«Τώρα είμαστε πάτσι, με τη διαφορά ότι εσύ πέθανες». Η φράση αυτή, γραμμένη με μαρκαδόρο στον τοίχο, συμπλήρωνε το σκηνικό της φρίκης που αντίκρισαν οι αστυνομικοί, όταν έφτασαν στο δώμα της πολυκατοικίας της οδού Δροσοπούλου 181 στην Κυψέλη. Ο 19χρονος Κώστας στεκόταν πάνω από το πτώμα του φίλου και συγκατοίκου του, με το βλέμμα στο πουθενά. Τα ναρκωτικά είχαν θολώσει το μυαλό του, δεν θυμόταν τίποτα. Ο 20χρονος Φώτης ήταν πεσμένος ανάσκελα, γυμνός από τη μέση και πάνω, με ένα τραπεζομάχαιρο καρφωμένο στην κοιλιά και ένα στιλέτο στην καρωτίδα.
Ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 3ης Νοεμβρίου 1990, όταν αποκαλύφθηκε ένα από τα αγριότερα εγκλήματα των τελευταίων ετών. Ο Φώτης είχε αποφυλακιστεί ενάμισι μήνα νωρίτερα από τον Κορυδαλλό, όπου εξέτισε ποινή φυλάκισης 16 μηνών για κλοπές. Η αδελφή του, για να τον βοηθήσει να ξανασταθεί στα πόδια του, του παραχώρησε το μικρό δώμα στην Κυψέλη, όπου φιλοξενούσε σχεδόν καθημερινά τον Κώστα, με τον οποίο είχαν γνωριστεί πίσω από τα κάγκελα.
Χρήστες ναρκωτικών και οι δύο, συντηρούνταν με μικροκλοπές. Κανείς δεν ξέρει τι προηγήθηκε και ήρθαν στα χέρια. Δύο κοινοί τους φίλοι, ο Κώστας Τσαμόπουλος και η Ιωάννα Σκούρα που πήγαν να τους επισκεφθούν, έπαθαν σοκ με το θέαμα που αντίκρισαν και ειδοποίησαν την Αστυνομία. Ο ιατροδικαστής Βύρων Κανάκης μέτρησε 92 μαχαιριές σε όλο το σώμα του Φώτη! Είχε και τραύματα αμύνης στα χέρια, καθώς προηγήθηκε πάλη μεταξύ τους. Προσδιόρισε χρονικά το έγκλημα τις μεσημεριανές ώρες.
Ο Κώστας στεκόταν σαν χαμένος και δεν αντέδρασε όταν οι αστυνομικοί του πέρασαν χειροπέδες και τον συνόδεψαν στο περιπολικό για να τον εξετάσουν στο ΙΣΤ’ Αστυνομικό Τμήμα ως τον κύριο ύποπτο για τη δολοφονία. Στην τσέπη του βρήκαν το ρολόι του θύματος και ένα μαρκαδόρο, ενώ στα ρούχα και τα παπούτσια του υπήρχαν κηλίδες αίματος. Εκείνη την ώρα δεν χρειάζονταν περισσότερα στοιχεία για να τον προσαγάγουν…
Ήδη είχε αρχίσει να εμφανίζει τα πρώτα συμπτώματα στερητικού συνδρόμου και δεν θυμόταν τίποτα. Μιλούσε με δυσκολία και έπεφτε σε αντιφάσεις. Είπε ότι είχε να δει το φίλο του τρεις ημέρες, διάστημα κατά το οποίο περιφερόταν στα Εξάρχεια για να εξασφαλίσει τη δόση του και κοιμόταν στα παγκάκια. Όμως οι κοινοί τους φίλοι κατέθεσαν ότι συναντήθηκαν το προηγούμενο βράδυ.
Υποστήριξε ότι βρήκε νεκρό τον Φώτη μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα, αλλά το αίμα στα ρούχα του ήταν νωπό και το έγκλημα είχε γίνει δώδεκα ώρες νωρίτερα. Τα δύο φονικά όπλα προέρχονταν από το σπίτι, ενώ ο γραφολόγος που εξέτασε τη φράση στον τοίχο είπε ότι, αν και ήταν δύσκολο να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα από κεφαλαία γράμματα, υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ότι ανήκαν στον Κώστα.
Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι δεν ειδοποίησε από την πρώτη στιγμή την Αστυνομία, επειδή ήθελε να κερδίσει χρόνο για να κρύψει κάποια κλοπιμαία, τα οποία, πράγματι, βρέθηκαν αργότερα στο σπίτι. Υπέδειξε ως δολοφόνο κάποιον Άρη από το Μενίδι, τον οποίο ο Φώτης είχε μαχαιρώσει τρεις εβδομάδες νωρίτερα για να τον εκδικηθεί, επειδή θεώρησε ότι τον «κάρφωσε» στην Αστυνομία, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να οδηγηθεί στη φυλακή.
Ο νεαρός εντοπίστηκε και εξετάστηκε, αλλά διαπιστώθηκε ότι δεν είχε καμία σχέση, καθώς τα τραύματά του ακόμη αιμορραγούσαν και δεν ήταν ικανός να κάνει τέτοιο έγκλημα. Όλα τα στοιχεία ήταν σε βάρος του Κώστα. Οι αστυνομικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι σκότωσε το φίλο του και επέστρεψε για να γράψει τη φράση στον τοίχο, ώστε να ενοχοποιήσει τον Άρη. Έκλεισαν τη δικογραφία και τον έστειλαν κατηγορούμενο στον εισαγγελέα.
«Κύριε εισαγγελέα, οι φυλακές δεν θα με κάνουν καλά εμένα, σε καμιά “Ιθάκη” βάλτε με», ψέλλισε, αλλά μετά την απολογία του στον ανακριτή κρίθηκε προφυλακιστέος.
Ο Κώστας καταδικάστηκε από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών σε κάθειρξη 20 ετών, καθώς του αναγνωρίστηκαν ελαφρυντικά. Όμως αυτό που έκανε μεγαλύτερη αίσθηση δεν ήταν τόσο η αγριότητα του εγκλήματός του, όσο το δράμα που κρυβόταν πίσω απ’ αυτό. Ναρκομανής από τα 14 του χρόνια, ήταν ξεχασμένος απ’ όλους, ακόμη και από την ίδια του τη μάνα, που είχε χωρίσει και τον μεγάλωσε μόνη της.
«Μη με ξαναενοχλήσετε», είπε στους δημοσιογράφους, χωρίς ίχνος συναισθηματικής φόρτισης, όταν την ρώτησαν για τον Κώστα. Δούλευε σε ένα μπαρ στη Χαλκίδα και τον άφηνε μόνο στο σπίτι από τότε που ήταν δέκα χρόνων. Η έλλειψη της μητρικής στοργής τον έριξε στα ναρκωτικά, τις κλοπές, τα αναμορφωτήρια, το έγκλημα και, ως φυσική κατάληξη, τη φυλακή. Ο ίδιος στο άκουσμα της λέξης «μάνα» δάκρυσε. «Την αγαπάω, δεν φταίει εκείνη, αφήστε την ήσυχη», είπε, λίγα λεπτά πριν επιβιβαστεί στο μεταγωγικό λεωφορείο…