Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι: Τι κρύβεται πίσω από την ελληνορωσική κρίση
Η συγκυρία στην οποία έγινε γνωστή η απέλαση από την Ελλάδα δύο Ρώσων διπλωματών (και η απαγόρευση εισόδου άλλων δύο), λόγω «πληροφοριακών δραστηριοτήτων” αλλά και προσπαθειών ανάμειξης στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα της χώρας, δεν είναι διόλου αθώα.
Και αυτό διότι δραστηριότητες τέτοιου είδους, κάθε άλλο παρά ασυνήθεις για τους επιτετραμμένους των περισσότερων χωρών, εκτυλίσσονται σε βάθος χρόνου, συνήθως με τη γνώση και τη σιωπηρή ανοχή του φιλοξενούντος κράτους. Η επιλογή του χρόνου και του είδους της αντίδρασης της θιγόμενης πλευράς, καθώς και του τρόπου δημοσιοποίησής της, είναι μια πολιτική επιλογή που υπαγορεύεται από πολλούς ταυτόχρονους υπολογισμούς.
Λόγου χάρη, σε ό,τι αφορά τις ελληνορωσικές σχέσεις, πρόσφατο είναι το παράδειγμα όσων δημοσιοποιήθηκαν στις αρχές του 2017 και αφορούσαν την άρνηση της Ελλάδας να δώσει την τελική της έγκριση στον διορισμό γνωστής προσωπικότητας των μυστικών υπηρεσιών της Ρωσίας σε πόστο της πρεσβείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας στην Αθήνα. Η εν λόγω οιονεί απέλαση είχε πραγματοποιηθεί αθόρυβα λίγους μήνες νωρίτερα και απαντήθηκε με ανάλογη απομάκρυνση του στελέχους της ελληνικής πρεσβείας που επρόκειτο να αναλάβει το Γραφείο Τύπου της. Η καθυστερημένη δημοσιοποίηση αποτύπωνε τότε τη διάθεση των δύο πλευρών να μην δοθεί συνέχεια τέτοια που να θίγει τις διμερείς σχέσεις.
Στην τωρινή περίπτωση, η απέλαση Ρώσων διπλωματών (και η ανεπίσημη γνωστοποίησή της, μέσω διαρροής στην εφημερίδα «Καθημερινή”) αποτελεί ένα μήνυμα που η Αθήνα επιθυμεί να στείλει στη Μόσχα, μετά από μακρά περίοδο συσσώρευσης δυσαρέσκειας για την πολυπραγμοσύνη ημικρατικών ρωσικών μορφωμάτων, όπως το «Ίδρυμα Ανδρέου του Πρωτοκλήτου και η Αυτοκρατορική Εταιρεία Παλαιστίνης, που, υπό την σκέπη εκδηλώσεων πολιτιστικού, θρησκευτικού ή τουριστικού χαρακτήρα, οικοδομούσαν επιρροή μεταξύ κρατικών αξιωματούχων, δημάρχων, μητροπολιτών κτλ., πάντοτε ερήμην των ελληνικών διπλωματικών αρχών. Σύμφωνα με ασφαλείς πηγές, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η καταγγελλόμενη προσπάθεια χρηματισμού στρατιωτικών.
Ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο ότι το εν λόγω διπλωματικό επεισόδιο ξεσπά την ημέρα ακριβώς κατά την οποία συνέρχεται η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ, η οποία και θα δρομολογήσει, σε συνέπεια της συνυπογραφής της Συμφωνίας των Πρεσπών, την πρόκληση της πΓΔΜ στην Ατλαντική Συμμαχία – προς μεγάλη ενόχληση της Μόσχας.
Συμπίπτει επίσης το διπλωματικό επεισόδιο με την πρόσφατη προβολή από την πλευρά της κυβέρνησης σεναρίων «πολιτικής αποσταθεροποίησης” και «νέας αποστασίας” με την εμπλοκή και επιχειρηματικών συμφερόντων με ισχύ στη Βόρεια Ελλάδα και ισχυρές διασυνδέσεις.
Σε αυτό το φόντο, οι καταγγελίες ότι στελέχη της ρωσικής πρεσβείας επιδόθηκαν, κατά τη δημοσίευμα της «Καθημερινής”, σε «συστηματική προσπάθεια παραβίασης της κυριαρχίας της χώρας” και «παρέμβασης σε ιδιαίτερα ευαίσθητα εθνικά ζητήματα, όπως το θέμα της ονοματολογικής διαφοράς με την πΓΔΜ δίνουν περαιτέρω τροφή στους κυβερνητικούς ισχυρισμούς, καλλιεργώντας ιδίως την υποψία της έξωθεν υποκίνησης των αντιδράσεων που συναντά τη Συμφωνία των Πρεσπών. Γνωστή είναι άλλωστε και η επίσης πρόσφατη φιλολογία περί σχεδιαζόμενης από διάφορα εγχώρια και ξένα συμφέροντα «Λέγκας του Βορρά”.
