Τα άτομα που ζουν κοντά σε δρόμους με έντονη κυκλοφοριακή κίνηση αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν άνοια σε σχέση με άτομα που ζουν σε πιό απόμακρες περιοχές, δήλωσαν ερευνητές στον Καναδά.
Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό The Lancet, τα άτομα που ζουν σε απόσταση 50 μέτρων ή λιγότερο από δρόμους με μεγάλη κυκλοφορία έχουν 7% μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν άνοια σε σχέση με όσους ζουν πάνω από 300 μέτρα μακρύτερα από τέτοιους δρόμους.
Ο επιστήμονας που ηγήθηκε της έρευνας στον οργανισμό Public Health Ontario του Καναδά, Χονγκ Τσεν, δήλωσε: “Ο ολοένα αυξανόμενος πληθυσμός και η όλο και μεγαλύτερη αστική ανάπτυξη έχουν τοποθετήσει πολλά άτομα κοντά σε μεγάλη κυκλοφορία οχημάτων, και με την εκτεταμένη έκθεση στην κυκλοφορία και τα αυξημένα ποσοστά άνοιας, ακόμα και μια ήπια επίπτωση από έκθεση κοντά σε δρόμο μεγάλης κυκλοφορίας μπορεί να αποβεί μεγάλο βάρος στη δημόσια υγεία”.
Η έρευνα, η οποία παρακολούθησε την εξέλιξη υγείας σε περίπου 6,6 εκατομμύρια άτομα για παραπάνω από μια δεκαετία, δεν μπόρεσε να συμπεράνει κατά πόσο η ρύπανση βλάπτει τον εγκέφαλο άμεσα. Η αυξημένος κίνδυνος άνοιας μπορεί να είναι παρενέργεια πνευμονολογικών και καρδιακών προβλημάτων που δημιουργήθηκαν από ρύπους οχημάτων ή από άλλες μη υγιείς συνήθειες που σχετίζονται με τη ζωή σε πυκνοδομημένο αστικό περιβάλλον.
Οι ενήλικοι που παρακολούθησε η έρευνα είναι Καναδοί μεταξύ 20 και 85 ετών οι οποίοι ζούσαν στον Καναδά από το 2001 έως το 2012, και οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ταχυδρομικούς κώδικες για να καθορίσουν πόσο κοντά ζούσαν τα άτομα αυτά σε δρόμους μεγάλης κυκλοφορίας. Για το διάστημα 2001-2012 που ερεύνησαν, οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι πάνω από 243.000 άτομα εμφάνισαν άνοια, 31.500 εμφάνισαν νόσο του Πάρκινσον, και 9.250 εμφάνισαν σκλήρυνση κατά πλάκας.
Οι επιστήμονες δεν βρήκαν συσχετισμό μεταξύ της κατοίκησης σε κύριο δρόμο και της νόσου του Πάρκινσον ή της σκλήρυνσης κατά πλάκας, αλλά η άνοια ήταν λίγο πιό συχνή σε άτομα που ζουν κοντά σε δρόμους με μεγάλη κυκλοφορία, ενώ ο κίνδυνος μειωνόταν σταδιακά σε περιοχές με λιγότερη δόμηση. Όσοι ζούσαν σε απόσταση 50 μέτρων ή λιγότερο από δρόμους μεγάλης κυκλοφορίας είχαν 7% παραπάνω πιθανότητα να εμφανίσουν άνοια, από κατοίκους κατοικιών που βρίσκονταν πιό μακριά. Ο κίνδυνος ήταν 4% περισσότερος σε όσους κατοικούσαν σε απόσταση μεταξύ 5- και 100 μέτρων από τους συγκεκριμένους δρόμους, 2% μεγαλύτερος στα 101-200 μέτρα, ενώ δεν υπήρχε αύξηση κινδύνου σε όσους ζούσαν 200 ή παραπάνω μέτρα από τους δρόμους αυτούς.
‘Οσοι ζούσαν σε μεγάλη πόλη, 50 μέτρα ή λιγότερο από κεντρική αρτηρία και στο ίδιο σπίτι για όλο το διάστημα που κάλυπτε η έρευνα, είχαν το υψηλότερο ποσοστό κινδύνου (12%).
Οι επιστήμονες έλαβαν υπόψιν τους τον πλούτο, τη μόρφωση, και άλλες παραμέτρους υγείας και κοινωνικής θέσης στους υπολογισμούς τους, αλλά παραδέχθηκαν ότι στάθηκε αδύνατο να αποκλείσουν την πιθανότητα να υπάρχουν άλλες παράμετροι που επηρεάζουν το αποτέλεσμα.
Ο Ρέι Κόουπς, επικεφαλής του τμήματος για θέματα περιβαλλοντικής και εργασιακής υγείας στο Public Health Ontario, και συνεργάτης της έρευνας στο περιοδικό Lancet, είπε ότι όσοι ζουν σε πόλεις θα πρέπει να προγραμματίσουν να περπατούν σε μικρότερους δρόμους, να κάνουν τζόγκινγκ σε πάρκα ή άλση και να ποδηλατούν σε μονοπάτια δίπλα σε πιό ήσυχους δρόμους, ει δυνατόν.
“Οι εναέριοι ρύποι μπορεί να εισχωρήσουν στην κυκλοφορία αίματος και να οδηγήσουν σε φλεγμονή, η οποία συνδέεται με καρδιοαγγειακή πάθηση και πιθανώς άλλες παθήσεις όπως ο διαβήτης. Η έρευνα αυτή υποδεικνύει ότι οι εναέριοι ρύποι που μπορούν να εισχωρήσουν στον εγκέφαλο μέσω της κυκλοφορίας του αίματος μπορούν να οδηγήσουν σε νευρολογικά προβλήματα”, είπε ο Κόουπς, ο οποίος συμμετείχε στην έρευνα με συναδέλφους από το καναδικό ινστιτούτο κλινικών ερευνών (Institute for Evaluative Sciences).
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υπολογίζει ότι ο αριθμός ατόμων με άνοια το 2015 ήταν 47,5 εκατομμύρια, και ο αριθμός αυτός αυξάνεται ταχύτατα καθώς το προσδόκιμο της ζωής αυξάνεται και οι κοινωνίες γερνούν. Η ανίατη ασθένεια αποτελεί την κύρια αιτία της αναπηρίας και εξάρτησης, και έχει αρχίσει να ξεπερνά σε ποσοστό τις καρδιαγγειακές παθήσεις ως αιτία θανάτου σε μερικές ανεπτυγμένες χώρες.