Εκείνη την ταραγμένη νύχτα της 15ης προς την 16η Ιουλίου 2016, όταν η ζυγαριά είχε κλίνει προς την πλευρά του, ο Ερντογάν είχε από το αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης χαρακτηρίσει το πραξικόπημα «δώρο Θεού» για να εκκαθαριστούν πλήρως οι ένοπλες δυνάμεις. Τα όσα ακολούθησαν αποδεικνύουν πως εννοούσε απολύτως όσα είχε πει τότε.
Ένας τεράστιος αριθμός στρατιωτικών, αστυνομικών, στελεχών των μυστικών υπηρεσιών, δικαστών, εκπαιδευτικών και κάθε είδους δημοσίων λειτουργών συνελήφθησαν και απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους μετά το πραξικόπημα. Πέντε χρόνια μετά, οι εκκαθαρίσεις ακόμα συνεχίζονται και ο Ερντογάν είναι και με τη λαϊκή ψήφο υπερπρόεδρος-σουλτάνος.
Ο Τούρκος πρόεδρος εμφανίζει τις εκκαθαρίσεις σαν αναγκαίες για το ξήλωμα του “παράλληλου κράτους” που είχε συγκροτήσει η αδελφότητα του Γκιουλέν. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Ερντογάν συλλαμβάνει όσα στελέχη των τουρκικών κρατικών μηχανισμών υποψιάζεται ότι είναι απέναντί του και απολύει όλους όσους δεν είναι υποστηρικτές του καθεστώτος του.
Τέτοιοι δεν είναι μόνο τα μέλη της αδελφότητας του Γκιουλέν, είναι και κεμαλιστές και φιλελεύθεροι. Οι σχετικές λίστες είχαν συνταχθεί αρκετό καιρό πριν την απόπειρα πραξικοπήματος, ακριβώς επειδή οι εκκαθαρίσεις ήταν προαποφασισμένες και όχι αποτέλεσμα του πραξικοπήματος. Αυτό, όμως, διαμόρφωσε το κλίμα που ακόμα και τώρα, πέντε χρόνια μετά, επιτρέπει στον Ερντογάν μαζικές εκκαθαρίσεις.
Η αντίληψη για την εξουσία
Ο Τούρκος πρόεδρος είναι νεοοθωμανός και σ’ ό,τι αφορά την αντίληψή του για την εξουσία. Δεν αντιλαμβάνεται τον ρόλο του με δυτικούς όρους, ως διαχειριστή της εξουσίας που πρέπει να στηρίζεται σε θεσμούς και συναίνεση. Τον αντιλαμβάνεται με όρους καθεστώτος και επιβολής. Αυτή είναι, άλλωστε, η παράδοση στην Τουρκία. Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας φορέας της εξουσίας ήταν ο σουλτάνος. Μετά την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, ήταν ο Κεμάλ.
Όταν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Τουρκία έγινε μέλος του ΝΑΤΟ και συνδέθηκε οργανικά με τη Δύση, υποχρεώθηκε να υιοθετήσει τον κοινοβουλευτισμό. Επειδή δεν μπορούσε να υπάρχει προσωποπαγής εξουσία (ο Κεμάλ εξάλλου είχε πεθάνει), θεματοφύλακας και εγγυητής του καθεστώτος ανεδείχθη η κεμαλική στρατογραφειοκρατία με πυρήνα το Γενικό Επιτελείο.
Λόγω του τρόπου ίδρυσης και συγκρότησης της Τουρκικής Δημοκρατίας, οι αξιωματικοί είχαν υψηλό κύρος στους κόλπους της τουρκικής κοινωνίας. Η πλειονότητα των πολιτών και το ίδιο το πολιτικό σύστημα θεωρούσαν τις ένοπλες δυνάμεις ένα είδος θεματοφύλακα και εγγυητή του κράτους. Γι’ αυτό και δεν εκδηλώθηκε η παραμικρή λαϊκή αντίδραση στις τέσσερις φορές που μεταπολεμικά ο στρατός με τα όπλα, ή απλώς με ένα διάβημα, ανέτρεψε εκλεγμένη κυβέρνηση (1960, 1971, 1980 και 1997).