Η ελληνική πλευρά επιχειρεί μέσω «διπλωματικών κύκλων” να οριοθετήσει το συμβάν, επικαλούμενη, ως τεκμήριο καλής θέλησης, το γεγονός ότι η Αθήνα δεν ακολούθησε τις άλλες δυτικές πρωτεύουσες στην απέλαση Ρώσων διπλωματών για την υπόθεση Σκριπάλ και επισημαίνοντας ότι το είδος της ρωσικής απάντησης (που όμως, όπως μπορούσε να προβλεφθεί, επιβεβαιώνεται ήδη ότι θα δοθεί «με το ίδιο νόμισμα”) θα κρίνει και την συνολική επίπτωση που θα έχει το συγκεκριμένο επεισόδιο στις διμερείς σχέσεις. Άλλωστε, προστίθεται, δεν είναι οι Έλληνες επιτετραμμένοι που κατηγορούνται (ή θα μπορούσαν ποτέ να κατηγορηθούν) για «πληροφοριακές δραστηριότητες”.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, τα ανωτέρω δεν αποτελούν παρά προκαταβολικό blame game για μια κρίση των ελληνορωσικών σχέσεων η οποία προκύπτει ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Άλλωστε, οι σχέσεις αυτές διακρίνονται τα τελευταία χρόνια από μία συνολική αποδυνάμωση, η οποία πάει πέρα και από τους περιορισμούς που θέτει η συμμετοχή της Ελλάδας στο δυτικό πλαίσιο ασφαλείας, Ελλείψει αξιοσημείωτων κοινών πρότζεκτς, η χώρα μας δεν αποτελεί πλέον για το Κρεμλίνο παρά προορισμό τουριστών και αντικείμενο στερεότυπων αναφορών περί Ορθοδοξίας. Τα πράγματα μοιάζει να εξαντλούνται στο Άγιον Όρος ως «σκηνικό” της επίσκεψης του «προστάτη των Χριστιανών της Μέσης Ανατολής” Βλαντίμιρ Πούτιν.
Από αυτή την άποψη, κεντρική θέση στο τωρινό διπλωματικό επεισόδιο φαίνεται πως κατέχουν τα θέματα εκκλησιαστικής διπλωματίας. Οι έντονες διεκκλησιαστικές και πολιτικές ζυμώσεις γύρω από την τεράστια σύγκρουση που απειλείται λόγω των σχεδίων του Οικουμενικού Πατριάρχη για απόδοση αυτοκεφαλίας στην αποσχισθείσα Εκκλησία των Ουκρανών εθνικιστών δίνουν ένα ερμηνευτικό κλειδί. Η πρόσφατη επίσκεψη του πρεσβευτή των ΗΠΑ Τζέφρι Πάιατ στο Βατοπέδι του Αγίου Όρους δίνει ένα άλλο.
Την εικόνα συμπληρώνει η επανεμφάνιση των φωνών που ζητούν την αυτοκεφαλία της Ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αμερικής και αναστατώνουν το Φανάρι, καθώς και η τεταμένη κατάσταση στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, όπου το παλαιστινιακό ποίμνιο μαίνεται εναντίον της ολιγάριθμης ελληνικής ιεραρχίας, κυρίως για τις πωλήσεις εκκλησιαστικών ακινήτων σε ισραηλινά συμφέροντα.
Η εμφάνιση προ μηνών στο έγκυρο Pew Institute των ΗΠΑ μιας (μεθολογικά προβληματικής) έρευνας σχετικά με τις πεποιθήσεις των Ορθόδοξων κατοίκων της Ευρώπης, με κεντρικό το ερώτημα αν αναγνωρίζουν ως ανώτατη εκκλησιαστική τους αρχή τον Κωνσταντινουπόλεως, τον Μόσχας ή κάποιον τρίτο, αποτυπώνει χαρακτηριστικά την ανησυχία που προκαλούν στη Ουάσιγκτον, μεσούντος του «νέου Ψυχρού Πολέμου”, οι πνευματικοί δεσμοί της Ρωσίας με πληθυσμούς χωρών της Ε.Ε και του ΝΑΤΟ.
Θα αποτελεί βέβαια ειρωνεία της ιστορίας αν αυτός ο «νέος Ψυχρός Πόλεμος” ενδεχομένως εκτονωθεί (πρβ. την επικείμενη συνάντηση Πούτιν-Τραμπ), αλλά οι ελληνορωσικές σχέσεις και η ενότητα των Ορθόδοξων Εκκλησιών έχουν εν τω μεταξύ τραυματισθεί, λόγω του υπερβάλλοντος ζήλου εκπροσώπων της παλαιότερης σχολής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
capital.gr