«Το τηλέφωνο χτύπησε για τρίτη φορά. Ο Καρνέζης άπλωσε, μισοκοιμισμένος ακόμα, το χέρι και σήκωσε το ακουστικό. Ήταν ο Φλωράς. Τι ήθελε ο Φλωράς μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα, μια τέτοια ώρα; Αυτό το τηλεφώνημα και η επίσκεψη που θα ακολουθούσε, ήταν για τον Καρνέζη πολύ δυσάρεστα πράγματα. Δεν δέχεται κανείς με ευχαρίστηση, μέσα στη μέση της νύχτας, το σύζυγο της ερωμένης του».
Το 1953, φόνοι δεν γίνονταν σχεδόν καθόλου στο Κολωνάκι. Ήταν η πιο ασφαλής συνοικία της Αθήνας με ελάχιστη εγκληματικότητα. Στα χρόνια που ακολούθησαν όμως, με την αλλαγή των ανθρώπων που κατοικούσαν εκεί, έγιναν εγκλήματα που συγκλόνισαν το πανελλήνιο. Ας δούμε μερικά από αυτά…
Μοιραίος έρωτας
Τα μεσάνυχτα της 9ης Δεκεμβρίου του 1963 η Ιουλία Συρεγγέλα έπεσε νεκρή από τη σφαίρα του πρώην αγαπημένου της Ρεζά Αμπάς Μυρτολούι. Η δολοφονία έγινε στην είσοδο της πολυκατοικίας στην οδό Κανάρη. Η συντηρητική κοινωνία του ’60 δεν αιφνιδιάστηκε τόσο από την ερωτική τραγωδία όσο με την ταυτότητα των δύο εμπλεκομένων στην υπόθεση. Το θύμα ήταν κόρη γνωστού βιομήχανου των Αθηνών και ο δολοφόνος αξιωματικός της περσικής αεροπορίας. Το ζευγάρι γνωρίστηκε στην Τεχεράνη. Ήταν και οι δυο παντρεμένοι και χώρισαν για να βρεθούν μαζί. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά. Το ζευγάρι ήταν ευτυχισμένο και έκανε σχέδια για γάμο. Λίγους μήνες όμως μετά τη γνωριμία τους, η Τζούλια διαπίστωσε την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του συντρόφου της. Ο Μυρτολούι είχε ξεσπάσματα οργής και απότομες μεταπτώσεις στη διάθεσή του. Ο ψυχίατρος που τον εξέτασε διέγνωσε ότι έπασχε από «αγχώδη αντιδραστική μελαγχολία μετ’ εκρήξεων οργής» και ζήτησε από τη Συρεγγέλα να τον εγκαταλείψει. Το ζευγάρι χώρισε, αλλά αλληλογραφούσαν. Όταν ο Μυρτολούι συνειδητοποίησε ότι δεν θα τον παντρευόταν, γύρισε από την Τεχεράνη στην Αθήνα, περίμενε την Ιουλία έξω από την πολυκατοικία και την πυροβόλησε. Η δίκη ξεκίνησε τον Οκτώβρη του 1964 μετά από δύο αναβολές. Συνήγορος του δολοφόνου ήταν ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος. Η διαδικασία έμεινε στην ιστορία για το πλήθος των ερωτικών επιστολών που διαβάστηκαν. Η κατάθεση του Μυρτολούι ήταν συγκλονιστική. Η μεταφράστρια έκλαψε όταν ο σμηναγός διηγήθηκε την ιστορία αγάπης τους. «Όταν χωριστήκαμε στο αεροδρόμιο, κράτησε την οδοντόβουρτσά μου για να νιώθει στο στόμα της τη γεύση του δικού μου όσο θα έλειπα. Μου έκαψε το χέρι με τσιγάρο για να τη θυμάμαι. Το έχω ακόμα αυτό το σημάδι». Ο Μυρτολούι αθωώθηκε από το δικαστήριο! Του επιβλήθηκε 7μηνη φυλάκιση για παράνομη οπλοφορία, αλλά αφέθηκε αμέσως ελεύθερος καθώς είχε μείνει ήδη στη φυλακή 10 μήνες. Όταν ανακοινώθηκε η απόφαση το ακροατήριο ξέσπασε σε χειροκροτήματα…
Τα χρόνια περνούσαν, το Κολωνάκι έγινε η πιο σικ περιοχή του κέντρου, πολλοί πλούσιοι, καλλιτέχνες και πολιτικοί έμεναν εκεί. Τη δεκαετία του ’70 δεν έχουμε εγκλήματα σε αυτή την περιοχή. Ίσως έχει ισχυρή αστυνομική παρουσία λόγω και των χουντικών, ίσως οι άνθρωποι δεν αγαπούν πια με πάθος όπως ο Ιρανός σμηναγός. Η χούντα πέφτει, τα πολιτικά πάθη οξύνονται, οι άνθρωποι αλλάζουν και στη δεκαετία του ’80 έχουμε όχι μόνο αύξηση των εγκλημάτων στο Κολωνάκι αλλά και διαφοροποίηση στις αιτίες που τα προκαλούν.
Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1984, ο επιχειρηματίας και λογοτέχνης Αθανάσιος Νάσιουτζικ κατηγορήθηκε ότι πήγε στο σπίτι του Γραμματέα της Ένωσης Λογοτεχνών Αθανάσιου Διαμαντόπουλου, στην οδό Διδότου, και τον δολοφόνησε με 97 χτυπήματα από σφυρί. Αν και κανείς δεν τον είδε να μπαίνει ή να βγαίνει από τον τόπο του εγκλήματος, μάρτυρας-κλειδί ήταν η δημοσιογράφος Ευγενία Γονατοπούλου η οποία έμενε στο από κάτω διαμέρισμα και άκουσε κάποιον να φωνάζει «Μη, Θανάση, έλεος, Θανάση τι πας να κάνεις!». Επειδή Θανάση έλεγαν και το θύμα, αρχικά η μάρτυρας θεώρησε ότι ο Διαμαντόπουλος έκανε κακό σε κάποιον και όχι το αντίστροφο. Άκρως επιβαρυντικό ήταν και το γεγονός ότι ο Νάσιουτζικ λίγες μέρες μετά τη δολοφονία αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Επίσης προσπάθησε να κατασκευάσει άλλοθι ζητώντας από τη γραμματέα του να καταθέσει ότι την ώρα του φόνου τής είχε τηλεφωνήσει από το σπίτι του. Η άγρια δολοφονία συντάραξε την ελληνική κοινωνία και έμεινε στα αστυνομικά χρονικά γνωστή ως «Έγκλημα στο Κολωνάκι». Ποια ήταν η αιτία που όπλισε το χέρι του Νάσιουτζικ και τον έσπρωξε να διαπράξει το έγκλημα; Ζήλεια; Ανταγωνισμός; Δοσοληψίες; Κανείς δεν έμαθε ποτέ. Ο Νάσιουτζικ δήλωσε αθώος, την υπεράσπισή του ανέλαβε ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος και άρχισε η δίκη, η οποία με τις απανωτές εφέσεις κράτησε σχεδόν 10 χρόνια. Γνωστοί λογοτέχνες παρουσιάστηκαν ως μάρτυρες, κάποια στιγμή κρίθηκε αθώος λόγω αμφιβολιών, αλλά έπειτα από παρέμβαση του εισαγγελέα η δίκη ξαναέγινε και τελικά με ψήφους 6-1 κρίθηκε ένοχος το 1993 και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 15 ετών. Το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για ανθρωποκτονία από πρόθεση, που έγινε με τρόπο ιδιαζόντως ειδεχθή. Ο Αθανάσιος Νάσιουτζικ ανέκφραστος άκουσε την απόφαση και δήλωσε στους δημοσιογράφους: «Δέκα χρόνια τώρα φωνάζω ότι είμαι αθώος. Αυτό θα το λέω και από τον τάφο μου ακόμη». Λίγο μετά η σύζυγός του Ζωή αγκάλιασε τον άντρα της και ξέσπασε: «Είναι αθώος! Καταραμένοι! Μας καταστρέψατε την οικογένεια. Θέλω να φύγω, να πάω στην πατρίδα μου, την Ανατολική Θράκη, να μη βλέπω κανέναν σας!» Δυο χρόνια μετά και έχοντας εκτίσει τα 2/5 της ποινής του αποφυλακίστηκε και 10 χρόνια μετά, το 2005, έφυγε από τη ζωή. Ωστόσο η μοίρα συνέχισε να χτυπά αλύπητα την οικογένεια Νάσιουτζικ. Τον Δεκέμβριο του 2008, ο εγγονός του Νίκος Ρωμανός (γιος της δευτερότοκης κόρης του Παυλίνας) γίνεται αυτόπτης μάρτυρας του θανάτου του κολλητού του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από σφαίρα του αστυνομικού Επαμεινώνδα Κορκονέα. Πέντε χρόνια μετά, το 2013, συλλαμβάνεται για τη ληστεία στο Βελβεντό και συμμετοχή στου Πυρήνες της Φωτιάς και είναι μέχρι σήμερα έγκλειστος στις φυλακές Αυλώνα.
