ΠΟΙΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΡΝΤΟΓΑΝ; ΑΠΙΣΤΕΥΤΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ!

    Κοινοποίηση:
    erdogan1

    Όταν έληξε ο Ψυχρός Πόλεμος με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης το 1991, ορισμένοι στρατιωτικοί στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις θεώρησαν πως η Άγκυρα δεν χρειάζεται πλέον το ΝΑΤΟ και τη Δύση.

    Με τις πολιτικές του αξίες, το ΝΑΤΟ ολοένα και περισσότερο εκλαμβάνονταν από αυτούς τους στρατιωτικούς ως φραγμός.

    Η εποχή των φίλο-δυτικών σχέσεων

    Αμφιλεγόμενα θέματα όπως ο φάκελος της Αγκυρας για τα ανθρώπινα δικαιώματα και η κατάσταση των Κούρδων, θέμα που είχε παραμεληθεί στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου λόγω της τεράστιας σημασίας που είχε η Τουρκία από γεωπολιτικής σκοπιάς, άρχισε να κυριαρχεί στις σχέσεις Τουρκίας-Δύσης, ιδιαίτερα στο πλαίσιο των τουρκικών επιδιώξεων να καταστεί υποψήφιο μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

    Υπήρχε σημαντικός αριθμός ανθρώπων στο στράτευμα και τη γραφειοκρατία που εκλάμβαναν την καθιέρωση πολυμερών σχέσεων με τη Δύση (ιδιαίτερα με το ΝΑΤΟ, την ΕΕ, τις ΗΠΑ και τη Γερμανία) ως κίνδυνο για την εδαφική ακεραιότητα του τουρκικού κράτους.

    Eιδικά με την κουρδική εξέγερση τη δεκαετία του ΄80, η ανάδυση του εκτός νόμου Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK) και η απαίτηση της ΕΕ για τα δημοκρατικά δικαιώματα των Κούρδων της Τουρκίας συνέβαλαν στη διαμόρφωση αρνητικής εικόνας σε μερίδα της τουρκικής κρατικής γραφειοκρατίας.

    Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας ήταν βασισμένη στην αντίληψη του πολιτικού ρεαλισμού, σύμφωνα με την οποία η στρατιωτική ισχύς έπαιζε τον κυρίαρχο ρόλο.

    Η Τουρκία δεν ήταν αρκετά ισχυρή για να προστατεύσει τον εαυτό της από τον «γίγαντα γείτονά της στα βόρεια», όπως αρκετοί τούρκοι διαμορφωτές πολιτικής αποκαλούσαν τη Σοβιετική Ενωση, και έπρεπε να ενσωματωθεί στο ΝΑΤΟ για να διασφαλίσει την ανεξαρτησία της και το πολιτειακό καθεστώς της. Μόνο υπό την ομπρέλα του ΝΑΤΟ μπορούσε η Τουρκία επιτυχώς να κρατήσει μακριά του Σοβιετικούς.

    Τα πάντα άλλαξαν μετά τον Ψυχρό Πόλεμο

    Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ωστόσο, τα πάντα άλλαξαν. Δεν υπήρχε πλέον ο σοβιετικός κίνδυνος και η μετά-σοβιετική γεωγραφία, ειδικά στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία ήταν γεμάτη από νέες ευκαιρίες για την Αγκυρα.

    Αζερμπαϊτζάν, Καζακστάν, Κιργιστάν, Ουζμπεκιστάν και Τουρκμενιστάν, συγκεκριμένα, άνοιγαν ένα νέο κόσμο με κοινά πολιτισμικά, γλωσσολογικά στοιχεία και κοινές θρησκευτικές ρίζες με την Τουρκία. Αυτές οι χώρες διέθεταν σημαντικό ορυκτό ενεργειακό πλούτο και μεγάλη αγορά.

    Επίσης, οι τουρκικές πολιτικές ελίτ έβλεπαν τα Βαλκάνια ως την επικράτεια της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συνεπώς, ως φυσική ζώνη επιρροής.

    Οι Τούρκοι σύντομα συνειδητοποίησαν ότι το να ξεφορτωθούν τη Δύση και να αυξήσουν την τουρκική ισχύ σε παγκόσμιο επίπεδο αποτελούσε ευχάριστο θέμα παραγωγικής συζήτησης. Δεν είχε, ωστόσο, βάση στην πραγματικότητα.

    Η Τουρκία χρειαζόταν τη συνεργασία με άλλες δυνάμεις για να αντισταθμίσει τη Δύση προκειμένου βαθμιαία να καταστεί ανεξάρτητη από αυτήν.

