– Μπορεί, Γέροντα, ένας να ζη ράθυμα καί, όταν χρειασθή, να ομολογήση θαρρετά;
– Για να το κάνη κανείς αυτό, η καρδιά του πρέπει να έχη μέσα καλωσύνη, θυσία. Γι’ αυτό είπα να καλλιεργηθή η αρχοντιά, το πνεύμα της θυσίας. Ο ένας να θυσιάζεται για τον άλλο.
Βλέπεις τον Άγιο Βονιφάτιο και την Αγία Αγλαΐδα; Είχαν την ελεεινή εκείνη ζωή στην Ρώμη, αλλά μόλις κάθονταν να φάνε, ο νους τους πήγαινε στους φτωχούς. Έτρεχαν να δώσουν πρώτα φαγητό στους φτωχούς και ύστερα έτρωγαν αυτοί. Παρόλο που ήταν κυριευμένοι από πάθη, είχαν καλωσύνη και πονούσαν τους φτωχούς. Είχαν θυσία, γι’ αυτό ο Θεός τους βοήθησε.
Και η Αγλαΐδα, αν και ζούσε αμαρτωλή ζωή, αγαπούσε τους αγίους Μάρτυρες και ενδιαφερόταν για τα άγια Λείψανα. Είπε στον Βονιφάτιο να πάη με άλλους υπηρέτες της στην Μικρά Ασία, για να πληρώση και να μαζέψη τα άγια Λείψανα των Μαρτύρων και να τα μεταφέρη στην Ρώμη. Κι εκείνος της είπε χαμογελώντας: «Αν σού φέρουν και το δικό μου λείψανο, θα το δεχθής;». «Μην αστειεύεσαι μ᾿ αυτά», του λέει εκείνη. Τελικά, όταν έφθασε στην Ταρσό και πήγε στο αμφιθέατρο, για να αγοράση τα άγια Λείψανα, παρακολούθησε τα μαρτύρια των Χριστιανών και αμέσως συγκλονίσθηκε από την καρτερία τους.
Έτρεξε, ασπάσθηκε τα δεσμά και τις πληγές τους και τους ζήτησε να προσευχηθούν, για να τον ενισχύση ο Χριστός να ομολογήση δημόσια ότι είναι Χριστιανός. Μαρτύρησε λοιπόν και αυτός στο αμφιθέατρο και οι σύντροφοί του αγόρασαν το Λείψανό του και το μετέφεραν στην Ρώμη, όπου Άγγελος Κυρίου είχε πληροφορήσει την Αγλαΐδα για το γεγονός.
Έτσι έγινε εκείνο που χαριτολογώντας είχε προφητεύσει ο Βονιφάτιος, πριν φύγη από την Ρώμη. Ύστερα εκείνη, αφού μοίρασε την περιουσία της, έζησε με άσκηση και πτωχεία ακόμη δεκαπέντε χρόνια και αγίασε . Βλέπετε, δεν είχαν βοηθηθή, γι᾿ αυτό είχαν παρασυρθή στο κακό και είχαν παρεκτραπή. Είχαν όμως πνεύμα θυσίας και ο Θεός δεν τους άφησε.
Από το βιβλίο: Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου, «Πνευματική αφύπνιση», Λόγοι Β’