Ένας μήνα και κάτι μετά τη φονική πυρκαγιά στην Ανατολική Αττική, που προκάλεσε την ανείπωτη τραγωδία με τους 96 νεκρούς στο Μάτι, ένας παλιός κάτοικος, από το 1960 στην περιοχή, ο Φώτης Μαρτίνος, μηχανολόγος- ηλεκτρολόγος μηχανικός στο επάγγελμα έκανε μια συγκλονιστική περιγραφή για την αποφράδα ημέρα της 23ης Ιουλίου και ψέγει με σφοδρότητα τις Αρχές.
Γνωρίζοντας καλά την περιοχή αλλά και εμπλεκόμενος και ο ίδιος προσωπικά στα όσα τραγικά συνέβησαν την 23η Ιουλίου, καθώς στο Μάτι βρίσκονταν η γυναίκα, ο γιος και η πεθερά του, ο κ. Μαρτίνος περιγράφει με κείμενό του την «κούρσα» του από το Χαλάνδρι στο Μάτι, τις αγωνιώδεις προσπάθειές του να βρει τους δικούς του αλλά και όλα τα ζοφερά που αντίκρισε και αντιμετώπισε ενώ η φωτιά περνούσε ισοπεδώνοντας τα πάντα και κόβοντας το νήμα τόσων ανθρώπινων ζωών.
Αναλυτικά το κείμενό του και η συγκλονιστική περιγραφή όσων έζησε:
«Δεν ήθελα να γράψω τίποτα, επειδή αυτό που έχει σημασία δεν είναι η προσωπική ιστορία του καθενός αλλά οι άνθρωποι που αφέθηκαν στην τύχη τους και κάηκαν.
Όταν είδα κι άκουσα όμως τη συνέντευξη τύπου αυτών των ελεεινών, που μας έχουν για ζώα – και ζητώ συγνώμη από τα ζώα – και μας φέρονται σαν να είμαστε ηλίθιοι και κρετίνοι, που η μόνη τους υποχρέωση απέναντί μας είναι είτε να μας διαβάζουν σαν τα ζόμπι το ημερολόγιο συμβάντων της υπηρεσίας τους λες κι είναι το Ευαγγέλιο, είτε να μας κοροϊδεύουν κατάμουτρα με ασύστολα ψέματα, με τις κλιματικές αλλαγές και τα 11 μποφόρ, δεν άντεξα. Λοιπόν, πρώτα η εμπειρία …
Στις 23 Ιουλίου 2018 γύρω στις πέντε και τέταρτο το απόγευμα έβλεπα στην τηλεόραση τη φωτιά στην Κινέτα, όπου ξαφνικά από κάτω εμφανίστηκε ένα «Φωτιά στην Πεντέλη». Ένα τέταρτο αργότερα ο παρουσιαστής το επιβεβαίωσε λέγοντας ότι η φωτιά εκδηλώθηκε στην Καλλιτεχνούπολη και ότι πάει προς το Διόνυσο (;;;).
Επειδή τυχαίνει να ξέρω από καιρούς κι ανέμους με έλουσε κρύος ιδρώτας. Φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη με δυτικό και νοτιοδυτικό άνεμο, αν δε σβηστεί αμέσως, στο ξεκίνημα, θα σβήσει μετά στη θάλασσα. Και στο Μάτι, στην Ποσειδώνος 95, δίπλα στην Αργυρά Ακτή, ήταν η γυναίκα μου η Λίλα, ο μεσαίος γιος μου ο Νίκος και η πεθερά μου η Μαίρη.
Βέβαια αυτό το «κατευθύνεται προς το Διόνυσο» με μπέρδεψε, όπως πιθανώς και πολλούς άλλους, επειδή η φωτιά δε συνηθίζει να πηγαίνει ενάντια στον άνεμο κι έτσι υπέθεσα η ότι έχει μπει κάπου αλλού κι όχι στην Καλλιτεχνούπολη ή ότι είναι Ράδιο Αρβύλα. Όταν όμως κατά τις έξι ανέβηκα στην ταράτσα – ήμουνα στο σπίτι μας, στο Πολύδροσο Χαλανδρίου – κι είδα τον καπνό κατάλαβα την πραγματικότητα κι ότι τα περί Διονύσου ήταν για μια ακόμη φορά λόγια ασχέτων.
Πήρα τηλέφωνο τη Λίλα και της είπα να φύγουν από το Μάτι αμέσως. Δεν την άκουσα και πολύ ανήσυχη, μου είπε «καλά αν κατέβει προς τα εδώ θα φύγουμε».
