Απαρηγόρητη είναι η μητέρα της 36χρονης μεσίτριας από τη Θεσσαλονίκη που φέρεται να δολοφονήθηκε μέσα στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο από τον 38χρονο αγγειοχειρουργό. Η ίδια δεν μπορεί να πιστέψει πως έχασε την μοναχοκόρη της τόσο αιφνίδια και άδικα. Με λίγα σπαστά ελληνικά που μιλάει και κλαίγοντας μιλά στο protothema.gr, μετά την κατάθεσή της στη ανακρίτρια: «Αυτός το έκανε, ο γιατρός. Είμαι σίγουρη, αυτός φταίει που έχασα το παιδί μου και τα εγγόνια μου έμειναν χωρίς μητέρα». Η ανακρίτρια κάλεσε την μητέρα της αδικοχαμένης Ντιάνας να καταθέσει. Αγανακτισμένη από τα ψεύδη -όπως η ίδια ισχυρίζεται- του δολοφόνου της κόρης της ξεσπάει: «Η κόρη μου δεχόταν πιέσεις για να κάνει την επέμβαση. Ήθελα να πάω μαζί της γιατί την πρώτη φορά που πήγε άργησε να ξυπνήσει από τη νάρκωση, αλλά μου είπε ότι αυτή τη φορά δεν θα έκανε. Είμαι 100% σίγουρη ότι αυτός τη σκότωσε».
Για το μοιραίο απόγευμα δήλωσε: «Ο άντρας της ήταν σπίτι μαζί μου και με τα παιδιά. Πήγε αργά στο νοσοκομείο με το παιδί για να την ψάξει».
Η ηλικιωμένη γυναίκα αγανακτισμένη από τα όσα ακούγονται για την αδικοχαμένη κόρη της προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της και μαζί με τον γαμπρό της να μεγαλώσουν τα τρία αγγελούδια τους. Προσπαθούν να ανασυγκροτηθούν και να συνειδητοποιήσουν τον άδικο χαμό της 36χρονης. «Προσπαθώ να μην κλαίω μπροστά στα παιδιά. Πρέπει να είμαι καλά και να τα μεγαλώσω μαζί με τον γαμπρό μου».
Εξεταζόμενη από την ανακρίτρια, η ηλικιωμένη γυναίκα φέρεται να εξέφρασε τη βεβαιότητά της ότι ο κατηγορούμενος γιατρός σκότωσε την κόρη της. Όπως έγινε γνωστό, η μάρτυρας ανέφερε ότι η κόρη της ήταν αφοσιωμένη στον σύζυγο και τα παιδιά της κι ότι ήταν κοινωνική και αγαπητή. Περιέγραψε δε τις αγωνιώδεις έρευνες της οικογενείας για τον εντοπισμό της άτυχης γυναίκας από τη στιγμή που χάθηκαν τα ίχνη της, στις 26 Απριλίου. Μάλιστα εξέφρασε τη βεβαιότητά της ότι ο κατηγορούμενος γιατρός σκότωσε την κόρη της.
Η δικηγόρος του συζύγου της άτυχης μητέρας τριών παιδιών, Κυριακή Πακιρτζίδου, δήλωσε: «Η οικογένεια παρακολουθεί τους ισχυρισμούς του κατηγορούμενου, δεν εγκαινιάζει διάλογο με τον κατηγορούμενο δολοφόνο της μητέρας και συζύγου της οικογένειας, αλλά δεν πρόκειται να ανεχθεί προσβλητικούς χαρακτηρισμούς για την οικογένεια και για την ίδια την Ντιάνα, οι οποίοι πλέον στοιχειοθετούν ποινικά αδικήματα εις βάρος του. Η κατάθεση της μητέρας της Ντιάνας ξεκαθάρισε κάποιες φαντασιώσεις που έχει ο κατηγορούμενος δήθεν για εμπλοκή συγγενικών προσώπων στην δολοφονία της Ντιάνας».
Οι εργαστηριακές εξετάσεις αναμένεται να ολοκληρωθούν τις επόμενες ημέρες και να δώσουν απαντήσεις στα αίτια του θανάτου της μεσίτριας.
Μάλιστα όπως αποκάλυψε το αναισθητικό που εντοπίστηκε στον οργανισμό της άτυχης γυναίκας είναι τουλάχιστον ένα.
Ο κατηγορούμενος αγγειοχειρουργός από την πλευρά του που μετά την απολογία του κρίθηκε προφυλακιστέος με σύμφωνη γνώμη ανακριτή και εισαγγελέα ,αρνείται πως συνάντησε την Ντιάνα το μοιραίο απόγευμα και υποστηρίζει ότι η επέμβαση δεν έγινε ποτέ. Μάλιστα στους ισχυρισμούς που προβάλλει στην προσφυγή του στην αίτηση αποφυλάκισης που κατέθεσε μεταξύ άλλων αρνείται ότι χορήγησε ο ίδιος αναισθητικό στην 36χρονη. «Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο αποδείχθηκε ότι εγώ χορήγησα αναισθητικό φάρμακο στην θανούσα και αν ο θάνατός της προκλήθηκε από το αναισθητικό αυτό».
Ωστόσο οι μαρτυρίες , τις οποίες επιβεβαίωσε και η μητέρα της στην κατάθεσή της, θέλουν την Ντιάνα και στην πρώτη επέμβαση που είχε κάνει με τον συγκεκριμένο αγγειοχειρουργό να είχε χρησιμοποιηθεί νάρκωση, κάτι που δεν είθισται σε τέτοιες επεμβάσεις. Μάλιστα αυτό που εγείρει πολλά ερωτηματικά είναι πως και ο ίδιος μέσα από συνομιλία του στο facebook με το θύμα, που αποκάλυψε την είχε ενημερώσει ότι «εμείς το κάνουμε με προνάρκωση και μέθη».
Ο αγγειοχειρουργός ο οποίος σύμφωνα με την δικηγόρο του Βασιλική Μαρινάκη έπεσε θύμα επίθεσης μέσα στη φυλακή από συγκρατούμενους του, υπέβαλε αίτημα να μπει στην απομόνωση αφού όπως αναφέρει: «Επιθυμώ να κρατηθώ στο χώρο της απομόνωσης γιατί στο θάλαμο του ισογείου που οδηγήθηκα αρχικά έγινα αποδέκτης ύβρεων και απειλών από διάφορους που δεν μπορώ να κατονομάσω ούτε συγκράτησα τα χαρακτηριστικά τους». Το αίτημά του έγινε δεκτό και μεταφέρθηκε «σε ειδικό κελί με έτερο συγκρατούμενο, που τοποθετήθηκε για τον ίδιο λόγο».