Ο Ρούντολφ Βρμπα και ο Άλφρεντ Βέτσλερ ήταν οι δύο αιχμάλωτοι, που με κίνδυνο τη ζωή τους προσπάθησαν να δραπετεύσουν από το μακάβριο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς.
Οι αιχμάλωτοι δούλευαν σκληρά επί ώρες σε μια έκταση τους Άουσβιτς ανάμεσα σε δύο περιμετρικούς φράχτες. Βρίσκονταν σε αρκετή απόσταση από τους θαλάμους αερίων αλλά η δυσωδία του θανάτου ήταν διάχυτη παντου.
Το μεσημέρι της 7ης Απριλίου του 1944 δύο από τους αιχμαλώτους, ο Ρούντολφ Βρμπα και ο Άλφρεντ Βέτσλερ, άρχισαν να παρακολουθούν κρυφά τους φρουρούς. Ήταν κυριευμένοι από απίστευτη νευρικότητα, και όχι άδικα – γιατί σε λίγο θα έβαζαν τη ζωή τους σε τεράστιο κίνδυνο.
Το απόγευμα, οι δύο άντρες παρατήρησαν ότι οι φρουροί είχαν γυρισμένη την πλάτη, και αυτή ήταν η στιγμή που περίμεναν τόσο καιρό. Έτρεξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς έναν κοντινό σωρό από καυσόξυλα. Στο κέντρο της σωρού σχηματιζόταν μια εσοχή με χώρο για να κρυφτούν δύο άτομα. Μόλις χώθηκαν στην κρυψώνα, οι συγκρατούμενοι τους σκέπασαν την εσοχή με χοντρές σανίδες και έριξαν ρωσικό καπνό που ήταν εμποτισμένος με βενζίνη, ο οποίος θα κρατούσε μακριά τα σκυλιά των φρουρών. Αυτό ήταν ένα τέχνασμα που είχαν μάθει από έναν Ρώσο, ονόματι Ντμίτρι Βόλκοφ, ο οποίος είχε δραπετεύσει από το Άουσβιτς αλλά συνελήφθη ξανά.
Ο Βρμπα και Βέτσλερ ήταν φυλακισμένοι στο Άουσβιτς τα δύο τελευταία χρόνια και είχαν γίνει εξαιρετικά στενοί φίλοι. Είχαν βιώσει από πρώτο χέρι την βαρβαρότητα των φρουρών, οι οποίοι επέβλεπαν ένα απο τα πιο διαβόητα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Ναζιστικού καθεστώτος.
Ο Βρμπα, Εβραίος από την Σλοβακία, συνελήφθη από τους Ναζί την ώρα που επιχειρούσε να εγκαταλείψει την πατρίδα του. Στάλθηκε στο Άουσβιτς, όπου η πρώτη δουλειά που του ανατέθηκε ήταν να ξεθάβει τα πτώματα που προορίζονταν για αποτέφρωση. Λίγο καιρό μετά κατάφερε να τοποθετηθεί σε μια από τις αποθήκες του στρατοπέδου, γνωστή με την ονομασία “Καναδάς”, όπου φυλάσσονταν ρούχα, τρόφιμα και φάρμακα. Ο Βρμπα άρχισε να κλέβει προμήθειες και έτσι κατάφερε να παραμένει υγιής.
Τον Ιανουάριο του 1943 μεταφέρθηκε στο κοντινό στρατόπεδο εξόντωσης Άουσβιτς ΙΙ Μπίρκεναου, όπου του ανατέθηκε να καταμετρά του νεοαφιχθέντες αιχμαλώτους και να καταγράφει τα υπάρχοντα όσων κατέληγαν στους θαλάμους αερίων. Με αυτό τον τρόπο μπορούσε να υπολογίζει πόσα άτομα γινόντουσαν θύματα των Ναζί. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, μέχρι την Άνοιξη του 1944 είχαν θανατωθεί σχεδόν 1.750.000 Εβραίοι. Παρατήρησε επίσης ότι οι περισσότεροι από τους Εβραίους που έφταναν στο στρατόπεδο έφερναν μαζί και τα υπάρχοντα τους, κάτι που τον τάραξε, διότι σήμαινε ότι οι άνθρωποι αυτοί είχαν πιστέψει στην προπαγάνδα των Ναζί ότι θα τους εγκαθιστούσαν σε άλλο μέρος. Κατάλαβε ότι έπρεπε να ενημερώσει τον εβραϊκό πληθυσμό της Ευρώπης ότι η ιστορία περί μετεγκατάστασης ήταν ένα μεγάλο ψέμα.