    Η στρατιωτική παρέμβαση του 1997

    Το στρατιωτικό μνημόνιο της 28ης Φεβρουαρίου του 1997, με το οποία τερματίστηκε η εξουσία της κυβέρνησης συνεργασίας του Ισλαμιστή Νετσμετίν Ερμπακάν, ερμηνεύτηκε κυρίως ως εσωτερική «διόρθωση πορείας» και «κοσμική φιλοδυτική» στρατιωτική εμπλοκή, αλλά, στην πραγματικότητα, δεν ήταν.

    Πραγματοποιήθηκε από αξιωματικούς που υπερασπίζονταν το κοσμικό κράτος, αλλά δεν ήταν φίλο-δυτική σε σχέση με την κατεύθυνση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

    Αυτοί διαφωνούσαν με τα κριτήρια της Κοπεγχάγης για την Ευρωπαϊκή Ενωση (δημοκρατικά πρότυπα για τα υποψήφια μέλη) και πίστευαν ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση υπονομεύει την ενιαία υπόσταση του τουρκικού κράτους, επιχειρώντας να ενισχύσει τις κουρδικές αυτονομιστικές τάσεις.

    Για παράδειγμα, ο επικεφαλής της Τουρκικής Ακαδημίας Πολέμου, μιας από τις πιο νευραλγικές θέσεις στη χάραξη εθνικής στρατηγικής, ξεκάθαρα είχε δηλώσει ότι η συμμετοχή στην ΕΕ θα αποσταθεροποιούσε την Τουρκία.

    Μετά το μνημόνιο του 1997, η αριστερή-εθνικιστική πτέρυγα του «σοσιαλδημοκρατικού» Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος(CHP) δυνάμωσε και βαθμιαία αντιτάχθηκε στις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις της Τουρκίας, τις οποίες εκλάμβανε ως υποταγή και παράδοση.

    Ο Ερντογάν στο προσκήνιο

    Παραδόξως, οι φίλο-ευρωπαϊκές και φίλο-δυτικές δυναμικές εκπορεύονταν από το ισλαμιστικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), το οποίο ισχυριζόταν ότι εκφράζει το δημοκρατικό κέντρο στον τουρκικό πολιτικό χάρτη.

    Από το μνημόνιο του 1997 μέχρι το 2005, το τουρκικό κράτος – πρώτα και κύρια η στρατιωτική και πολιτική γραφειοκρατία – σταδιακά αποδέχτηκε την ευρωπαϊκή κατεύθυνση και τη μεταρρυθμιστική διαδικασία εκδημοκρατισμού του κυβερνώντος κόμματος AKP.

    Επίσης, η μεγάλη πλειονότητα των τούρκων πολιτών, ιδιαίτερα οι Κούρδοι, οι Φιλελεύθεροι, οι δημοκράτες, άλλες μειονότητες, Γκιουλενιστές καθώς και άλλες ισλαμικές και ισλαμιστικές ομάδες, υποστήριξαν την ευρωπαϊκή στρατηγική της Τουρκίας καθώς πίστευαν ότι τελικώς θα την καθιστούσε μέλος της ΕΕ.

    Η νοοτροπία του «παιγνίου μηδενικού αθροίσματος» (zero-sum games) στην τουρκική εξωτερική πολιτική αντικαταστάθηκε με τη νέα περιφερειακή πολιτική του «μηδενικού προβλήματος» (zero problem), η οποία έδινε έμφαση στη συνεργασία με τις γειτονικές χώρες και τα άλλα περιφερειακή κράτη.

    Η αποδυνάμωση του στρατού

    Η Τουρκία αναδείχθηκε σε σημαντικό παράγοντα της ευρωπαϊκής πολιτικής καλής γειτονίας. Η τουρκική δημοκρατία βελτιώθηκε και η οικονομία άνθησε μέσω απίστευτου αριθμού διεθνών επενδύσεων.

    Ακολουθήθηκε εσωτερική και εξωτερική πολιτική διαδικασία αποσύνδεσης από ζητήματα ασφαλείας (de-securitization) κατά την οποία αποδυναμώθηκε ο ρόλος του στρατού στη λήψη αποφάσεων. Αυτή η διαδικασία ομαλοποίησης άνοιξε τις πόρτες της ευρωπαϊκής προσχώρησης.

    Επιπλέον, οι στρατιωτικές κλίκες και οι πολιτικοί συνεργοί τους στη γραφειοκρατία έχασαν σε σημαντικό βαθμό την επιρροή τους. Μερικές από τις στρατιωτικές φράξιες που διέπραξαν παράνομες δραστηριότητες, όπως τον σχεδιασμό «πολεμικού σεναρίου» που θα μπορούσε να οδηγήσει δυνητικά σε στρατιωτικό πραξικόπημα, παραπέμφθηκαν στη δικαιοσύνη και φυλακίστηκαν.

    Η πολιτική διαδικασία αποσύνδεσης από ζητήματα ασφαλείας έφερε διαφάνεια και λογοδοσία στην εσωτερική πολιτική ζωή. Αύξησε τις βασικές ελευθερίες και το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν.

