Το «Silent Night» ή «Αγια Νύχτα» στην ελληνική εκδοχή του είναι μια από τις πιο διάσημες χριστουγεννιάτικες μελωδίες στον κόσμο.
Η ιστορία λέει ότι πρωτοακούστηκε για πρώτη φορά -ως Stille Nacht βεβαίως, στη γερμανική γλώσσα- το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων του 1818.
Ενας από τους δημιουργούς του ήταν Τζόζεφ Μορ.
Νεαρός καθολικός ιερέας στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, στο μικρό χωριό Oberndorf του κρατιδίου του Σάλτσμπουργκ στην Αυστρία.
Ο Μορ εκείνη τη βραδιά, βρέθηκε σε απόγνωση: Το εκκλησιαστικό όργανο στον ναό του, είχε καταστραφεί από τα ποντίκια και οι πιθανότητες να επισκευαστεί πριν από την λειτουργία έμοιαζαν ελάχιστες.
Αλλά ο νεαρός Τζόζεφ είχε μια ιδέα. Λίγα χρόνια πριν, είχε γράψει ένα όμορφο ποίημα με τον τίτλο όνομα «Stille Nacht».
Έτσι, ζήτησε από τον Φραντς Ξάβεζ Γκρούμπερ (Franz Xavez Gruber), καθηγητή και Oργανίστα σε μια κοντινή πόλη, να μελοποιήσει το ποίημά του.
Εκείνο το βράδυ, οι δύο άντρες τραγούδησαν το «Stille Nacht» για πρώτη φορά στη χριστουγεννιάτικη λειτουργία της εκκλησίας, ενώ ο Μορ έπαιζε κιθάρα και η χορωδία επαναλάμβανε τις δύο τελευταίες γραμμές κάθε στίχου.
H ιστορία με τα ποντίκια αναφέραται μεν σε έγκυρες πηγές, αλλά δεν είναι και απολύτως βεβαιωμένη.
Γεγονός όμως είναι ότι στις 24 Δεκεμβρίου του 1818 ο Τζόζεφ Μορ ταξίδεψε στο σπίτι του μουσικοδιδασκάλου Γκρούμπερ, ο οποίος ζούσε σε ένα διαμέρισμα πάνω από το σχολείο στο κοντινό χωριό Άρνσντορφ.
Έδειξε στον φίλο του το ποίημα και του ζήτησε να προσθέσει μια συνοδεία μελωδίας και κιθάρας ώστε να μπορεί να τραγουδηθεί τα Μεσάνυχτα των Χριστουγέννων.
Ο λόγος που ήθελε φορτικά ένα νέο τραγούδι είναι όπως είπμε αβέβαιος. Μερικοί εικάζουν ότι το Οργανο δεν λειτουργούσε, άλλοι εκτιμούν ότι ο νεαρός πάστορας, που αγαπούσε πολύ την κιθάρα, ήθελε απλώς ένα νέο ύμνο για τα Χριστούγεννα.
Αργότερα το ίδιο βράδυ, καθώς οι δύο άνδρες, με την υποστήριξη της χορωδίας, στέκονταν μπροστά στον βωμό της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου και τραγούδησαν το «Stille Nacht! Heilige Nacht!» για πρώτη φορά, δύσκολα μπορούσαν να φανταστούν τον αντίκτυπο που θα είχε η σύνθεσή τους στον κόσμο.
Το τραγούδι όμως διεσώθη κάτω από περίεργες συνθήκες:
Ο Karl Mauracher, κορυφαίος οργανοποιός και επισκευαστής της επιοχής, ταξίδεψε στο χωριό Oberndorf για να συντηρήει το Ελκλησιαστικό Οργανο, αρκετές φορές τα επόμενα χρόνια.
Καθώς δούλευε στον Άγιο Νικόλαο, πήρε ένα αντίγραφο της σύνθεσης σπίτι του.
Και κάπως έτσι, το άσμα αυτό ταγούδι ξεκίνησε το ταξίδι του σε όλο τον κόσμο ως «Τυρολέζικο τοπικό τραγούδι».
Και όμως, πέθανε άσημος
Όταν το τραγούδι είχε γίνει διάσημο σε όλη την Ευρώπη, ο Joseph Mohr είχε πεθάνει και ο συνθέτης του παρέμενε άγνωστος.
Αν και ο Γκρούμπερ είχε δηλώσει στις μουσικές αρχές του Βερολίνου την πατρότητα της μελωδίας, κατα καιρούς αυτή απεδίδετο στον Haydn, ή τον Mozart και τον Beethoven, εικασίες που επεβίωσαν ακόμη και στον εικοστό αιώνα.
Η διαμάχη τερματίστηκε μόλις πριν από λίγα μόλις χρόνια, όταν επικυρώθηκε η αυθεντικότητα ενός επί μακρόν χαμένου σημειώματος – παρτιτούρας του “Stille Nacht” διά χειρός Τζόζεφ Μορ. Στην επάνω δεξιά γωνία, ο Μορ έγραφε, «Melodie von Fr. Xav. Gruber», δηλαδή μελωδία από τον Φρ. Ξάβ. Γκρούμπερ».
Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Γκρούμπερ παρήγαγε μια σειρά από ορχηστρικές διασκευές της σύνθεσής του. Ωστόσο, η αρχική σύνθεση για κιθάρα λείπει
Αργότερα, η οικογένεια Γκρούμπερ μετακόμισε στο Hallein, όπου πλέον βρίσκεται και το Μουσείο Γκρούμπερ. Ο τάφος του βρίσκεται έξω από το σπίτι και είναι στολισμένος με ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο κάθε Δεκέμβριο.
Οσο για τον Τζόζεφ Μορ: Αναπαύεται στο Wagrain των Αλπεων όπου και πέθανε.
Γεννήθηκε μέσα στη φτώχεια στο Σάλτσμπουργκ το 1792 και πέθανε πάμπτωχος εκεί το 1848, όπου είχε διοριστεί ως πάστορας της εκκλησίας.
Είχε δωρίσει όλα του τα έσοδα για να χρησιμοποιηθούν για τη φροντίδα των ηλικιωμένων και την εκπαίδευση των παιδιών της περιοχής.