Η ταινία Apollo 13 περιγράφει με δραματικό τρόπο την προσπάθεια να επιστέψουν σώοι στη Γη οι αστροναύτες της «καταραμένης» πτήσης της οποίας το πλήρωμα όχι μόνο δεν κατόρθωσε να πατήσει στη Σελήνη, όπως ήταν το πλάνο, αλλά βρέθηκε να παλεύει για την ζωή του στο αχανές διάστημα.
Πρωταγωνιστής στο φιλμ δεν είναι άλλος από τον Τομ Χανκς, που υποδύεται τον διοικητή της αποστολής, Τζιμ Λαβέλ, αλλά όσοι γνωρίζουν την υπόθεση ή έστω έχουν δει την ταινία, αντιλαμβάνονται ότι οι πραγματικοί ήρωες ήταν εκείνοι που είχαν μείνει στη Γη και βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα ζήτημα κυριολεκτικά ζωής και θανάτου.
Μια έκρηξη αχρήστευσε το κύριο σκάφος, με αποτέλεσμα όλο το πλήρωμα να χρειαστεί να επιστρέψει μέσα στην μικρή άκατο που δεν ήταν σχεδιασμένη για διαστημικά ταξίδια αλλά μόνο για προσσελήνωση, ενώ για να γίνουν τα πράγματα ακόμη δυσκολότερα, προέκυψε θέμα στο σύστημα δέσμευσης του διοξειδίου του άνθρακα. Ο θάνατός τους ήταν το πιο πιθανό σενάριο και φάνταζε αναπόφευκτος.
Τότε ήταν που ανέλαβε δράση η ομάδα των επιστημόνων της NASA, όπου μερικά από τα κορυφαία μυαλά του κόσμου συγκεντρώθηκαν με αποκλειστικό στόχο να βρουν λύσεις στα προβλήματα που είχαν προκύψει, επισκευάζοντας τις ζημιές από απόσταση και προσπαθώντας να φτιάξουν από τα διαθέσιμα υλικά της ακάτου, εργαλεία που θα αντικαταστήσουν όργανα αξίας εκατομμυρίων δολαρίων.
Μέλος εκείνης της ομάδας –και μάλιστα ηγετικό- ήταν ο Αντώνης Κονταράτος, ο οποίο σε μια στιγμή ρίσκου, τόλμης και καινοτομίας βρήκε τρόπο να συνδυάσει άσχετα μεταξύ τους αντικείμενα ώστε να λειτουργήσουν ως «σανίδα σωτηρίας» για το πλήρωμα του «Apollo 13».
Είναι πραγματικά παράξενο που το όνομά του είναι πιο γνωστό στην Αμερική παρά στην Ελλάδα, την χώρα που τον γέννησε, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν είναι η πρώτη φορά που η εγχώρια κοινή γνώμη αγνοεί ουσιαστικά την ύπαρξη ενός ανθρώπου που έπαιξε τόσο καθοριστικό ρόλο σε ένα τέτοιας έκτασης πανανθρώπινο κατόρθωμα.
Ο Κονταράτος γεννήθηκε το 1933 στην Αθήνα, με καταγωγή από τον Πύργο της Σαντορίνης. Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και στη συνέχεια βρέθηκε στα κορυφαία πολυτεχνικά ινστιτούτα των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Πρώτα στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) και στη συνέχεια στοΤεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνιας (Caltech). Με τέτοιο εντυπωσιακό βιογραφικό, δεν άργησε να ενταχθεί στη NASA που εκείνη την εποχή στρατολογούσε τους κορυφαίους επιστήμονες του κόσμου, στην προσπάθειά της να νικήσει τους Σοβιετικούς στην κούρσα κατάκτησης του διαστήματος.
Από το 1965 μέχρι το 1976 υπήρξε επικεφαλής μιας ειδικής ομάδας αποτελούμενης από επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων, που είχαν αναλάβει τον ρόλο των ανθρώπων που καλούνταν να δώσουν λύσεις και προτάσεις, σκεπτόμενοι «έξω από το κουτί» ώστε με ανορθόδοξες πολλές φορές προτάσεις να προλαβαίνουν ή να διορθώνουν το κακό.
Ως προϊστάμενος Διαστημικών Εφαρμογών και Διαστημικής Φυσιολογίας της εταιρείας Μπέλκομ , που ήταν η τεχνική σύμβουλος της Διεύθυνσης Επανδρωμένων Πτήσεων της NASA, ο Κονταράτος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επικράτηση των Αμερικανών σε αυτόν τον ιδιόρρυθμο «πόλεμο». Αναμφισβήτητα κορυφαία και σπουδαιότερη στιγμή της καριέρας του ήταν εκείνη η δραματική διάσωση του «Apollo 13», αλλά σε αυτή την δεκαετή (και πλέον) πορεία του υπήρξαν κι άλλες που δεν κατάφεραν να βρουν τον δρόμο προς τη δημοσιότητα.
Για τις υπηρεσίες και τα πρωτοφανή επιτεύγματά του γνώρισε αμέτρητες τιμές από τους Αμερικανούς, αλλά αρνήθηκε την σημαντικότερη –ίσως- από όλες. Ως φόρο τιμής και ένδειξη ευγνωμοσύνης η NASA θέλει να δώσει το όνομά του σε μια κρημνώδη κορυφογραμμή του φεγγαριού. Εκείνος, αντιπρότεινε το «Dorsum Thera», θέλοντας να τιμήσει με αυτόν τον τρόπο την καταγωγή του από την Σαντορίνη.
Η προσφορά του δεν περιορίστηκε μόνο στην προσπάθεια κατάκτησης του διαστήματος, αλλά επεκτάθηκε σε πάμπολλα επιστημονικά πεδία, ξεκινώντας από την υποβρύχια έρευνα και την οδική ασφάλεια και καταλήγοντας στην καταπολέμηση του καρκίνου και του AIDS, μέχρι το 1991 όταν και επέστρεψε στην Ελλάδα, με την οποία πάντως είχε διατηρήσει δεσμούς καθώς το 1976 εξελέγη καθηγητής διοίκησης της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών, όπου και δίδαξε μέχρι το 1984, ενώ από το 1979 μέχρι το 1982 υπήρξε διευθύνων σύμβουλος του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.
Τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής του τα πέρασε προσφέροντας τις υπηρεσίες του από διάφορες θέσεις, κυρίως σε νοσηλευτικά και ερευνητικά ιδρύματα της χώρας, μέχρι τον θάνατό του το 2009. Όταν, δηλαδή, η Ελλάδα έχασε ένα από τα μεγαλύτερα μυαλά της, του οποίου όμως την ύπαρξη αγνοεί ακόμη και σήμερα σε μεγάλο βαθμό η κοινή γνώμη.