Ο μύθος του Άγιου Βασίλη αποτελεί ίσως την πιο διάσημη φιγούρα, που ξεπηδά από την χριστιανική παράδοση και η οποία αναφέρεται πλέον σε όλο τον κόσμο.
Η παράδοση του γενειοφόρου με την κόκκινη κάπα και τους ταράνδους, θέλει τον εύθυμο Άγιο Βασίλη να εισβάλει στα σπίτια από τις καμινάδες την Παραμονή των Χριστουγέννων και όχι την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς όπως συμβαίνει με τα ελληνικά σπίτια.
Όσο κι αν πολλοί μπορεί να δυσανασχετούν με τον ξενόφερτο Άγιο Βασίλη που μοιάζει να απομακρύνεται από τα ήθη και τα έθιμα της ελληνικής παράδοσης, στην πραγματικότητα, η ιστορία και ο μύθος του Άη Βασίλη έχει τις ρίζες της κι αυτή στην ελληνορθόδοξη παράδοση.
Όχι, δεν είναι ο Άγιος Βασίλειος, ο ιερέας από την Καισάρεια, αλλά ο Άγιος Νικόλαος που ενέπνευσε την ιστορία του ασπρομάλλη άνδρα που πετά στους αιθέρες για να μοιράσει δώρα σε όλο τον κόσμο.
Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε, όπως διαβάζουμε στη Wikipedia, το 270 μ.Χ. στα Πάταρα της Λυκίας, στη Μικρά Ασία, από Έλληνες γονείς ευσεβείς και εύπορους και έτυχε επιμελημένης μόρφωσης.
Σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανός και κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας. Από πολύ νωρίς είχε αφιερωθεί στα Θεία, μετά την μετάβασή του στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό και τον Πανάγιο Τάφο.
Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του χειροτονήθηκε ιερέας. Στην αρχή αφιερώθηκε στον ασκητικό βίο και έγινε ηγούμενος της Μονής Σιών στα Μύρα της Λυκίας. Όταν απεβίωσε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας, οι επίσκοποι, δια θεϊκής αποκάλυψης, αναγόρευσαν Αρχιεπίσκοπο τον Νικόλαο.
Η μορφή του Αγίου Νικολάου αποτελεί ηγεμονική σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπως η Ρωσία, η Αυστία, το Βέλγιο και η Γερμανία. Ωστόσο, είναι οι Ολλανδοί που θα χτίσουν πάνω στον Άγιο τις πρώτες ιστορίες που θα οδηγήσουν στον μύθο του Άη Βασίλη.
Ο Σιντ-Νικολάας, όπως τον αποκαλούσαν υπήρξε τιμώμενο πρόσωπο κάθε χρόνο στην μεγάλη γιορτή της 6ης Δεκεμβρίου, με του πιστούς Ολλανδούς να πιστεύουν πως ο Άγιος του επισκεπτόταν το εκείνο το κρύο βράδυ του Δεκεμβρίου.
Φορώντας άμφια και ένα κωνικό επισκοπικό καπέλο, ο Άγιος περιδιάβαινε τους δρόμους επάνω στο γαϊδουράκι του και μοίραζε δώρα στα παιδιά.
Από εκείνα τα χρόνια, την περίοδο του Μεσαίωνα, τα παιδιά άφηναν γάλα και μπισκότα στον Άγιο, ενώ έβαζαν στα παραδοσιακά ξύλινα ολλανδικά παπούτσια τους άχυρο για το γαϊδουράκι του.
Την επόμενη μέρα, τρισευτυχισμένα τα παιδιά διαπίστωναν πως το σανό είχε φαγωθεί και στη θέση του, ο Άγιος είχε αφήσει δώρα και λιχουδιές.
Πριν καθιερωθεί με το όνομα Νέα Υόρκη, η πόλη που ελέγχονταν από τους Ολλανδούς και έφερε το όνομα Νέο Άμστερνταμ. Ήδη από το 1664, ο μύθος του Αγίου Νικολάου μετοίκησε μαζί με τους πιστούς στην Αμερική.
Μάλιστα, ακόμη και μετά την «εξαγγλοποίηση» της πόλης, μια ομάδα Ολλανδών διανοουμένων, οι Νίκερμπόκερς, ανέλαβαν να διατηρήσουν ζωντανά τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας τους στη Νέα Υόρκη.
Ήταν ο Ουάσιγκτον Ίρβινγκ, εξέχων μέλος των Νίκερμποκερς που περιέλαβε στο βιβλίο του δεκάδες αναφορές στον Σίντερ Κλάας, όπως αποκαλούσε τον Σιντ Νικολάς, που πετούσε ένα βράδυ του χρόνου με το βαγόνι του πάνω από τη Νέα Υόρκη και άφηνε δώρα μέσα από τις καμινάδες των σπιτιών.
Η ζωηρή φαντασία του Ίρβινγκ σε συνδυασμό με την πλούσια παράδοση, έκανε την ιστορία του γνωστή στου Νεοϋορκέζους που αποκαλούσαν ήδη τον γενναιόδωρο Άγιο, Σάντα Κλάους.