Πέντε λεπτά αργότερα δεν ήταν πια τόσο ήρεμη … «Ο καπνός έχει κοκκινίσει, πάω να πάρω τη μάνα μου και να φύγουμε». Μετά το σήμα χάθηκε. Στις εφτά παρά χτύπησε το κινητό μου. Ήταν ο Νίκος, η φωνή του μόλις και ακουγότανε μέσα σε ένα φοβερό βουητό, αν και φώναζε…
«Καιγόμαστε, πέφτω στη θάλασσα για να σωθώ. Δεν ξέρω πού είναι η μάνα και η γιαγιά»
Ούτε που θυμάμαι πως έφυγα από το σπίτι με τη μηχανή μου, μια YAMAHA 250 του 1984. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι δεν μπορούσα να βάλω το κράνος και του έδωσα μια κλωτσιά – ούτε και ξέρω πού πήγε. Κατεβαίνοντας με χίλια την Αττική Οδό προσπαθούσα να πάρω τα μάτια μου από τα σύννεφα του καπνού που σκέπαζαν όλο τον ορίζοντα μπροστά μου για να μη σκέφτομαι το τι θα γινόταν την ίδια ώρα στο Μάτι και στο Κόκκινο Λιμανάκι όπου ήταν το σπίτι του αδελφού μου. Δεν ήταν εύκολο.
Η Μαραθώνος από τη διασταύρωση της Αττικής Οδού και κάτω ήταν μποτιλιαρισμένη. Έφτασα με τη μηχανή στο Πικέρμι κι εκεί η Αστυνομία δεν μας άφηνε να περάσουμε. Πήγα λοιπόν από μέσα, βγήκα στο βενζινάδικο της Νέας Ζωής κι έφτασα στο επόμενο μποτιλιάρισμα, στη Διασταύρωση της Ραφήνας.
Ήταν γύρω στις εφτά και μισή, οχτώ παρά. Εκεί δεν άφηναν να πας ούτε προς Μάκρη, ούτε προς Ραφήνα ούτε προς Καλλιτεχνούπολη. Έτσι κι αλλιώς με αυτοκίνητο δε μπορούσες να πας πουθενά επειδή η Διασταύρωση είχε γίνει κόμπος, ούτε Πυροσβεστικό περνούσε, ούτε ασθενοφόρο, ούτε τίποτα. Στα πεντακόσια μέτρα πιο πάνω, στη Μαραθώνος, λίγο μετά την εκκλησία και το γήπεδο στα δεξιά, ήταν η φωτιά.
Ένα αδιαπέραστο τείχος από φλόγες και μαύρο καπνό που εκείνη την ώρα περνούσε τη λεωφόρο κι έφευγε για τη Ραφήνα. Έφυγα κι εγώ προς Ραφήνα για να προσπαθήσω να περάσω από την παραλιακή.
Λίγο μετά την πλατεία που είναι Δημοκρατίας και Εθνικής Αντιστάσεως με πρόλαβε η φωτιά που ερχότανε από αριστερά. Ο τόπος σκοτείνιασε, ένας φοβερός αέρας σαν κυκλώνας σήκωνε στον αέρα ακόμη και τις πέτρες, η κάψα αφόρητη.
Μπόρεσα και γύρισα πίσω, ξανά στη Διασταύρωση και από εκεί Καλλιτεχνούπολη και Νταού μήπως μπορέσω και περάσω από πίσω, από τους χωματόδρομους που βγάζουν στο Βουτζά. Αδύνατο. Είχε κι εκεί φωτιά κι επιπλέον ρίχνανε και νερό τα αεροπλάνα, που αν σε πετύχει σε σκοτώνει. Άρχισε να ψιχαλίζει.
Στην Καλλιτεχνούπολη εκεί που είναι η καφετέρια είχε μαζευτεί κόσμος που κοίταζε κάτω τη φωτιά.
Ξανά στη Διασταύρωση, στη Μαραθώνος, στην εκκλησία και το γήπεδο στα δεξιά.
Έπιασα κάποιο βαθμοφόρο, νομίζω της Αστυνομίας, που ήταν εκεί, και του είπα ότι στις παραλίες έχουν εγκλωβιστεί άνθρωποι. Μου είπε ότι δεν έχει ιδέα. Τον παρακάλεσα να πάρει το Λιμεναρχείο για να στείλει πλωτά, βάρκες, φουσκωτά, ό,τι υπήρχε, να τους πάρουνε.
Η απάντηση στυγνή … «Ρε φίλε εδώ καιγόμαστε, γίνεται ο χαμός. Πάρε το Λιμεναρχείο εσύ». Στα εκατό μέτρα πιο πάνω τα Πυροσβεστικά – όσα είχαν καταφέρει να περάσουν – άρχισαν να ρίχνουν.
