Επίσης, εκτός από τον ασθενή, στιγματιζόταν και ολόκληρη η οικογένειά του και καταδικαζόταν σε απομόνωση, ενώ αποκαλούσαν τα μέλη της ‘’λεπρόσογο’’. Η κρατική μέριμνα ήταν παντελώς ανύπαρκτη και οι ασθενείς διαγράφονταν ακόμη και από τα δημοτολόγια, ζώντας αποκλειστικά από την ελεημοσύνη των συνανθρώπων τους.

Το νέο λεπροκομείο

Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα που λειτούργησε το λεπροκομείο στη Σπιναλόγκα, οι άνθρωποι δεν γνώριζαν ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είχε φυσική ανοσία απέναντι στην ασθένεια και ο κίνδυνος μετάδοσης της λέπρας ήταν πολύ μικρός, εφόσον τηρούνταν οι βασικές συνθήκες υγιεινής. Έτσι, ένα νησάκι κοντά στην ξηρά, για την εύκολη μεταφορά τροφίμων και εφοδίων, ήταν η ιδανική λύση απομόνωσης των ασθενών και υποτιθέμενης προστασίας του υγιούς πληθυσμού. Επιπλέον, η στέγαση των ασθενών ήταν εύκολη και ανέξοδη, αφού υπήρχαν πολλά άδεια σπίτια, μετά την αποχώρηση των μουσουλμάνων κατοίκων της.

Η μεταφορά των λεπρών, πάντως, εξυπηρετούσε και ένα δεύτερο κρυφό σκοπό: την απομάκρυνση των τελευταίων τουρκικών οικογενειών από τη Σπιναλόγκα, οι οποίες αρνούνταν να αποχωρήσουν από την περιοχή ελέγχου της Κρητικής Πολιτείας. Με την εγκατάσταση των λεπρών στο νησί, οι εναπομείναντες μουσουλμάνοι κάτοικοι το εγκατέλειψαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Στις 14 Δεκεμβρίου 1904 μεταφέρθηκαν στο λεπροκομείο της Σπιναλόγκας, που πήρε το όνομα ‘’Άγιος Παντελεήμων’’, οι πρώτοι 251 λεπροί απ’ όλη την Κρήτη. Στη συνέχεια, μετά το 1913, μεταφέρθηκαν σταδιακά ασθενείς προερχόμενοι από την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά και από χώρες του εξωτερικού, αυξάνοντας τον αριθμό των ασθενών σε παραπάνω των χιλίων. Η Σπιναλόγκα μετατράπηκε την περίοδο εκείνη σε ‘’Διεθνές Λεπροκομείο’’, χωρίς καμία ουσιαστική οργάνωση, με χαρακτηριστικά πραγματικής τρώγλης.

Λίγα χρόνια μετά την ίδρυση του, στο λεπροκομείο της Σπιναλόγκας άρχισαν να στέλνονται λεπροί απ’ όλη τη χώρα και ιδίως οι πιο ‘’ανυπάκουοι’’ και ‘’αντιδραστικοί’’. Απέναντι, δε, από τη Σπιναλόγκα, αναπτύχθηκε ένας μικρός συνοικισμός, η Πλάκα, όπου δημιουργήθηκε ένα πανδοχείο για τους επισκέπτες, αλλά και λίγα, υπαίθρια κυρίως, καταστήματα με τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης για τους λεπρούς και για όσους τους επισκέπτονταν. Επιπλέον, στη δεκαετία του 1930 χτίστηκαν και νέες κατοικίες στο νησί, που προστέθηκαν στις ήδη υπάρχουσες, ενώ για τη διάνοιξη περιμετρικών δρόμων χρειάστηκε να γκρεμιστούν τμήματα του παλιού ενετικού φρουρίου.

Το θλιβερό παρελθόν

Μέχρι τη μεταφορά τους στη Σπιναλόγκα, οι λεπροί ζούσαν απομονωμένοι σε οριοθετημένες συνοικίες, σε ασβεστωμένα σπίτια, που λέγονταν ‘’μεσκινιές’’, ενώ αποκαλούνταν από τους υπόλοιπους υγιείς συνανθρώπους τους ‘’λουβιάρηδες’’, ‘’μεσκίνηδες’’ ή ‘’κομμένοι’’. Ο αμαθής πληθυσμός της εποχής εκείνης τρόμαζε στη θέα των παραμορφωμένων ασθενών και τους ανάγκαζε να φορούν κουδουνάκια, ώστε να γίνεται αντιληπτή η παρουσία τους και να απομακρύνεται έγκαιρα ο κόσμος. Πολλές φορές, μάλιστα, όταν παραβιάζονταν οι όροι της ‘’μεσκινιάς’’, ήταν δυνατόν ο λεπρός να λιθοβοληθεί ή και να πυροβοληθεί. Επίσης, η λέπρα προξενούσε πρόσθετο φόβο και δέος, επειδή θεωρούνταν και θρησκευτική ασθένεια, εξαιτίας των αναφορών στη ζωή του Χριστού σε θεραπεία λεπρών.

