Αυστραλοί ερευνητές αναμένεται να ξεκινήσουν δοκιμές θεραπείας του κοροναϊού που ελπίζουν ότι θα ανακουφίσει τους ασθενείς και θα περιορίσει την εξάπλωση του ιού.
Ο καθηγητής Ντέιβιντ Μόρις και η διεθνής ομάδα του έχουν προχωρήσει σε μετατροπές ενός αντικαρκινικού φαρμάκου που είναι γνωστό με την ονομασία «BromAc» το οποίο ενδέχεεται να εμποδίζει την πορεία του ιού προς τους πνεύμονες των ασθενών, αλλά και την εξάπλωσή του σε άλλα άττομα.
Η ομάδα έχει προχωρήσει σε συμφωνία με νοσοκομείο της Μελβούρνης, προκειμένου να προχωρήσει σε δοκιμές σε ασθενείς κοροναϊού τον επόμενο μήνα.
Το BromAc βρισκόταν εδώ και 11 χρόνια σε στάδιο ανάπτυξης, με στόχο τη χρήση του για τη θεραπεία του καρκίνου. Περιλαμβάνει δύο δραστικά στοιχεία, τα οποία είναι ικανά να διαλύσουν την «κορώνα» του κοροναϊού, καθιστώντας τον ανίκανο να προσβάλει άλλα κύτταρα.
Ένα από τα κύρια δραστικά στοιχεία είναι ένα ένζυμο από το κοτσάνι του ανανά, το οποίο δοκιμάστηκε σε εργαστήριο αφού παρατηρήθηκε ότι ορισμένοι χοίροι που κατανάλωναν ανανά, παρουσίαζαν ανθεκτικότητα σε συγκεκριμένα γαστρεντερικά προβλήματα.
«Πήραμε ένα φάρμακο που αναπτύσσεται εδώ και περισσότερα από δέκα χρόνια και αναρωτηθήκαμε πώς μπορούμε να το μετατρέψουμε προκειμένου να είναι δραστικό σε ασθενείς κοροναϊού», τόνισε σε δήλωσή του ο Μόρις.
«Τα εργαστηριακά στοιχεία δείχνουν ότι το νέο φάρμακο καθιστά αναποτελεσματική την «κορώνα» του κοροναϊού, παρεμποδίζοντάς τον από το να μολύνει άλλα κύτταρα».
«Ελπίζουμε ότι τα αποτελέσματα θα δείξουν ότι η θεραπεία μπορεί να περιορίσει τη λοίμωξη στο λαιμό και τη ρινική κοιλότητα, και να λειτουργήσει προστατευτικά προς το κατώτερο αναπνευστικό σύστημα, αλλά και να σταματήσει τη μετάδοση του ζωντανού ιού σε υγιείς», τόνισε.
Ελπίδα των επιστημόνων είναι ότι το φάρμακο θα μπορεί να χορηγείται στα πρώτα στάδια της λοίμωξης και να σταματά την εξέλιξή της στη ρίζα ττης.
«Αυτό θα σήμαινε ότι θα είχαμε στη διάθεσή μας έναν πολύ ασφαλή και αποτελεσματικό τρόπο να σώζουμε ζωές, να προστατεύουμε τους ευάλωτους εργαζόμενους, να αποφεύγουμε τη νοσηλεία και να δίνουμε στους ασθενείς τη δυνατότητα να επιστρέψουν στην καθημερινότητά τους», συνεχίζει.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι η θεραπεία δεν είναι τόσο δραστική όσο ένα εμβόλιο, όμως θα μπορούσε να λειτουργήσει μέχρι την κυκλοφορία του ως θεραπεία ή και μέσο πρόληψης.
Πηγή: www.inqld.com.au