Τον Οκτώβριο του 1947, ο Ελβετός συγγραφέας Νικολό Τούτσι συνόδευσε την πεθερά του σε μία επίσκεψη σε φιλικό σπίτι. Ο φίλος που θα επισκέπτονταν λεγόταν Άλμπερτ Αϊνστάιν. Ο διάσημος Νομπελίστας φυσικός και θεμελιωτής της Θεωρίας της Σχετικότητας.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι δυο άνδρες συναντιούνταν. Ο Τούτσι είχε δει τον Αϊνστάιν αρκετές φορές στο παρελθόν. Ωστόσο, αυτή ήταν διαφορετική. Ο Ελβετός συγγραφέας αποφάσισε να επιδιώξει μία εις βάθος συζήτηση εφ’ όλης της ύλης. Ήθελε να γνωρίσει τις πιο προσιτές και ανθρώπινες πτυχές της προσωπικότητας του Αϊνστάιν και όχι να τον βομβαρδίσει με ερωτήσεις για θεωρήματα φυσικής που ούτως ή άλλως δεν είχε τις γνώσεις και το υπόβαθρο να κατανοήσει.
Η παρουσία της πεθεράς, αλλά και της 6χρονης κόρης του Τούτσι, βοήθησαν την ροή της συζήτησης. Έτσι, μετά από πολλές ώρες ακατάπαυστου διαλόγου, ο συγγραφέας είχε πετύχει τον στόχο του. Ένιωσε μάλιστα την ανάγκη να μοιραστεί τα πνευματικά εφόδια που αποκόμισε από την κουβέντα τους με το ευρύ κοινό. Λίγες βδομάδες αργότερα δημοσίευσε ένα εκτενές άρθρο στο περιοδικό New Yorker με τίτλο «Ο Σπουδαίος Ξένος».
Η συζήτηση για τους αρχαίους Έλληνες
Αναπόφευκτα, η συζήτησή τους οδηγήθηκε σε ζητήματα φιλοσοφίας και πολιτικής, έννοιες που έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα. Όλα ξεκίνησαν από μία ερώτηση του Αϊνστάιν: «Τι θα έφερνες στα παιδιά σου ως καλό παράδειγμα στον κόσμο;». Ακολουθεί η απάντηση του Τούτσι και η συνέχεια του διαλόγου όπως την αφηγείται ο ίδιος.
«Πολλά πράγματα. Θα τους έλεγα ας πούμε για τον Σωκράτη, ο οποίος δολοφονήθηκε από την σπουδαιότερη δημοκρατία στη γη επειδή καθόταν σε μια γωνία και έθετε ερωτήματα που έκαναν τους πολιτικούς να νιώθουν άβολα».
«Αυτή δεν είναι μία πολύ χαρούμενη ιστορία. Αλλά αν είναι σε θέση να απορροφήσουν λίγο από το πνεύμα των Ελλήνων, θα τους χρησιμεύσει πολύ αργότερα στη ζωή τους. Όσο περισσότερο διαβάζω τους Έλληνες, τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ ότι από τότε δεν έχει ξαναεμφανιστεί τίποτα στον κόσμο που να τους μοιάζει», είπε ο Αϊνστάιν.
«Διαβάζεις Έλληνες;», ρώτησα.
«Μα φυσικά», αποκρίθηκε κάπως ξαφνιασμένος από την έκπληξή μου. Έπειτα, απ’ ό,τι άκουσα από τον ίδιο αλλά και την γραμματέα του, την δις Ντούκας, συνηθίζει να διαβάζει στην Μάγια, την μικρή του αδερφή, κάθε βράδυ για καμιά ώρα, ακόμα κι αν η μέρα του ήταν πολύ κουραστική. Στον Εμπεδοκλή, τον Σοφοκλή, τον Αισχύλο και τον Θουκυδίδη αποδίδεται κάθε βράδυ ο φόρος τιμής της πιο προηγμένης και αφηρημένης σύγχρονης επιστήμης, δια της γαλήνιας φωνής του στοργικού αδερφού που κρατά συντροφιά στην αδερφή του.
«Ξέρεις», είπα, «αυτό είναι πολύ θετικό. Οι νεαροί Αμερικανοί, που έχουν στο μυαλό τους την ιδέα του στυγνού επιστήμονα με την τέλεια φυσιογνωμία για σκίτσα, πρέπει να ακούσουν ότι ο Αϊνστάιν διαβάζει τους Έλληνες. Όλοι εκείνοι που αναπαράγουν τον ηλιθιώδη και επικίνδυνο μύθο του επιστήμονα-σούπερμαν, που είναι απαλλαγμένος από κάθε είδους ευθυνών, πρέπει να το γνωρίζουν και να εξάγουν τα δικά τους συμπεράσματα από αυτό.
Πολλοί άνθρωποι τη σήμερον ημέρα ανατρέχουν στους αρχαίους Έλληνες αφορμώμενοι από την γενικευμένη απογοήτευσή τους. Επομένως, κι εσείς κύριε καθηγητή, έχετε επιστρέψει στους αρχαίους Έλληνες».
Έδειξε κάπως πληγωμένος. «Μα ποτέ δεν απομακρύνθηκα από αυτούς. Πώς θα μπορούσε ένας μορφωμένος άνθρωπος να απομακρυνθεί από τους Έλληνες; Ανέκαθεν μου κινούσαν το ενδιαφέρον πολύ περισσότερο από την επιστήμη».