Το πραξικόπημα και η κεμαλική παρένθεση
Οι σκηνές οργανωμένων οπαδών του Ερντογάν και παραστρατιωτικών της SADAT να ξυλοκοπούν στρατιωτικούς και να διαπομπεύουν ανώτατους αξιωματικούς δεν καταρράκωσε μόνο το κύρος των ενόπλων δυνάμεων. Σημειολογικά συνιστά την ολοκλήρωση της διαδικασίας που άρχισε το 2002. Στην πραγματικότητα, όλα δείχνουν ότι ο κύκλος της κεμαλικής Τουρκίας έκλεισε. Το γεγονός ότι αντιδυτικά στοιχεία του κεμαλικού βαθέος κράτους έχουν συμμαχήσει με τον Ερντογάν και έχουν ενταχθεί στο καθεστώς του δεν αλλάζει τα πράγματα, το αντίθετο μάλλον.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τον Ιούνιο του 2016 ο νεοοθωμανικός όχλος δεν περιορίσθηκε σε βιαιοπραγίες εναντίον των πραξικοπηματιών. Εκφράζοντας την ιδεολογική ροπή του επιτέθηκε και εναντίον Κούρδων και Αλεβιτών. Επιθέσεις δέχθηκαν και γυναίκες “άσεμνα” ντυμένες, αλλά και άνδρες που έτυχε να πίνουν αλκόολ. Μπορεί οι επιθέσεις αυτές να μην ήταν οργανωμένες και συστηματικές, αλλά έδειξαν την τάση.
Χωρίς, βεβαίως, να το ομολογεί, για να εδραιώσει το καθεστώς του ο Ερντογάν κατά μία έννοια επανέφερε ατύπως την οθωμανική αρχή που διαχώριζε τους υπηκόους του σουλτάνου σε πιστούς μουσουλμάνους και σε απίστους. Οι πολίτες πρώτης κατηγορίας (οι σύγχρονοι “πιστοί”) είναι οι οπαδοί του καθεστώτος του, σουνίτες αντιδυτικοί με οθωμανικές αναφορές, δηλαδή η “βαθιά Τουρκία”. Όλοι οι άλλοι είναι δεύτερης κατηγορίας πολίτες, ένα είδος σύγχρονων “απίστων”.
Η δυαδική εξουσία
Όλα άρχισαν το 2002 με την εκλογική νίκη και τον σχηματισμό κυβέρνησης από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Αυτό ουσιαστικά οδήγησε σ’ ένα είδος δυαδικής εξουσίας. Με τη βοήθεια της αδελφότητας του Γκιουλέν η κυβέρνηση κέρδισε τον εσωτερικό πόλεμο εναντίον της κεμαλικής στρατογραφειοκρατίας, η οποία αρχικά κατείχε το κράτος, αλλά σταδιακά έχασε τον έλεγχο κρίσιμων κρατικών μηχανισμών.
Τότε, ο Ερντογάν θεώρησε πως ήταν η ώρα να ξεδιπλώσει την πολιτική ατζέντα του:
Πρώτον, άρχισε να συγκεντρώνει την εξουσία στα χέρια του με τη μετατροπή του πολιτεύματος σε προεδρικό. Η διαδικασία αυτή άρχισε με την εκλογή του στην Προεδρία της Δημοκρατίας με 52% το 2014 προχώρησε με το έστω και οριακό “ναι” στο σχετικό δημοψήφισμα του Απριλίου 2017 και ολοκληρώθηκε με τη νίκη του στις εκλογές του Ιουνίου 2018. Με άλλα λόγια, επιχειρεί να αναδειχθεί σ’ ένα είδος σύγχρονου σουλτάνου. Μέχρι τώρα, οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί τον είχαν εμποδίσει, αλλά το κλίμα που διαμόρφωσε η αποτυχία του πραξικοπήματος του άνοιξαν τον δρόμο.
Δεύτερον, δημιούργησε τα προηγούμενα χρόνια μία συνδεδεμένη με τον ίδιο και το καθεστώς του επιχειρηματική τάξη προερχόμενη από τους κόλπους του πολιτικού Ισλάμ. Τα πράγματα πήγαιναν καλά σ’ αυτόν τον τομέα, αλλά η βύθιση της Τουρκίας σε οξεία οικονομική κρίση άλλαξε το κλίμα.