Πολιτικές δολοφονίες
Τα επόμενα χρόνια το Κολωνάκι βάφεται στο αίμα για πολιτικούς πλέον λόγους. Το 1985 ο εκδότης της «Απογευματινής» Νίκος Μομφεράτος δολοφονείται από μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέμβρη». Ο Νίκος Μομφεράτος ήταν στενός φίλος και συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καραμανλή και ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες του κεντροδεξιού Τύπου. Είχε σπουδάσει στο London School of Economics και κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας του είχε εξοριστεί στη Μακρόνησο. Υπήρξε οικονομικός σύμβουλος του Καραμανλή και Υποδιοικητής της Αγροτικής Τράπεζας. Λόγω των στενών δεσμών του με τον Καραμανλή είχε απειληθεί πολλές φορές από τη 17Ν αλλά δεν είχε πάρει μέτρα ασφαλείας. Στις 21 Φεβρουαρίου 1985 δολοφονήθηκε μαζί με τον οδηγό του Παναγιώτη Ρουσέτη στη διασταύρωση των οδών Βουκουρεστίου και Τσακάλωφ. Η μαύρη Μερσεντές ακυβέρνητη σφηνώθηκε στη βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου Godiva.
Ακολουθεί η δολοφονία του επιχειρηματία Δημήτρη Αγγελόπουλου ένα χρόνο μετά, το 1986. Ο Δημήτρης Αγγελόπουλος γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της Αρκαδίας και κατόρθωσε με τον πατέρα του και τα αδέλφια του να δημιουργήσει τη Χαλυβουργική ΑΕ, που στα επόμενα χρόνια αναπτύχθηκε και αποτέλεσε την πρώτη βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα. Στη δεκαετία του 1980 ήταν ο μεγαλύτερος ιδιώτης παραγωγός χάλυβα παγκοσμίως, η ετήσια παραγωγή της Χαλυβουργικής έφτανε τους 2,5 εκατομμύρια τόνους. Ο Δημήτρης ήταν ο ιθύνων νους της οικογένειας Αγγελόπουλου και υπήρξε στενός φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου. Στις 6 Απριλίου του 1986, ενώ περπατούσε στην οδό Κανάρη στο Κολωνάκι, δολοφονήθηκε από την τρομοκρατική οργάνωση 17Ν. Ειδικότερα, πυροβολήθηκε εν ψυχρώ από έναν ένοπλο (που αργότερα επικηρύχθηκε με 50 εκατομμύρια δραχμές) μπροστά στα μάτια δεκάδων ανθρώπων. Ο δολοφόνος σύμφωνα με τους μάρτυρες ήταν ένας νεαρός που έβγαλε το πιστόλι του από έναν ταξιδιωτικό σάκο, πυροβόλησε πέντε φορές και διέφυγε. Η 17Ν ανακοίνωσε ότι ο Αγγελόπουλος έγινε στόχος επειδή ήταν «τυπικός Έλληνας μεγαλοκαπιταλιστής που έβγαζε λαθραία από τη χώρα τεράστια ποσά για να κάνει επενδύσεις στην Αγγλία». Η αστυνομία διαθέτει τις ομολογίες του Χριστόδουλου Ξηρού και του Βασίλη Τζωρτζάτου οι οποίοι μαζί με τον Δημήτρη Κουφοντίνα, τον Γιάννη Σκανδάλη (!) και τον Πάτροκλο Τσελέντη σχεδίασαν και οργάνωσαν τη δολοφονία.
