Ένας στους τρεις έφηβους και νέους που βγαίνουν από τις δομές παιδικής προστασίας νιώθουν ότι δεν έχουν κανέναν για να βασιστούν, την ώρα που συχνά δεν είναι και κατάλληλα προετοιμασμένοι με δεξιότητες για να κάνουν τη μετάβαση σε μια ανεξάρτητη ενήλικη ζωή. Αυτό αποκαλύπτει έρευνα που διεξήχθη στο πλαίσιο του προγράμματος «Rights After Care», το οποίο χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Το έργο, που παρουσιάστηκε σήμερα, υλοποιείται από τις οργανώσεις ‘Αρσις, ως συντονιστή, Praksis και Civis Plus, σε συνεργασία με το εκπαιδευτικό ινστιτούτο «Athens Lifelong Learning Institute». Το πρόγραμμα, που ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2018 και θα διαρκέσει ως το τέλος Αυγούστου του 2020, στοχεύει στη δημιουργία και παροχή μιας ολιστικής παρέμβασης για την προετοιμασία των νέων που αποχωρούν από φορείς παροχής φροντίδας και πρόνοιας, ώστε να αντιμετωπίζουν καλύτερα τις προκλήσεις μιας ανεξάρτητης ενήλικης ζωής και να μπορέσουν να ενσωματωθούν στην κοινότητα, αποκτώντας σημαντικές κοινωνικές δεξιότητες.
Στη σχετική έρευνα που διεξήχθη, στο πλαίσιο του έργου, συμμετείχαν 154 έφηβοι και νέοι ενήλικες που υποστηρίζονται από το σύστημα παιδικής προστασίας. Το 85,2% αυτών ήταν αγόρια. Το 62,5% ήταν ηλικίας 15-18 ετών, ενώ οι υπόλοιποι ενήλικες ως 24 ετών. Το 51,3% διέμειναν σε δομή παιδικής προστασίας από έναν ως δώδεκα μήνες, το 32,3% από 13 ως 36 μήνες και το 16,4% περισσότερους από 36 μήνες.
Το 64,9% των παιδιών παρακολουθούν ή έχουν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και το 12,3% φοιτούν ή έχουν ολοκληρώσει ΑΕΙ/ΤΕΙ, ωστόσο το 17,5% αυτών δεν έχει πάει σχολείο ή δεν έχει ολοκληρώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση, την ώρα που το ίδιο ποσοστό στο γενικό πληθυσμό είναι 4,7%.
Το 52,9% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι θέλει να συνεχίσει το σχολείο μετά την ολοκλήρωση της παραμονής τους σε δομή προστασίας, το 20,6% να σπουδάσει, το 5,8% να μάθει ξένες γλώσσες, το 3,9% να παρακολουθήσει τεχνική εκπαίδευση και μόλις το 1,9% δεν θέλει να συνεχίσει την εκπαίδευση.
Σε ερώτηση για το τι θεωρούν ως ιδιαίτερα σημαντικό για τα πρώτα τους βήματα έξω από τη δομή, το 43,9% των ερωτηθέντων απάντησε ότι ενδιαφέρεται να εργαστεί, το 11,6% να συνεχίσει την εκπαίδευσή του, το 11% να συνεχίσει να έχει βοήθεια, το 9% να έχει σπίτι, ένα ίδιο ποσοστό να μάθει τη γλώσσα και το 5,8% να έχει οικονομική βοήθεια.
Επίσης, οι ερωτώμενοι θεωρούν πολύ σημαντική για τη ζωή τους την εκπαίδευση σε θέματα απασχόλησης (σε ποσοστό 74,2%), σε θέματα διαμονής (65,2%), στην οικονομική διαχείριση (55,8%) και σε θέματα συναλλαγών με δημόσιες υπηρεσίες (52,9%).
Το 31% των παιδιών και νέων δήλωσε πως νιώθει ότι βγαίνει στην κοινωνία και δεν έχει κανέναν να βασιστεί. Το 16,9% ανέφερε ότι βασίζεται στον ξενώνα όπου φιλοξενείται, το 19,6% σε γονείς ή συγγενείς, το 11,5% σε στελέχη ΜΚΟ, το 16,2% σε φίλους και το 4,1% σε ομοεθνείς.
Επίσης, μετά την αποχώρηση από τη δομή παιδικής προστασίας το 46,9% επιθυμεί να μείνει σε διαμέρισμα. Σε ποσοστό 16,4% οι ερωτηθέντες δήλωσαν ότι θέλουν να ζουν μόνοι τους, ενώ το 11,7% δήλωσε ότι θέλει να συγκατοικήσει με ομοεθνείς, φίλους ή συγγενείς.
Στο δείγμα συμπεριλαμβάνονταν και ασυνόδευτοι ανήλικοι, από τους οποίους το 53,9% επιθυμεί να μείνει στην Ελλάδα, το 25% να πάει σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα και μόλις το 2,6% να επιστρέψει στη χώρα του. Μόλις το 21% των παιδιών αυτών θεωρεί ότι το επίπεδο γνώσης της ελληνικής γλώσσας είναι άριστο ή καλό.
Συνέργειες ΜΚΟ και δήμων
Η ειδική γραμματέας Προστασίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων, Ειρήνη Αγαπηδάκη, ανέδειξε την ανάγκη εύρεσης νέων πιστοποιημένων εκπαιδευτικών μεθόδων για τους ασυνόδευτους, καθώς ανέφερε ότι είναι υψηλό το ποσοστό dropouts από την επίσημη τυπική εκπαίδευση.
Επίσης, υπογράμμισε ότι «πολλοί ασυνόδευτοι ανήλικοι έχουν το πρωταρχικό αίτημα να δουλέψουν και δεν έχει νόημα να στερούμε αυτή τη δυνατότητα». «Με βάση την κείμενη νομοθεσία, ένας 16χρονος, με την άδεια του κηδεμόνα του, μπορεί να κάνει μια δουλειά το καλοκαίρι. Την ίδια δυνατότητα όμως δεν τη δίνουμε σε κάποιον ασυνόδευτο ανήλικο και επιπλέον δεν υπάρχει πλαίσιο προστατευτικό για να διασφαλίσουμε ότι δεν θα έχουμε νέα φαινόμενα Μανωλάδας», πρόσθεσε. Κατέληξε δε, ότι «το μοντέλο που προσπαθούμε να προωθήσουμε είναι να φέρουμε μαζί τις ΜΚΟ με τους δήμους για να αναπτύξουμε συνέργειες και να πάμε αυτή τη δουλειά που έχει γίνει ως τώρα ένα βήμα παραπέρα, με άξονα την κοινωνική ένταξη».
Ο γενικός γραμματέας Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Καταπολέμησης της Φτώχειας, Γιώργος Σταμάτης, προανήγγειλε τέσσερα εθνικά σχέδια δράσης, για τα άτομα με αναπηρία, για τη δημιουργία του θεσμού του προσωπικού βοηθού για τα άτομα με αναπηρία, για την ανάπτυξη της κοινωνικής κατοικίας και για την αποϊδρυματοποίηση.
Σχετικά με το μοντέλο του προσωπικού βοηθού, που «βοηθά τα άτομα με αναπηρία να οδηγηθούν σε καλύτερο βαθμό ανεξάρτητης διαβίωσης», ο κ. Σταμάτης εξήγησε ότι το υπουργείο εξετάζει να συμπεριλάβει σε αυτό και ανήλικους με αυτισμό.
Τέλος, για το σχέδιο αποϊδρυματοποίησης, τόνισε ότι ο στόχος για την αναδοχή και την υιοθεσία είναι «να φτάσουμε στο επίπεδο του ενός χρόνου» από την αίτηση ως την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Επίσης, τον Οκτώβριο θα γίνει μια πανελλαδική καμπάνια για την αναδοχή, καθώς «έχουμε διαπιστώσει ένα έλλειμμα κατανόησης αυτής της πιο -κατ’ εμέ- υπερβατικής στόχευσης».