Αν υπάρχει όμως ένα ποίημα-παραμύθι που διαμόρφωσε όσο κανένα άλλο την ιστορία του Άη Βασίλη όπως την γνωρίζει όλος ο κόσμος σήμερα, αυτό είναι του Κλέμεντ Κλαρκ Μουρ.
Φίλος του Ίρβινγκ που θέλησε να γράψει ένα όμορφο ποίημα για εκείνον και την οικογένειά του.
Αρχικά, το ποίημα είχε τίτλο «Μια επίσκεψη από τον Άγιο Νικόλαο» πριν γίνει ευρέως γνωστό ως το κλασικό «Η Νύχτα πριν τα Χριστούγεννα».
Σε αυτό η επίσκεψη του Αη Βασίλη τοποθετείται για πρώτη φορά την Παραμονή των Χριστουγέννων, ενώ στη θέση των ξύλιων παπουτσιών, ο Μουρ φαντάζεται πλεχτές κάλτσες κρεμασμένες στο τζάκι. Ταυτόχρονα, το βαγόνι μετατρέπεται σε μικρό έλκηθρο το οποίο σέρνουν τάρανδοι.
Η εικόνα αυτή θα εντυπωθεί για πάντα στον αστικό μύθο του Άη Βασίλη που έτσι αποκτά τη φήμη πως έρχεται από τον βορά (πολύ πριν πολιτογραφηθεί Φινλανδός από το Ροβανιέμι).
Αν και ο δημιουργός του δεν επιθυμούσε την δημοσίευσή του ποιήματος, αυτό κυκλοφόρησε ανώνυμα στις 23 Δεκεμβρίου του 1823. Λέγεται πως ήταν η σύζυγος του Μουρ, Καταρίνε Τέιλορ που ενθουσιάστηκε τόσο από την ιστορία, που έστειλε αντίγραφα σε διάφορους φίλους.
Ο μύθος του Άη Βασίλη που πετά με ταράνδους και μοιράζει δώρα έχει πλέον γίνει κτήμα των Νεοϋορκέζων. Ωστόσο, η εικόνα του δεν είναι συγκεκριμένη. Άλλες φορές μοιάζει με μικρόσωμο ξωτικό, κάτι που εξηγεί και την ευελιξία με την οποία χωρά στις καμινάδες και άλλες με μεγαλόσωμο άνδρα.
Πολλές φορές πάλι η κάπα του είναι πράσινη και άλλες κόκκινη. Το 1863, το περιοδικό Harper’s Weekly προσέλαβε έναν 21χρονο σκιτσογράφο, προκειμένου να φτιάξει εικόνες του Άη Βασίλη να επισκέπτεται Αμερικανούς στρατιώτες στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο.
Ο Τόμας Ναστ, όπως ήταν το όνομα του σκιτσογράφου εμπνεύστηκε από το ποίημα του Μουρ και σχεδίασε έναν μεγαλόσωμο, ευτραφή άνδρα με λευκή γενειάδα και ροδαλά μαγουλάκια. Η κάπα του μάλιστα έμοιαζε πολύ με την αστερόεσσα, τη σημαία των ΗΠΑ.
«Το σκίτσο αναπτέρωσε το ηθικό των στρατιωτών και των πολιτών γιατί έδειχνε πως το πνεύμα των Χριστουγέννων δεν χάθηκε στον εμφύλιο πόλεμο», έγραφε ο ιστορικός Τζέιμς Ρόμπερτσον.
Το εγχείρημα ήταν τόσο πετυχημένο, που ο Ναστ συνέχιζε να ζωγραφίζει με πανομοιότυπο τρόπο τον Άη Βασίλη επί 40 ολόκληρα χρόνια. Με τον καιρό βέβαια, η κάπα που παρέπεμπε στην αμερικανική σημαία αντικαταστάθηκε από μια ζεστή, μάλλινη κατακόκκινη φορεσιά.
Λέγεται πως στην Ελλάδα, η εικόνα του τροφαντού Άη Βασίλη ήρθε τις δεκαετίες του 50 και του ’60, από ομογενείς που βρίσκονταν στην Αμερική.
Ο «δυτικότροπος» Άγιος Βασίλης άρχισε να μπαίνει με καρτ-ποστάλ στα σπίτια των αστικών οικογενειών και σύντομα πήρε τη θέση του στα ελληνικά Χριστούγεννα, αλλάζοντας όμως όνομα και ημερομηνία που επισκέπτεται τα σπίτια.
Εμείς, λοιπόν, περιμένουμε τον Αγιο Βασίλη την Πρωτοχρονιά.
Καί η κόκα κόλα έπαιξε σημαντικό ρόλο με την διαφήμιση του Αη Βασίλη να φέρνει τα δώρα καί τά Χριστουγεννιάτικα τραγούδια ποπ να πλημμυρίζουν την εμφύλιο σκεπάζοντας αρχαίες παραδόσεις.