Ο τραγικός αποχωρισμός

Κατά τη διάρκεια του αποχωρισμού των ασθενών από τις οικογένειές τους, εκτυλίσσονταν συχνά τραγικές σκηνές. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι μια κοπέλα, μη αντέχοντας να αποχωριστεί τον άντρα της, έκανε μπροστά στους χωροφύλακες που τον έπαιρναν μια ένεση με αίμα στο μπράτσο της, λέγοντας ότι είναι το αίμα του συζύγου της και έχει ήδη μολυνθεί, ώστε να την πάρουν και αυτή στο νησί. Τελικά η κοπέλα μεταφέρθηκε μαζί του στο νησί, αλλά δεν νόσησε ποτέ, ενώ ο άντρας της πέθανε αργότερα στην αγκαλιά της, χτυπημένος από τα βαριά προβλήματα που του κληροδότησε η λέπρα.

Σε μια άλλη περίπτωση, μια γυναίκα κρύφτηκε τη νύχτα στο καΐκι που θα μετέφερε το πρωί τους ασθενείς από τα Χανιά στη Σπιναλόγκα και έτσι κατάφερε να καταλήξει στο νησί μαζί με το σύζυγό της, προκειμένου να βρίσκεται μαζί του και να τον φροντίζει.

Στη Σπιναλόγκα, επίσης, υπήρχαν και μερικοί κάτοικοι που δεν είχαν προσβληθεί από τη νόσο, συνήθως σύζυγοι ή γονείς λεπρών που δεν ήθελαν να αποχωριστούν και να αφήσουν, αβοήθητα στην μοίρα τους τα αγαπημένα τους πρόσωπα.

Η μεταφορά στο νησί

Πολύ συχνά οι λεπροί μεταφέρονταν στο νησί με τη βία, πολλές φορές και με χειροπέδες, ενώ όσοι πήγαιναν εκεί γνώριζαν ότι δεν θα γυρίσουν ποτέ ξανά στα σπίτια τους και στην προηγούμενη ζωή τους. Στο λιμάνι, μάλιστα, όπου έφταναν οι βάρκες με τους ασθενείς, υπήρχε μια επιγραφή που έγραφε: ‘’Ο εισερχόμενος να αποθέσει κάθε ελπίδα’’. Επιπλέον, επί σειρά ετών οι νεοφερμένοι ασθενείς οδηγούνταν σε κλειστούς χώρους, σαν φυλακές, ενώ πίσω τους έκλεινε και τους απομόνωνε για πάντα από τον κόσμο μια βαριά καγκελόπορτα.

Η δραματική διαβίωση

Αν και το νησί διέθετε γιατρό και νοσοκόμους, οι συνθήκες νοσηλείας, αλλά και γενικότερης διαβίωσης των ασθενών ήταν άθλιες, αφού ζούσαν σε μισοκατεστραμένες κατοικίες με ένα μικρό επίδομα που τους χορηγούσε η πολιτεία, το οποίο δεν έφτανε να καλύψει ούτε τις βασικές τους ανάγκες. Σε όσους το επέτρεπε η κατάσταση της υγείας τους, προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τροφή ψαρεύοντας ή καλλιεργώντας τη γη. Δεν ήταν σπάνιο, ακόμη, κάποιοι ασθενείς να δραπετεύουν και να αναζητούν τροφή σε απέναντι χωριά. Όσοι από τους ‘’παραβάτες’’ συλλαμβάνονταν, κλείνονταν σε μία απάνθρωπη φυλακή, με ακόμη αθλιότερες συνθήκες διαβίωσης. Παρ’ όλες τις αντιξοότητες, όμως, οι ανθρώπινες ψυχές όχι μόνο δεν το έβαλαν κάτω, αλλά ανέπτυξαν μια ιδιόρρυθμη κοινωνικότητα, με δικούς της κανόνες και αξίες.