Στην αρχή δε γινόταν τίποτα, αλλά λίγο λίγο ο καπνός πήρε να ασπρίζει και έτσι γύρω στις οκτώμισι, εννιά παρά, όρμησα στα τυφλά, χωρίς να ξέρω τι θα βρω από πίσω. Νομίζω πως ήμουνα ο πρώτος.
Μόλις μπήκα στον καπνό σκοτείνιασε τελείως, έβλεπα ως τα τρία μέτρα μπροστά από τη μηχανή. Δεξιά και αριστερά διάσπαρτες εστίες φωτιάς. Το εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας μου φάνηκε ότι είχε σωθεί, μια αποθήκη ειδών υγιεινής όμως που είναι λίγο παραπάνω στα δεξιά καιγόταν σαν λαμπάδα. Στα φανάρια, στην είσοδο του Βουτζά, στο βενζινάδικο ήταν τρία Πυροσβεστικά. Από εκεί και κάτω τίποτα. Κανείς.
Έστριψα δεξιά στην Αγίου Ιωάννου. Δεν υπήρχε ψυχή. Μπροστά μου σκοτάδι πίσσα, επειδή ο καπνός ήταν τόσο πολύς, που ακόμη κι οι φωτιές, δεξιά κι αριστερά, δεν μπορούσαν να τον διαπεράσουν. Στη ανηφορούλα βγήκε μέσα από τον καπνό σαν φάντασμα, στο φως του φαναριού της μηχανής, ένας άνθρωπος. Με ρώτησε…
«Μήπως έχεις έναν πυροσβεστήρα για να σβήσω το σπίτι μου»; Κοίταξα αριστερά. Ποιο σπίτι του; Καίγονταν ακόμη και οι τοίχοι. Μπαίνοντας στην Περικλέους, στο σπίτι δεξιά μετά τις τυρόπιτες έσκασαν φαίνεται φιάλες ή κάποια δεξαμενή κι η έκρηξη μου έφερε κάψα και αποκαΐδια, αλλά ευτυχώς η φλόγα δε με έφτασε.
Στα διακόσια μέτρα από την Ποσειδώνος είδα μέσα στον καπνό έναν ακαθόριστο όγκο που έφραζε το δρόμο. Στα πέντε μέτρα το φανάρι μου φώτισε έναν αδιαπέραστο σωρό από καμένα αυτοκίνητα. Το ένα πάνω στο άλλο. Άλλα με τις πόρτες ανοιχτές, άλλα με κλειστές. Υπήρχαν άνθρωποι μέσα; Ήταν αδύνατο να δεις. Αλλά μου φάνηκε ότι υπήρχαν κι ότι δεν μπορούσε πια να τους βοηθήσει κανείς.
Γύρισα πίσω και πήρα τον παράλληλο δρόμο την Τρίτωνος για να βγω στην Ποσειδώνος. Είχε καμένα μόνο δεξιά και αριστερά, τα παρκαρισμένα, που σημαίνει ότι όλοι είτε πήγαν να φύγουν από την Περικλέους που βγάζει στη Μαραθώνος, είτε κατέβαιναν από τη Μαραθώνος για να βγουν στη θάλασσα και μπλοκαρίστηκαν.
Μπροστά στο σπίτι μας, Ποσειδώνος 95, ξανάπεσα σε φράγμα καμένων αυτοκινήτων. Το ένα πάνω στο άλλο. Άφησα τη μηχανή και μπήκα στο διαδρομάκι που βγάζει στη θάλασσα. Ψηλά στις πολυκατοικίες διαμερίσματα καίγονταν.
Σκόνταψα κάπου. Ένας νεκρός. Μου φάνηκε σαν μικροκαμωμένη γυναίκα. Όπως έμαθα δυο μέρες μετά ήταν η κυρία Ζώζα, γειτόνισσα και φίλη της πεθεράς μου.
Πέθανε από εισπνοή καυτού αέρα που της έκαψε τα σωθικά.
Τα αρμυρίκια έκαιγαν ακόμη. Η αναπνοή δύσκολη, τα μάτια έτσουζαν. Κάτω στην παραλία και στα βραχάκια του «Μπονάνου» πολλοί άνθρωποι. Ανάμεσά τους γέροι και παιδιά. Άλλοι χτυπημένοι, άλλοι καμένοι. Αλαλιασμένοι από αυτό που είχαν ζήσει και από τη συμφορά, μέσα στο σκοτάδι, χωρίς σταγόνα νερό, με τη φωτιά από πάνω τους να καίει ακόμη.