Ο Βρμπα και ο Βέτσλερ ήξεραν ότι η απουσία τους θα γινόταν αντιληπτή στο βραδινό προσκλητήριο. Ήξεραν επίσης ότι τα Ες Ες θα εξαπέλυαν άγριο ανθρωποκυνηγητό το οποίο θα κρατούσε τουλάχιστον τρεις μέρες. Έτσι αποφάσισαν να παραμείνουν στην κρυψώνα τους για πάνω από 72 ώρες προτού αποφασίσουν να αποδράσουν.
Στις 10 Απριλίου, μετά από τέσσερις μέρες στην κρυψώνα, βγήκαν έξω, έκοψαν το συρματόπλεγμα της περίφραξης και απέδρασαν φορώντας ρούχα και παπούτσια που είχαν κλέψει από την αποθήκη. Έφυγαν με προορισμό τα Πολωνικά σύνορα με την Σλοβακία, περίπου 130 χιλιόμετρα νότια. Ύστερα από 15 ημέρες οι δύο άνδρες έφτασαν στην Σλοβακική κωμόπολη Τσάντσα, όπου συναντήθηκαν με τον πρόεδρο του παράνομου εβραϊκού συμβουλίου, δόκτωρα Όσκαρ Νόουμαν.
Ο Νόουμαν τους παρότρυνε να γράψουν μια λεπτομερή έκθεση για όσα είχαν δει και βιώσει. Το κείμενο τους αυτό, θα γινόταν αργότερα γνωστό ως “Έκθεση Βρμπα-Βέτσνερ”. Περιείχε μια διεξοδική περιγραφή του Άουσβιτς, τις συνθήκες διαβίωσης των αιχμαλώτων, και τον τρόπο με τον οποίο επιλέγονταν για εργασία. Παρείχε επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τις εκτελέσεις των κρατουμένων και τις δηλητηριάσεις τους στους θαλάμους αερίων.
Η έκθεση κυκλοφόρησε σε όλη την Ουγγαρία. Λίγο μετά, στα μέσα Ιουνίου του 1944, έφτασε στα χέρια της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, η οποία την δημοσίευσε στο ευρύ κοινό. Αποσπάσματα της μεταδόθηκαν από το BBC World Service.
Η έκθεση προκάλεσε ρίγη φρίκης στους ηγέτες των συμμαχικών δυνάμεων. Απηύθυναν έκκληση στον Μίκλος Χόρτυ, αντιβασιλέα της Ουγγαρίας, να σταματήσει τις απελάσεις Ουγγροεβραίων στο Άουσβιτς. Του είπαν πως θα τον θεωρούσαν προσωπικά υπεύθυνο για τις εκτελέσεις, οι οποίες είχαν ήδη κοστίσει τη ζωή σε 437.000 Ουγγροεβραίους.
Ο Χόρτυ, εγκλωβισμένος σε μια ανεπιθύμητη συμμαχία με τον Χίτλερ, έπρεπε να κινηθεί με προσεκτικά βήματα. Παρόλα αυτά εξέδωσε άμεσα διαταγή να σταματήσουν οι απελάσεις.
Η είδηση έφερε μια κάποια ανακούφιση τους Ρούντολφ Βρμπα και Άλφρεντ Βέτσλερ. Είχαν ρισκάρει την ζωή τους για να αποδράσουν από το Άουσβιτς, ωστόσο η παράτολμη φυγή τους προς την ελευθερία έγινε τελικά αιτία να σωθούν από βέβαιο θάνατο δεκάδες χιλιάδες Εβραίοι από την Βουδαπέστη.
Συνολικά περίπου 700 φυλακισμένοι προσπάθησαν να δραπετεύσουν από το Άουσβιτς και περίπου 300 τα κατάφεραν. Όσοι δραπέτες συλλαμβάνονταν από τα Ες Ες αφήνονταν, συνήθως, να πεθάνουν από την πείνα. Άλλες φορές τιμωρούνταν συγγενείς ή και άλλοι, επιλεγμένοι στην τύχη, κρατούμενοι στη θέση τους.