    Αποκατέστησε τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα και παρείχε τη δυνατότητα εποικοδομητικών διαπραγματεύσεων για την επανένωση της Κύπρου.

    Ξεκίνησε τη διαδικασία εποικοδομητικής ομαλοποίησης με την Αρμενία, η οποία έχει κοινά σύνορα με την Τουρκία που είχαν κλείσει από το 1991 εξαιτίας της διένεξής της με το Αζερμπαϊτζάν.

    Η Τουρκία αύξησε τις διμερείς εμπορικές σχέσεις με σχεδόν όλες τις περιφερειακές χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Συρίας, του Ιράκ, της Βουλγαρίας, της Γεωργίας, της Ρωσίας και της Ουκρανίας.

    Τρία καθοριστικά γεγονότα

    Συνέβησαν τρία μεγάλα διασυνδεδεμένα μεταξύ τους γεγονότα που άλλαξαν τους κανόνες του παιχνιδιού σε αυτή τη θετική προοπτική: το μεγάλης κλίμακας σκάνδαλο διαφθοράς το 2013, η απελευθέρωση και επανενεργοποίηση του φυλακισμένου στρατιωτικού προσωπικού που ανήκε στο ευρασιατικό βαθύ κράτος και η απόπειρα πραξικοπήματος το 2016.

    Η κατάσταση της ισχύος στον τουρκικό στρατό άλλαξε αρκετά μετά τα τρία αυτά γεγονότα, και στη συνέχεια ο Ερντογάν και ο στενός κύκλος του έπρεπε να εγκαταλείψουν την επιτυχημένη διαπραγματευτική διαδικασία με τους κούρδους αυτονομιστές για πολιτική λύση στο πρόβλημα και τη φίλο-δυτική πολιτική τους κατεύθυνση, συμπεριλαμβανομένης της παράπλευρης απώλειας του εκδημοκρατισμού.

    Αυτή η νέα κατάσταση ισχύος τελικά οδήγησε στην ποινικοποίηση όλων των προηγούμενων συμμάχων του Ερντογάν: των Φιλελεύθερων, των Κούρδων και των Γκιουλενιστών.

    Η αντί-δυτική φράξια στον τουρκικό στρατό μεγιστοποίησε τη δύναμή της ενώ απολύθηκε μεγάλος αριθμό στρατιωτικού προσωπικού όλων των βαθμίδων – σχεδόν το 50% των στρατηγών και των ναυάρχων στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και περίπου 18.000 υψηλά, μεσαία και χαμηλόβαθμα στελέχη – μετά την απόπειρα του στρατιωτικού πραξικοπήματος το 2016.

    Το βαθύ κράτος και πάλι σε θέσεις κλειδιά

    Επί του παρόντος, το προσωπικό του βαθιού κράτους που επαναδραστηριοποιήθηκε κατέχει θέσεις-κλειδιά στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις.

    Οι αναλυτές των δυτικών μέσων ενημέρωσης δυσκολεύονται να εξηγήσουν γιατί ο Ερντογάν γύρισε την πλάτη στους δυτικούς συμμάχους του, τερμάτισε την πολιτική διαδικασία επίλυσης των προβλημάτων με τους κούρδους αυτονομιστές, ανέστειλε το σύνταγμα και άλλαξε την αρχιτεκτονική του κράτους.

    Δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί συνέλαβε ή έθεσε υπό κράτηση περίπου 500.000 ανθρώπους στην Τουρκία, φυλάκισε 11 δημοκρατικά εκλεγμένους κούρδους βουλευτές καθώς επίσης και περισσότερους από 100 κούρδους δημάρχους του φιλοκουρδικού Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος (HDP) και πάνω από 160 δημοσιογράφους και απέλυσε 170.000 δημοσίους υπαλλήλους και 8.000 ακαδημαϊκούς.

    Αυτά τα νούμερα καταδεικνύουν την εντυπωσιακή έκταση αυτών των εκκαθαρίσεων. Ακόμα και η στρατιωτική παρέμβαση του 1980, η οποία ήταν ολοκληρωμένης κλίμακας πραξικόπημα που κατέλυσε το σύνταγμα, οδήγησε στην έξοδο μόνο 4.891 δημόσιους υπάλληλους, 148 ακαδημαϊκούς και 576 στρατιωτικά στελέχη.

    Στην παρούσα κατάσταση, ο αριθμός των απολυμένων δημοσίων υπαλλήλων είναι 35 φορές υψηλότερος, ο αριθμός των εκδιωχθέντων ακαδημαϊκών 54 φορές υψηλότερος και ο αριθμός του εκδιωχθέντος ή φυλακισθέντος στρατιωτικού προσωπικού είναι 31 φορές υψηλότερος από εκείνον μετά το ολοκληρωμένο στρατιωτικό πραξικόπημα.