Τρίτον, προωθεί σταδιακά αλλά αποφασιστικά την ισλαμοποίηση της δημόσιας ζωής με εμβληματική κίνηση την μετατροπή σε τζαμί της Αγίας Σοφίας. Οι αλλαγές που συντελούνται προς αυτή την κατεύθυνση την τελευταία δεκαετία στην Τουρκία είναι εμφανείς και η τάση αυτή προσλαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις. Ο Ερντογάν, άλλωστε, έχει μετατρέψει τις μάζες των οπαδών του σε όπλο για την προώθηση της ατζέντας του.
Τέταρτον, προωθεί τη μετατροπή της Τουρκίας σε ηγεμόνα του μεταοθωμανικού χώρου και σε περιφερειακή δύναμη. Οι επιχειρήσεις μπορεί να συνδέονται με το αντάρτικο του PKK, αλλά η εισβολή και κατοχή περιοχών στη βόρεια Συρία, η στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη και στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, η δημιουργία βάσεων στην ευρύτερη περίμετρο της Τουρκίας και το δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας” είναι οι εκδηλώσεις αυτής της στρατηγικής.
Πέμπτον, η Τουρκία ναι μεν διατηρεί τους δεσμούς της με τις ευρωατλαντικές δομές, αλλά παίζει για λογαριασμό της, αυτονομούμενη από τη Δύση. Είναι ακριβώς αυτή η τάση που υποχρέωσε τις ΗΠΑ και την ΕΕ να αντικαταστήσουν τους επαίνους με επικρίσεις.
Η στροφή του Γκιουλέν
Η στροφή της αδελφότητας Γκιουλέν εναντίον του Ερντογάν, που οδήγησε σε εμφύλιο στους κόλπους του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ, δεν ήταν άσχετη με τον διογκούμενο αυταρχισμό του νεοσουλτάνου. Κυρίως, όμως, αντανακλούσε την προσπάθεια της Ουάσιγκτον να τον αποδυναμώσει πολιτικά. Έτσι προέκυψαν οι εναντίον του έρευνες και κατηγορίες για διαφθορά, που πυροδότησαν τη σύγκρουση.
Η πίεση που είχε δεχθεί στο τέλος του 2013 ήταν για τον Ερντογάν αιτία πολέμου. Πράγματι, άρχισε τις εκκαθαρίσεις και τους διωγμούς εναντίον των γκιουλενιστών, στους οποίους και οφείλει την πολιτική επιβίωσή του στη δύσκολη δεκαετία 2002-2012. Δεν τους αντιμετωπίζει πλέον μόνο ως εσωτερικούς αντιπάλους της εξουσίας του. Τους αντιμετωπίζει και σαν μακρύ χέρι της αμερικανικής πολιτικής.
Ο Ερντογάν δεν ξεχνάει πως από τον Μάρτιο 2016 υπήρχαν αμερικανικά δημοσιεύματα που σχεδόν ωθούσαν σε πραξικόπημα. Ας σημειωθεί ότι από τον Μάρτιο 2016 οι Αμερικανοί στρατιωτικοί στη βάση του Ιντσιρλίκ είχαν στείλει τις οικογένειές τους στις ΗΠΑ. Όταν ο Τούρκος πρόεδρος κατονομάζει σαν υποκινητή του πραξικοπήματος τον Γκιουλέν, εμμέσως πλην σαφώς δείχνει την Ουάσιγκτον.
Συνεργάτες του έχουν κατηγορήσει ανοικτά τους Αμερικανούς ως υποκινητές. Στη συνέντευξή του στο Αλ Τζαζίρα, άλλωστε, και ο ίδιος είχε κάνει σχετικό υπαινιγμό, δηλώνοντας πως πιθανόν να υπήρξε ανάμιξη ξένων χωρών στην οργάνωση του πραξικοπήματος. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται και οι έντονες πιέσεις του προς τις ΗΠΑ να εκδώσουν στην Τουρκία τον αυτοεξόριστο στην Πενσυλβάνια ιμάμη.
Πηγή: apopseis.com