28 Μαΐου 1997. Σε ένα διαμέρισμα της Νέας Σμύρνης κείτονταν τέσσερις άνθρωποι. Οι τρεις από αυτούς ήταν νεκροί, ενώ η τέταρτη χαροπάλευε σωριασμένη στην πιλοτή της διπλοκατοικίας. Ο πρώην σύντροφός της την είχε ρίξει από το μπαλκόνι, αφού πρώτα την πυροβόλησε για να σιγουρευτεί ότι θα έβρισκε σίγουρο θάνατο.
Η Σ.Σ ήταν μία 44χρονη μητέρα δύο παιδιών. Με τον σύζυγο και πατέρα των παιδιών της είχαν χωρίσει τα τελευταία τέσσερα χρόνια κι έτσι, οι τρεις τους έμεναν πλέον μόνοι τους σε ένα μικρό διαμέρισμα. Η Σ.Σ διατηρούσε δύο καταστήματα ρούχων.
Το 1995, στη ζωή της 42χρονης τότε γυναίκας μπήκε ένας άντρας 14 χρόνια μικρότερός της. Όσοι τους γνώριζαν μίλησαν για θυελλώδη έρωτα. Οι δυο τους γρήγορα ήρθαν κοντά και, παρά τη διαφορά ηλικίας, σύναψαν σχέση.
Ωστόσο, τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια δεν άργησαν να φανούν. Ο νεαρός ζήλευε παθολογικά τη σύντροφό του, με αποτέλεσμα πολύ συχνά να ξεσπούν μεγάλοι καβγάδες. Της τηλεφωνούσε διαρκώς, την επισκεπτόταν απρόσμενα στη δουλειά και της έκανε σκηνές ζηλοτυπίας, οι οποίες ενίοτε κατέληγαν ακόμη και σε χειροδικία.
Η κατάσταση αυτή είχε κουράσει τη Σ.Σ που πλέον έβλεπε ότι η σχέση τους δεν είχε μέλλον. Είχαν περάσει δύο χρόνια και ήταν πια αποφασισμένη να το λήξει. Όταν του γνωστοποίησε την απόφαση της, εκείνος εξοργίστηκε και άρχισε να προσπαθεί απελπισμένα να τη φέρει πάλι κοντά του. Οι επισκέψεις στη δουλειά και τα τηλέφωνα έγιναν πιο εντατικά από ποτέ.
Το απόγευμα της 27ης Μαΐου, η 44χρονη γυναίκα του ξεκαθάρισε για τελευταία φορά ότι ο χωρισμός τους ήταν οριστικός. Δεν υπήρχε περίπτωση να επιστρέψει σε εκείνον. Τον παρακάλεσε μάλιστα να την αφήσει ήσυχη. «Μόνο νεκρή», ήταν η απάντησή του. Η Σ.Σ είχε δεχθεί παρόμοιες απειλές στο παρελθόν, οπότε αν και θορυβήθηκε, δεν έκανε κάτι.
Το ίδιο βράδυ, γυρνώντας σπίτι με την κόρη της, είδε το αυτοκίνητο του 30χρονου παρκαρισμένο απ’ έξω. Προσποιούμενες ότι δεν τον πρόσεξαν, μπήκαν γρήγορα στο σπίτι και κλείδωσαν την πόρτα. «Μην του ανοίξετε όσο κι αν χτυπάει». Η εντολή της μητέρας της Ιωάννας και του Λευτέρη ήταν σαφής. Λίγο αργότερα πήγαν κι οι τρεις για ύπνο.
Στις 4:30 τα ξημερώματα, ο Δημήτρης Κ. που βρισκόταν ακόμη απ’ έξω, πήρε τη μακάβρια απόφαση. Μπήκε στην πιλοτή του διώροφου σπιτιού και αναρριχήθηκε στο μπαλκόνι της πρώην συντρόφου του. Τυφλωμένος από την οργή και τη ζήλια, κατάφερε να παραβιάσει την συρτή πόρτα και βαστώντας ένα όπλο, μπήκε στο υπνοδωμάτιο που άλλοτε μοιραζόταν με τη Στέλλα.
«Κοιμόμουν όταν αισθάνθηκα ένα σφίξιμο στο λαιμό. Ξύπνησα και τότε τον είδα. Με είχε πιάσει από τον λαιμό. Προσπάθησα να του μιλήσω. Αυτός όμως με έσυρε στο μπαλκόνι.»
Εκεί, ο άντρας πέταξε την 44χρονη από το μπαλκόνι και κατά τη διάρκεια της πτώσης την πυροβόλησε. Ο κρότος και οι φωνές ξύπνησαν την Ιωάννα και το Λευτέρη που κοιμόντουσαν στο διπλανό δωμάτιο. Όταν έσπευσαν να δουν τι συμβαίνει, βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο με τον άνθρωπο που μέχρι πρότινος ζούσε κάτω από τη στέγη τους και είχε γίνει κατά κάποιο τρόπο μέλος της οικογένειάς τους.
Χωρίς να διστάσει, ο δολοφόνος τράβηξε για άλλη μια φορά τη σκανδάλη και αφαίρεσε τη ζωή από τα δύο νεαρά παιδιά. Λίγες στιγμές αργότερα αυτοκτόνησε κι ο ίδιος. Η μητέρα σώθηκε από θαύμα. Η σφαίρα τη βρήκε στο γλουτό, ενώ τα φυτά στον κήπο εξομάλυναν την πτώση, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί στο νοσοκομείο με μερικά κατάγματα.
Οι γιατροί περίμεναν να αναρρώσει για να της αποκαλύψουν την αλήθεια. Η 44χρονη γυναίκα έμαθε για το τραγικό τέλος των παιδιών της λίγες ώρες πριν την κηδεία τους. Μαζί της βρισκόταν η μητέρα της, οι αδερφές της και ένας ψυχολόγος. Το σοκ ήταν τεράστιο κι ο πόνος αβάσταχτος.
Λέγεται ότι η άλλοτε δραστήρια και δυναμική επιχειρηματίας εγκατέλειψε τα εγκόσμια και αποφάσισε να μονάσει. Μάλιστα, χάριν της μνήμης της κόρης της, επέλεξε το όνομα αδελφή Ιωάννα. Το 2005, η τραγική ιστορία της έγινε επεισόδιο στην τηλεοπτική σειρά του Πάνου Κοκκινόπουλου, «Δέκατη Εντολή».