    Τα κρίσιμα ερωτήματα

    Ο αριθμός των απολυμένων δημοσίων υπαλλήλων και άλλων εκδιωχθέντων ανθρώπων είναι στοιχείο που καταδεικνύει ότι η Τουρκική Δημοκρατία έχει αντικατασταθεί από άλλο κράτος. Ο Ερντογάν και ο στενός κύκλος του δεν αντανακλούν τον πραγματικό αστερισμό ισχύος στην Τουρκία.

    Πέρα από την περίοδο κατά την οποία η Αγκυρα φλέρταρε με τις δημοκρατικές αξίες της ΕΕ, ο τουρκικός στρατός έπαιζε πάντοτε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της Τουρκίας.

    Η ύπαρξη διάφορων ομάδων ή κλικών στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είναι επίσης πασίγνωστο γεγονός. Ο ασυνήθιστα υψηλός αριθμός εκδιωχθέντων αξιωματικών και πολιτικών υπαλλήλων μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016 καταδεικνύει προφανή ανωμαλία.

    Στο υπάρχον καθεστώς, ο Ερντογάν και ο στενός κύκλος του δεν είναι βεβαίως καθόλου υποεκτιμημένοι. Μπορεί ωστόσο ο Ερντογάν μόνος του να ελέγξει τον πανίσχυρο τουρκικό στρατό;

    Γιατί ο Ερντογάν τερμάτισε τη «διαδικασία επίλυσης» με τους Κούρδους; Αυτή ήταν το μεγαλεπήβολο σχέδιο και το μεγαλύτερο ρίσκο συνολικά στην πολιτική καριέρα του.

    Γιατί άλλαξε πορεία στη Συρία και στην κατεύθυνση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής; Γιατί αποφάσισε να αναπτύξει στρατηγική σχέση με τη Ρωσία; Γιατί εξεδίωξε τόσους πολλούς στρατιωτικούς από τον τουρκικό στρατό και τη γραφειοκρατία;

    Είχε πράγματι ανάγκη εκκαθαρίσεων σε τόσο αχανή έκταση; Η κατανόηση του τουρκικού εκτροχιασμού αποκτά μόνο ακαδημαϊκό ενδιαφέρον αλλά σχετίζεται σε εξαιρετικά υψηλό βαθμό με το ΝΑΤΟ και το μέλλον της ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και της Ευρώπης.

    Οι νέοι εταίροι του Ερντογάν

    Αυτή η συνολική μετατόπιση συνέβη εξαιτίας των νέων εταίρων του Ερντογάν στο βαθύ τουρκικό κράτος.

    Η τρέχουσα τουρκική πολιτική ξεκάθαρα καταδεικνύει την τεράστια επίδραση των παραγόντων του ευρασιατικού βαθιού κράτους, το οποίο ελέγχει τον τουρκικό στρατό και – προσωρινά – ανέχεται/στηρίζει τον Ερντογάν, καθώς χρησιμοποιούν τη δύναμή του για να πειστούν οι ισλαμιστικές-συντηρητικές ομάδες πολιτών για την αναγκαιότητα της ακολουθούμενης τουρκικής πολιτικής.

    Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι η αντιπολίτευση (εκτός, βεβαίως, των Κούρδων), όπως η αριστερή-εθνικιστική πτέρυγα του CHP, η οποία την παρούσα στιγμή ελέγχει το κόμμα, και η ακροδεξιά πτέρυγα του Εθνικιστικού Κινήματος (Γκρίζοι Λύκοι, MHP) συμφωνεί, ιδιαίτερα με την επιθετική στρατιωτική στρατηγική στο Κουρδικό (μαζί στην Τουρκία και τη Συρία) και την αντι-δυτική εξωτερική πολιτική κατεύθυνση.

    Για την κατανόηση της παρούσας κατάστασης

    Είναι δύσκολο να πει κανείς εάν η σύμπραξη της αντιπολίτευσης με τις βασικότερες ακολουθούμενες πολιτικές οφείλεται σε εθελοντική συνεργασία ή ξεκάθαρη στρατηγική συμφωνία με το βαθύ κράτος.

    Αυτή η συμμαχία, ισχυρή αλλά εύθραυστη, θα παραμείνει μέχρι ο Ερντογάν να χάσει την αξιοπιστία του και τη χαρισματική επιρροή του στις μάζες.

    Στην Τουρκία, δεν υφίσταται το μονολιθικό καθεστώς αυστηρής πειθαρχίας του Ερντογάν, αλλά μάλλον μία ισορροπία ισχύος. Μόλις αποδεχτούμε αυτήν την πραγματικότητα, θα αρχίσουμε αληθινά να κατανοούμε την παρούσα κατάσταση στην Τουρκία.

    Πηγή: turkishminute.com

    ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: