Έχοντας κατακτήσει τα Ευρωμπάσκετ του 1937 και του 1939, η Λιθουανία επιλέγεται να φιλοξενήσει τη διοργάνωση δύο χρόνια αργότερα.
Το Κάουνας ετοιμάζεται να φορέσει τα καλά του, αλλά το προλαβαίνει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Και όταν το βαρύ πέπλο του θανάτου επιτέλους φύγει, αποκαλύπτει μια εντελώς διαφορετική Ευρώπη στην οποία το λιθουανικό μπάσκετ δεν έχει πια τη δική του θέση. Υπάρχει, μεν, αλλά ως κομμάτι της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία μετατρέπεται σε κυρίαρχο αντλώντας δύναμη από τις νέες της κτήσεις. Όταν η πτώση του Τείχους του Βερολίνου συμπαρασύρει ολόκληρο το κομμουνιστικό μπλοκ, βγαίνουν στην επιφάνεια οι ιστορίες των ανθρώπων που διέπρεψαν φορώντας τη φανέλα με το σφυροδρέπανο, παρά το γεγονός ότι το μισούσαν. Σαν κι αυτή του Άρβιντας Σαμπόνις. Του σοβιετικού θαύματος της φύσης που αποδείχθηκε ορκισμένος αντικομμουνιστής.
Δαγκώνοντας την «αρκούδα»
Κατά τη διάρκεια της ανάκρουσης του εθνικού ύμνου της Σοβιετικής Ένωσης στις μεγάλες διοργανώσεις ο Σαμπόνις έμενε συνήθως σιωπηλός. Η στάση του αποδιδόταν στην προσπάθειά του να συγκεντρωθεί πριν από κάποιο μεγάλο ματς. Όμως ο ύψους 2.21 χαρισματικός σέντερ κρατούσε το στόμα του κλειστό επειδή μισούσε οτιδήποτε είχε να κάνει με τη Σοβιετική Ένωση. Τον ύμνο της, τα χρώματα της στολής της, την ιδεολογία της, το σφυροδρέπανό της. Και δεν ήταν ο μόνος. Πολλά από τα μέλη των ομάδων που κατά καιρούς θαυμάσαμε στα ευρωπαϊκά γήπεδα ένιωθαν το ίδιο. Αλλά δεν μπορούσαν να το εκφράσουν ανοιχτά υπό το φόβο αντιποίνων. Ο υπόλοιπος κόσμος δεν γνώριζε το καλά κρυμμένο πίσω από το «Σιδηρούν Παραπέτασμα» μυστικό, το οποίο φαινόταν ξεκάθαρα στις μυθικές μάχες τίτλου μεταξύ Ζάλγκιρις Κάουνας και ΤΣΣΚΑ Μόσχας.
Τότε που ο Σαμπόνις κατατρόπωνε τον Τκατσένκο και τους υπόλοιπους παίκτες της «ομάδας του στρατού» κι έφερνε για τρία χρόνια σερί τον τίτλο πίσω στην πραγματική πατρίδα του. Τη Λιθουανία.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992 η χώρα της Βαλτικής είναι ξανά ανεξάρτητη και η μοίρα τα φέρνει έτσι ώστε στο μικρό τελικό να αντιμετωπίσει τα απομεινάρια του επί μισού αιώνα δυνάστη της. Επικρατεί 82-76 της Ρωσικής Κοινοπολιτείας (ανεξαρτήτων κρατών) και ένας περιχαρής Άρβιντας Σαμπόνις δηλώνει: «ήρθε ο καιρός να δαγκώσουμε τον κώλο της ρωσικής αρκούδας». Μπορούσε, επιτέλους, να εκφραστεί ελεύθερα. Έχοντας, μάλιστα, σημειώσει 26 πόντους και μαζέψει 16 ριμπάουντ στο ματς που έκρινε το μετάλλιο…
Η αιτία του μίσους
Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, στη Σεούλ, τα 4/5 της βασικής πεντάδας των εθνικής ομάδας της Σοβιετικής Ένωσης ήταν Λιθουανοί. Τους είχαν υποσχεθεί πως ένα χρυσό μετάλλιο θα αποτελούσε το δικό τους διαβατήριο για το εξωτερικό, όπως και τελικά έγινε για κάποιους. Ωστόσο ο Σαμπόνις δεν ακολούθησε τον έτοιμο για αυτόν δρόμο προς το ΝΒΑ. Αν και είχε επιλεγεί στα draft από το Πόρτλαντ, προτίμησε την άσημη Βαγιαδολίδ. Ο λόγος πίσω από την απόφασή του είχε να κάνει με την κατάσταση της υγείας του. Όταν ο Λιθουανός γίγαντας έλεγε πως η Σοβιετική Ένωση και ο κομμουνισμός του κατέστρεψαν την καριέρα, δεν εννοεί -κυρίως- την απαγόρευση μεταγραφών που είχε επιβληθεί στους αθλητές του Ανατολικού μπλοκ. Αναφέρεται πρωτίστως στα σημάδια που άφησε στο κορμί του η ανηλεής χρησιμοποίησή του από το καθεστώς, που μαζί με την όποια προδιάθεση, έγινε η αιτία της ευπάθειάς του σε τραυματισμούς.