Αναφερόταν, ακόμη, σε δημοσιευμένα κείμενα της δεκαετίας του 1930, ότι οι ασθενείς στη Σπιναλόγκα, μη έχοντας καμία εργασία, ‘’διασκέδαζαν’’ κοιτάζοντας τη θάλασσα, παίζοντας μερικά απλά παιχνίδια ή μερικά όργανα μουσικής. Άλλες φορές γλεντούσαν, έπιναν και μεθούσαν, καταριούνταν μεγαλόφωνα την τύχη τους, μισούσαν ή αγαπούσαν τους υπόλοιπους συνοδοιπόρους τους. Μέσα στην πολυετή λειτουργία του λεπροκομείου, μερικοί λεπροί έπεσαν στη θάλασσα να πνιγούν ή αυτοκτόνησαν με άλλους τρόπους για να ξεφύγουν από τη φρικτή ζωή τους, ενώ λιγοστοί κατάφεραν να δραπετεύσουν κολυμπώντας και να ξεφύγουν για πάντα από το νησί. Πολλοί, πάντως, από τους ασθενείς στο νησί πέθαιναν τελείως αβοήθητοι, παραμορφωμένοι, τυφλοί, ή ακρωτηριασμένοι, μέσα σε φρικτούς πόνους.

 

Μια ζωή χωρίς μέλλον

Η σωματική επαφή ασθενών και υγιών, όπως ήταν το υγειονομικό προσωπικό και οι επισκέπτες, απαγορευόταν αυστηρά, ενώ τα χρήματα που χρησιμοποιούνταν για τις συναλλαγές αποστειρώνονταν υποχρεωτικά από ειδικό υπάλληλο, ώστε να μη μεταδώσουν τη νόσο. Αν και οι γάμοι μεταξύ χανσενικών τυπικά απαγορεύονταν, πολλοί ασθενείς συνδέθηκαν μεταξύ τους και έκαναν δεκάδες παιδιά, τα οποία δεν νοσούσαν. Τα παιδιά αυτά μεταφέρονταν υποχρεωτικά από το κράτος σε ειδικό παιδικό σταθμό στην Αθήνα, όπου παρακολουθούνταν και, εφόσον ήταν υγιή, δίνονταν για υιοθεσία. Το εξιτήριο από τη Σπιναλόγκα ήταν πολύ δύσκολο να αποκτηθεί και δίνονταν μόνο μετά από τρεις διαδοχικές αρνητικές εξετάσεις από τους γιατρούς του νησιού, γεγονός αρκετά σπάνιο, αφού δεν υπήρχε, μέχρι το 1948, καμία θεραπεία για τη νόσο.

 

Μια λαμπερή ακτίνα φωτός

Η ζωή των λεπρών άλλαξε το 1936, όταν μεταφέρθηκε στη Σπιναλόγκα ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης, τριτοετής φοιτητής της Νομικής, χτυπημένος, μετά την αδελφή του που ήταν ήδη στο νησί, από τη νόσο. Ο Ρεμουνδάκης, ένας από τους λίγους μορφωμένους ασθενείς, δεν αφέθηκε μοιρολατρικά στην αθλιότητα της ζωής στο νησί, αλλά αγωνίστηκε με πάθος να καλυτερεύσει τις συνθήκες ζωής των χανσενικών, απαιτώντας από την πολιτεία καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και νοσηλείας.

Μερικές από τις πρωτοβουλίες που πήρε ήταν: ίδρυσε την ‘’Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας’’, οργάνωσε υπηρεσία καθαριότητας κοινόχρηστων χώρων, δημιούργησε θέατρο, κινηματογράφο, καφενεία και κουρείο (που εκμεταλλεύονταν οι ίδιοι οι ασθενείς), έφερε ασβέστη για την απολύμανση των σπιτιών και την εξαφάνιση της ενοχλητικής δυσοσμίας, φύτεψε δέντρα, έφερε ηλεκτρογεννήτρια για ρεύμα στο νησί, πριν ακόμη αποκτήσει ακόμη και η Πλάκα, το απέναντι χωριό και τοποθέτησε μεγάφωνα στους δρόμους που έπαιζαν κλασική μουσική.

 