Άλλο ένα έγκλημα που έγινε στο Κολωνάκι και είχε πολιτικά κίνητρα ήταν η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη στην οδό Ομήρου, στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου είχε το γραφείο του. Ο Παύλος Μπακογιάννης είχε γεννηθεί το 1935 στο χωριό Βελωτά της Ευρυτανίας. Σπούδασε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου όπου γνώρισε και παντρεύτηκε την Ντόρα Μπακογιάννη, κόρη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Τον Ιούνιο του 1989 εκλέχτηκε βουλευτής της μονοεδρικής περιφέρειας Ευρυτανίας. Ήταν μετριοπαθής πολιτικός και αγωνίστηκε για την εθνική συμφιλίωση. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1989 τρεις ένοπλοι τον πυροβόλησαν με 45άρια πιστόλια και τον τραυμάτισαν θανάσιμα. «Αποφασίσαμε να εκτελέσουμε τον απατεώνα και ληστή του λαού Μπακογιάννη» έλεγε η προκήρυξη που έστειλε στην «Ελευθεροτυπία» η 17Ν. Σήμερα η Αστυνομία διαθέτει την ομολογία του Βασίλη Τζωρτζάτου ο οποίος μαζί με τους Αλέκο Γιωτόπουλο, Δημήτρη Κουφοντίνα, Σάββα Ξηρό και Ηρακλή Κωστάρη εμπλέκονται στο σχεδιασμό και στην εκτέλεση της δολοφονίας.
Πάμε πλατεία;
Δέκα χρόνια αργότερα, το Κολωνάκι έχει αναπτυχθεί, η πλατεία αποτελεί πόλο έλξης των νέων μετά τη φράση του Χριστόφορου Παπακαλιάτη «Πάμε πλατεία;» που επαναλάμβανε στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους». Μπαρ και καφέ ξεφυτρώνουν παντού, ενώ το βράδυ η Σκουφά και η Σόλωνος μετατρέπονται σε πιάτσες με πόρνες και τραβεστί. Τον Ιανουάριο του 1996 συλλαμβάνεται ο 22χρονος κατά συρροή δολοφόνος Αντώνης Δαγκλής για το φόνο και τον τεμαχισμό τριών ιερόδουλων. Τον πρώτο φόνο είχε διαπράξει το 1992, σε ηλικία 18 χρονών, όταν είχε σκοτώσει και τεμαχίσει με πριόνι και μαχαίρι μια αλλοδαπή ιερόδουλη αγνώστων στοιχείων που είχε ψαρέψει στο Κολωνάκι. Τα μέλη της άτυχης γυναίκας είχαν βρεθεί σε κάδους απορριμμάτων κοντά στην Αγγλική πρεσβεία και στο Πολεμικό Μουσείο. Ο 22χρονος, που ήταν αρραβωνιασμένος, υποστήριξε στην απολογία του ότι «στα θύματά του σκότωνε τη μητέρα του με την οποία διαφωνούσε που εργαζόταν σε νυχτερινό κέντρο». Αυτή τη φορά συνήγορος υπεράσπισης δεν ήταν ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος και έτσι ο Δαγκλής καταδικάστηκε 13 φορές ισόβια. Ο δολοφόνος άκουσε ψύχραιμος την ετυμηγορία των δικαστών. Ένα χρόνο αργότερα βρέθηκε απαγχονισμένος στο κελί 33 του Ψυχιατρείου των Δικαστικών Φυλακών Κορυδαλλού…
Ψάχνω για εγκλήματα στο Κολωνάκι στις μέρες μας και δεν βρίσκω κάτι τρανταχτό. Το Κολωνάκι άλλαξε και μαζί του και οι άνθρωποι. Δεν γίνονται πια ερωτικά εγκλήματα ή δολοφονίες με πολιτικά κίνητρα. Τώρα έχουμε βόμβες και εκβιασμούς σε εστιάτορες, καφετέριες και ιδιοκτήτες μπαρ.
Στο «Έγκλημα στο Κολωνάκι» ο Καρνέζης, που βρίσκεται δολοφονημένος, δεν είναι μόνο ζιγκολό πολυτελείας. Έχει και πάρε-δώσε με τον υπόκοσμο της εποχής. Και το μυστικό της λύσης του εγκλήματος εκεί κρύβεται στο βιβλίο, την επιτυχία του όμως τη χρωστάει στο συμβολισμό του τίτλου που ήθελε να πει ότι ακόμα και το πολυτελές Κολωνάκι είχε (και έχει) και τη σκοτεινή του πλευρά.
Έτσι ξεκινάει το «Έγκλημα στο Κολωνάκι». Ήταν το πρώτο από τα περίφημα αστυνομικά μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή και το δημοσίευσε το 1953 με το πραγματικό του όνομα, Γιάννης Τσιριμώκος.
Πηγή: lidoriki.com