«Τσακωθήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο, νευρίασα και τότε έβγαλα το όπλο και την πυροβόλησα» φέρεται να ισχυρίστηκε συγκεκριμένα ο δράστης βρισκόμενος σε έντονη ψυχολογική κατάσταση σύμφωνα με πληροφορίες από καλά ενημερωμένες πηγές.
Όπως εξήγησαν πηγές με γνώση της υπόθεσης, ο δράστης προσέγγισε τη γυναίκα ζωσμένος με όπλο. Όπλο το οποίο μάλιστα προμηθεύτηκε ενώ, μερικούς μήνες πριν, οι Αρχές του είχαν αφαιρέσει δύο κυνηγετικά όπλα που κατείχε μετά από μήνυση που είχε υποβάλλει σε βάρος του το θύμα για ενδοοικογενειακή βία. Ο 30χρονος, παρόλο που του είχε αφαιρεθεί ο οπλισμός, ταξίδεψε στην Αθήνα, αγόρασε νέο όπλο από τη «μαύρη αγορά» και επέστρεψε στο Αγρίνιο.
Στη συνέχεια περίμενε μέχρι να φθάσει η γυναίκα στο σημείο που έλαβε χώρα η γυναικοκτονία και όταν εκείνη στάθμευσε το αυτοκίνητό της, την αιφνιδίασε και μπήκε στο αυτοκίνητο από την πόρτα του συνοδηγού με τη συνέχεια να είναι γνωστή. Πληροφορίες που ακόμα δεν έχουν επιβεβαιωθεί επίσημα αναφέρουν πως την ημέρα του φονικού δράστης και θύμα είχαν κλείσει ραντεβού καθώς η γυναίκα θεωρούσε ότι θα πείσει τελικά τον 30χρονο να την αφήσει ήσυχη.
Όπως φαίνεται, όμως, ο άνδρας δεν μπόρεσε ποτέ να αποδεχθεί ότι δεν θα είναι πια με την 43χρονη, παρόλο που η τελευταία προσπαθούσε συχνά να του εξηγήσει με καλό τρόπο πως οι δρόμοι τους έχουν χωρίσει για πάντα.
Ο δολοφόνος συνέχιζε να την απειλεί ακόμη και λίγο πριν τη δίκη του για ενδοοικογενειακή βία που ήταν προσδιορισμένη να γίνει την Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου.
Μετά την τέλεση του εγκλήματος, ο 30χρονος άφησε το αυτοκίνητό του και άρχισε να περιφέρεται, φτάνοντας στην περιοχή της Μυρτιάς, όπου εντοπίστηκε το πρωί της Τρίτης.
Δυνάμεις της ΟΠΚΕ προσέγγισαν την αποθήκη. Ο δράστης κάθε φορά που ένιωθε τους αστυνομικούς να πλησιάζουν πιο κοντά, έβαζε το όπλο του στον κρόταφο. Ο διαπραγματευτής κατάφερε να τον ηρεμήσει και στο τέλος μπήκε στην αποθήκη η αδελφή του, τον αγκάλιασε, του έπιασε τα χέρια και έτσι εκείνος άφησε το όπλο. Τότε μπήκαν στην αποθήκη οι αστυνομικοί, τον ακινητοποίησαν και του πέρασαν χειροπέδες.