Μια νέα ζωή…

Οι ασθενείς, με τις προτροπές του Ρεμουνδάκη, ασχολούνταν με διάφορα επαγγέλματα, ενώ άρχισε να αναπτύσσεται στοιχειώδες εμπόριο, να λειτουργεί σχολείο, με λεπρό δάσκαλο, αλλά και να εκδίδεται ακόμη και σατιρικό περιοδικό. Με το μικρό επίδομα που τους έδινε η Πολιτεία, αγόραζαν τα απαραίτητα τρόφιμα από ένα μικρό παζάρι που στηνόταν στην είσοδο του νησιού από ντόπιους παραγωγούς, που έρχονταν από την Πλάκα με βάρκες, οι οποίοι πληρώνονταν με τα χρήματα που είχαν πριν απολυμανθεί. Ήταν τέτοια η προκατάληψη των χωρικών της Πλάκας, πάντως, που έφταναν στο σημείο να πετούν στη θάλασσα όσο εμπόρευμα έμενε απούλητο, αρνούμενοι να το γυρίσουν στο χωριό τους και να μολύνουν, όπως πίστευαν, τους δικούς τους. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι στο νησί υπήρχε εκκλησία, ο Άγιος Παντελεήμονας, την οποία λειτουργούσε εθελοντικά ένας γενναίος, μη λεπρός, ιερέας. Λίγο πριν πεθάνει, ο ίδιος ο Ρεμουνδάκης, είχε πει σε μια συνέντευξή του τι είδε μόλις έφτασε: ‘’΄Στη Σπιναλόγκα όλα προχωρούσαν προς το θάνατο, γιατί το πνεύμα της δημιουργίας δεν υπήρχε. Οι άνθρωποι στο νησί έμεναν με σκοπό να πεθάνουν εκεί, χωρίς καμιά ελπίδα’’.

Με τις παρεμβάσεις του φοιτητή της Νομικής, η ποιότητα ζωής των λεπρών βελτιώθηκε σημαντικά, όπως αναφέρει και ένας θεραπευμένος χανσενικός, που βρίσκεται ακόμη στη ζωή, ο 87χρονος Μανώλης Φουντουλάκης: ‘’Από μια στιγμή και μετά το νησί δεν ήταν κολαστήριο. Ήταν ένα χωριό εγκλείστων, με τους καλούς, τους τζαναμπέτηδες και τους ζαμανφουτίστες’’. Ο ίδιος ο Φουντουλάκης, που παντρεύτηκε την αγαπημένη του Λενιώ (η οποία αψήφισε την ασθένειά του) και έκανε μαζί της μία υγιή κόρη που έγινε γιατρός, είχε πει ακόμη σε μια συνέντευξή του: ‘’Έμεινα χρόνια φυλακισμένος, χωρίς να έχω κάνει έγκλημα, βιώνοντας είτε την απέχθεια, είτε τη συμπόνοια των επισκεπτών του νησιού, που αρέσκονταν να φωτογραφίζουν ψυχρά τα ανθρώπινα ράκη και στη συνέχεια να φεύγουν δήθεν συγκλονισμένοι από το αποκρουστικό θέαμα…’’

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ:

4 Σχόλια

  1. To νησάκι-φρούριο έχει μακρά ιστορική σημασία . Αλλά μόνο η περίοδος που ήταν λεπροκομείο προβάλλεται. Όχι η η υπόλοιπη ιστορία από τα αρχαία χρόνια, τις διαρκείς πολυορκίες και το στρατηγικό ρόλο που έπαιξε επανηλλημένα για Έλληνες , τούρκους κι ενετούς, ανάλογα ποιός το έλεγχε.

  2. Ασχετο άλλά ίσως όχι και τόσο.Το τϊ δημοσιότητα πήρε το νησί και η γύρω περιοχή μετά την προβολή της σειράς “Το Νησί” αλλά και απο την έκδοση του βιβλίου,δεν φαντάζεστε.Η επισκεψιμότητα του νησιού ξεπέρασε κάθε προηγούμενο.Οι πλακιώτες και οι πέριξ ‘κονόμησαν για τα καλά και πάλι μετά απο τόσα χρόνια,αυτή τη φορά όχι απο τους δυστυχισμένους που ζούσαν στο κολαστήριο αλλά από αυτό που άφησαν πίσω τους.
    Και κάτι ευτράπελο: Στη σειρά έπαιζε το ρόλο ενός γερμανού στρατιώτη ενας γερμανός ηθοποιός ο οποίος σύμφωνα με το σενάριο πυροβολεί απο μακρυά και σκοτώνει εναν άρρωστο που προσπαθεί να διαφύγει απ το νησι κολυμπώντας.Τον ηθοποιό αυτό του την έπεσαν να τον λιντζάρουν οι ντόπιοι και αναγκάστηκε ο άνθρωπος να φύγει κακήν κακώς απ την Κρήτη.

  3. Ωχ.Η Γιακουμάκη.Αν αυτή δηλώνει δημοσιογράφος ή συγγραφέας,εμεις οι υπόλοιποι να δηλώσουμε πυρηνικοί επιστήμονες.Ρε παιδιά αυτή είναι “απο άλλο πλανήτη”.Λίγη σοβαρότητα δεν βλάπτει.

  4. Υπάρχει άραγε,κάποια…ανάμειξη,των ανα τους
    αιώνες εχθρών του Ελληνισμού;

Comments are closed.