Βρήκα τους δικούς μου. Η Λίλα και ο Νίκος στα πόδια τους, καλά, η Μαίρη ξαπλωμένη στα βράχια, μισολιπόθυμη. Καμένη στα χέρια, στη ράχη και στα πόδια. Αφυδατωμένη. Από την ένταση και την αγωνία ούτε χαρά, ούτε αγκαλιάσματα, ούτε δάκρυα, ούτε τίποτα. Μια σκέψη μονάχα… Πώς να τους βγάλω από εδώ μέσα με μια μηχανή;
Πήρα πρώτα το Νίκο για να τον πάω στη Διασταύρωση και να ζητήσω κάποια βοήθεια, ίσως κάποιο ασθενοφόρο ή άλλο αυτοκίνητο για να έρθει να πάρει τη Μαίρη. Δε βρήκα στη Διασταύρωση τίποτα, ήταν χάος, δε σε άκουγε κανείς, είτε τους μιλούσες είτε όχι ήταν το ίδιο πράγμα – απλά δε καταλάβαιναν τι τους έλεγες.
Έτσι γύρισα πίσω στο Μάτι. Στη γωνία Τρίτωνος και Ποσειδώνος ένα ασθενοφόρο. Η πρώτη και τελευταία παρουσία των Αρχών που είδα από την Μαραθώνος και κάτω προς τη θάλασσα. Τους ζήτησα να πάμε να πάρουμε τη Μαίρη, τους είπα ότι έχει εγκαύματα και ότι πρέπει να πάει στο νοσοκομείο. Μου είπαν ότι είχαν έρθει για κάποιον άλλον.
Τους ζήτησα να ειδοποιήσουν το Κέντρο για να στείλει ασθενοφόρα, να πάρουν τους καμένους που ζούσαν πριν καταλήξουν όπως η γυναίκα που είχα δει στο διαδρομάκι. Δεν ήξεραν τίποτα για νεκρούς, για τους σωρούς των καμένων αυτοκινήτων εκατό μέτρα πιο κάτω. Το μόνο που ήξεραν ήταν ότι δεν μπορούσαν – άγνωστο γιατί – να ειδοποιήσουν εκείνοι το ΕΚΑΒ γι’ αυτό μου είπαν κι αυτοί να τηλεφωνήσω εγώ. Η κλήση από το κινητό μου έγινε στις 21:50. Με έβαλαν στην αναμονή με απαλή μουσική.
Σηκώσαμε με όση προσοχή μπορούσαμε τη Μαίρη. Ούτε και ξέρω από πού βρήκε αυτή η γυναίκα τη δύναμη και περπάτησε ακουμπώντας επάνω μας ως τη μηχανή. Την ανεβάσαμε επάνω και τη σφηνώσαμε ανάμεσά μας, σ’ εμένα που οδηγούσα και στη Λίλα, που κάθισε πίσω στη σέλα, για να μην πέσει, επειδή δεν μπορούσε να κρατηθεί.
Πήρα σιγά την Ποσειδώνος προς το Μάτι – το ασθενοφόρο είχε φύγει, άλλο όχημα κρατικό δεν υπήρχε και τα μη κρατικά ήταν όλα καμένα. Κυανής Ακτής, Μαραθώνος ξανά, με την ψυχή στα δόντια αν η Μαίρη θα αντέξει, τα πυροσβεστικά στο βενζινάδικο στη είσοδο του Βουτζά η πρώτη ανθρώπινη παρουσία, η αποθήκη με τα πλαστικά που καιγόταν, επιτέλους η Διασταύρωση.
Άρχισα να φωνάζω «Νικόλας». Αντί για αυτόν είδα ξαφνικά μπροστά μου τον άλλο μου γιο, το Βαγγέλη. Είχαν δουλέψει τα κινητά κι είχε κατέβει με τους φίλους του, τον Περίανδρο και το Γιώργο – ας είναι καλά τα παιδιά – με τα αυτοκίνητά τους ως τη Διασταύρωση.
Με αυτά μετέφεραν τη Μαίρη, το Νίκο και τη Λίλα στο Ερρίκος Ντυνάν. Εγώ πήγα με τη μηχανή. Πρέπει να ήταν η πρώτη καμένη από εκείνους που είχαν αποκλειστεί στις παραλίες που πήγε σε νοσοκομείο. Ο επόμενος πρέπει να πήγε κάποιες ώρες μετά.
Έξι το πρωί, κάθομαι και γράφω. Η Μαίρη έχει εγκαύματα 2ου βαθμού στο 25% του σώματός της. Νοσηλεύεται ακόμη στο Ντυνάν – σε κατάσταση σοβαρή, αλλά ευτυχώς όχι κρίσιμη. Ο Θεός τη βοήθησε. Άλλοι που βγήκαν καμένοι- ζωντανοί από την Κόλαση δεν άντεξαν.
Πριν από λίγο κατέληξε ακόμα ένα θύμα της φωτιάς. Μακάρι να βγω ψεύτης αλλά φοβάμαι ότι δε θα είναι το τελευταίο…».