Βέβαια, στο μυαλό του όλα αυτά ήταν μάλλον δευτερεύοντα μπροστά στα 50 χρόνια σοβιετικής κατοχής και τα σημάδια που άφησε στη χώρα του…
Γόνατα, αστράγαλοι, προσαγωγοί και ο «καταραμένος» αχίλλειος τένοντας ήταν οι αιτίες για τις οποίες μετά το 1986 ο Σαμπόνις άρχισε σταδιακά να μετατρέπεται σε έναν πιο στατικό σέντερ σε σχέση με όσα μπορούσε να κάνει ως τότε. Το υψηλότατο μπασκετικό IQ παρέμενε εκεί. Οι μυθικές πάσες του, τα τρίποντα, οι ραβέρσες, η ντρίπλα ήταν πάντα κομμάτια του ρεπερτορίου του, αλλά η ταχύτητα και η εκρηκτικότητα τον είχαν εγκαταλείψει. Και στα μάτια του ο λόγος δεν ήταν άλλος πέρα από την πίεση που του ασκείτο για να αγωνίζεται συνεχώς. Μοιραία, οι τραυματισμοί (δύο πολύ σοβαροί μεταξύ 1986 και 1988) σακάτεψαν το κορμί και το μυαλό του. Όταν του δόθηκε η ευκαιρία να δοκιμάσει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπως εξομολογήθηκε ο ίδιος σε συνέντευξή του, φοβήθηκε πως το κορμί του δεν θα άντεχε 80 (ή και παραπάνω μαζί με τα πλέι οφ) παιχνίδια στο NBA.
Το αργοπορημένο ταξίδι
Κάποτε ο Λιθουανός είχε δηλώσει πως δεν θα αγωνιζόταν ποτέ για λογαριασμό της ΤΣΣΚΑ Μόσχας, εξαιτίας των όσων εκείνη πρέσβευε και των άρρηκτων δεσμών της με το σοβιετικό καθεστώς. Αυτή την υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό του (και στην πατρίδα του) δεν την πρόδωσε ποτέ. Ευτυχώς, όμως, αναθεώρησε τη στάση του για το αμερικανικό επαγγελματικό πρωτάθλημα, αποφασίζοντας στα 31 του χρόνια να γίνει… ρούκι. Εγκαταλείποντας σιγά-σιγά τη χαίτη και το μουστάκι που τον έκαναν αναγνωρίσιμο στην Ευρώπη, συστήθηκε μπασκετικά στους Αμερικανούς που ακόμα αναρωτιούνται «τι θα είχε συμβεί αν έκανε το ταξίδι δέκα χρόνια νωρίτερα».
Αλλά για να μπορούσε να απαντηθεί αυτό το ερώτημα θα έπρεπε να είχε γραφτεί διαφορετικά η ιστορία της ανθρωπότητας σχεδόν έναν αιώνα νωρίτερα…