Επιζήμιες οι επιπτώσεις της ιδρυματικής φροντίδας
Σχολιάζοντας την έρευνα του προγράμματος «Rights After Care» η Θεώνη Κουφονικολάκου, βοηθός Συνηγόρου του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού, επισήμανε ότι «οι επιζήμιες επιπτώσεις της ιδρυματικής φροντίδας στα παιδιά δεν είναι γνωστές στο ευρύ κοινό. Τα παιδιά παρουσιάζουν μεγάλη καθυστέρηση στην ανάπτυξη των γνωστικών δεξιοτήτων τους, καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου, χαμηλότερη νοημοσύνη και βέβαια επηρεάζεται η ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη, υπό την έννοια ότι συχνά τα παιδιά στα ιδρύματα επιδεικνύουν επιθετική συμπεριφορά ή απόσυρση».
Ανάμεσα στις προτεραιότητες που πρέπει να τεθούν, η κ. Κουφονικολάκου ανέδειξε, μεταξύ άλλων, την ανάγκη εισαγωγής αυστηρών κανόνων για την οριοθέτηση της λειτουργίας των υφιστάμενων ιδρυματικών δομών προστασίας, την περιοδική αξιολόγηση της τοποθέτησης των παιδιών σε ιδρύματα και την πιστοποίηση των δομών. Επίσης, τη στελέχωση με επιμορφωμένους επαγγελματίες των κοινωνικών υπηρεσιών και των οργανώσεων, οι οποίοι θα πρέπει να εργάζονται σταθερά, καθώς «η μεγάλη κινητικότητα και οι ευέλικτες σχέσεις εργασίας που παρατηρούνται στο πεδίο δεν προάγουν τα δικαιώματα του παιδιού διότι δεν υποστηρίζουν τις σχέσεις εμπιστοσύνης που πρέπει να δημιουργηθούν και τη δημιουργία προσώπων συναισθηματικής αναφοράς σε παιδιά που είναι ήδη πολύ τραυματισμένα και ταλαιπωρημένα».
Σύμφωνα με στοιχεία που παρέθεσε η επικεφαλής της ‘Αρσις, Κατερίνα Πούτου, αυτή τη στιγμή περίπου 8.000 παιδιά βρίσκονται σε δομές παιδικής προστασίας, δημόσιες, εκκλησιαστικές ή οργανώσεων. Από αυτά, τα 3.000 παιδιά έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ελλάδα και τα υπόλοιπα είναι ασυνόδευτα ανήλικα. Όπως πρόσθεσε, οι δομές για τα ασυνόδευτα παιδιά, «έχουν διεπιστημονικότητα και αναλογικότητα, ενώ ελέγχονται πολύ αυστηρά», αντίθετα με τις άλλες δομές.
Ο Γιώργος Νικολαΐδης, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, υπογράμμισε ότι η αποφοίτηση των νέων από το σύστημα παιδικής προστασίας «είναι τεράστιο θέμα. Δεν υπάρχει στην πραγματικότητα καμία πρόβλεψη, τα τελευταία χρόνια υπάρχει αυτή η ανανεούμενη πρόβλεψη για στέγαση και επανένταξη που αφορά επιδότηση στέγης και εργασίας για πολύ λίγο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, η εστίαση είναι σε αμιγώς κοινωνικοεπαγγελματικά πράγματα και δεν υπάρχει μόνιμη και εναργής κάλυψη των αναγκών των ανθρώπων που βγαίνουν από τα ιδρύματα». Κατά τον κ. Νικολαΐδη, σημαντική είναι η διάσταση της ηλικίας εξόδου των νέων από το σύστημα παιδικής προστασίας, καθώς «φαίνεται ότι η ένταση και της ψυχοπαθολογίας και της κοινωνικής δυσλειτουργίας είναι κυρίως την πρώτη δεκαετία της εξόδου από τη φροντίδα, ενώ είναι διαφορετικά τα ευρήματα σε όσους είναι στην ηλικία των 30+».
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