Κάθε αεροπορικό δυστύχημα αποτελεί γεγονός που σοκάρει, ιδιαίτερα όταν έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια ανθρώπινων ζωών.
Στην περίπτωση της πτήσης SR 316 της Swissair το σοκ ήταν ακόμη μεγαλύτερο όταν έγινε γνωστό το φορτίο του.
Το ημερολόγιο έγραφε 7 Οκτωβρίου 1979 και το αεροπλάνο τύπου DC-8 των ελβετικών αερογραμμών ετοιμαζόταν να προσγειωθεί στο παροπλισμένο σήμερα αεροδρόμιο του Ελληνικού. Η πτήση από την Γενεύη με προορισμό την Αθήνα δεν είχε συναντήσει το παραμικρό πρόβλημα. Το μόνο που απέμενε ήταν να αγγίξει το έδαφος και να ακινητοποιηθεί.
Ο κυβερνήτης Φραντς Σμουτς και ο συγκυβερνήτης Μάρτιν Ντίρινγκερ –φαινομενικά- ακολούθησαν τις τυπικές διαδικασίες προσγείωσης, χρησιμοποιώντας τον διάδρομο 15 L. Όμως ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα ήρθε η τραγωδία.
Από λανθασμένους υπολογισμούς το αεροσκάφος δεν σταμάτησε στο προβλεπόμενο σημείο, έφτασε στο τέλος του διαδρόμου και βγήκε σε παρακείμενο δρόμο, όπου από την σφοδρότητα της σύγκρουσης διαχωρίστηκε η ουρά και το μέρος της αριστεράς πλευράς της ακάτου.
Το θηριώδες αεροπλάνο βρέθηκε στον δρόμο κοντά στο Γκολφ της Γλυφάδας, που παρουσίαζε υψομετρική διαφορά περίπου τεσσάρων μέτρων σε σχέση με το αεροδρόμιο. Αυτό είχε ως συνέπεια να συμπιεστούν οι τροχοί προς τα πάνω και τελικά να οδηγηθούν στον θάνατο 14 από τους συνολικά 142 επιβαίνοντες.
Άμεσα έσπευσαν στο σημείο σωστικά συνεργεία, ασθενοφόρα αλλά και δυνάμεις της πυροσβεστικής, αφού λόγω της σύγκρουσης είχε εκδηλωθεί φωτιά. Οι προσπάθειές τους έσωσαν πολλές ζωές, χωρίς πάντως ούτε οι ίδιοι να γνωρίζουν πιθανότατα με τι είδους κίνδυνο είχαν έρθει αντιμέτωποι στην πραγματικότητα.
Όπως έγινε γνωστό αργότερα, το αεροπλάνο δεν εκτελούσε ένα τυπικό δρομολόγιο ούτε είχε κάποιο συνηθισμένο εμπόρευμα. Μέσα σε αυτό υπήρχαν περισσότερα από 450 κιλά ραδιοϊσοτόπων, αλλά και μικρή ποσότητα πλουτωνίου, την οποία μετέφερε στις αποσκευές του ένας γιατρός.
Ευτυχώς για όλους, τα επικίνδυνα ραδιενεργά υλικά δεν προκάλεσαν μεγαλύτερο όλεθρο. Άλλωστε, οι 14 άνθρωποι που είχαν χάσει ήδη την ζωή τους ήταν αρκετοί για να περιέλθει το πανελλήνιο και ειδικότερα οι κάτοικοι του Λεκανοπεδίου σε κατάσταση σοκ. Ένα αεροπλάνο είχε φτάσει σχεδόν κυριολεκτικά μέχρι τις πόρτες τους, κουβαλώντας ένα τόσο επικίνδυνο φορτίο…
Ωστόσο αυτό δεν ήταν το μόνο πράγμα που μετέφερε το αεροσκάφος της Swissair. Στα «σπλάχνα» του κουβάλαγε και βιομηχανικά(άκοπα δηλαδή) διαμάντια αξίας (τότε) 2 εκατομμυρίων δολαρίων, τα οποία προορίζονταν για Μουμπάι, που τότε ονομαζόταν ακόμη Βομβάη.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της τεράστιας ποσότητας βρέθηκε ανάμεσα στα συντρίμμια και τα πτώματα, όμως σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά, η φωτιά και οι υψηλές θερμοκρασίες που αναπτύχθηκαν τα είχαν καταστρέψει, καθιστώντας άχρηστα γυαλιστερά πετράδια καμίας αξίας.
Κι ενώ το ελληνικό κοινό προσπαθούσε να «χωνέψει» τις αποκαλύψεις για αυτό το δίχως άλλο παράξενο δυστύχημα, οι Αρχές προσπαθούσαν να λύσουν τον γρίφο της τραγωδίας και να αποκωδικοποιήσουν τα αίτια που οδήγησαν σε αυτήν.
Το πόρισμα των εμπειρογνωμόνων «έδειξε» τους δύο πιλότους ως υπαίτιους. Οι χειριστές είχαν αργήσει κατά πολύ να κατεβάσουν το αεροπλάνο, χάνοντας περίπου τον μισό αεροδιάδρομο, ενώ η κάθοδος πραγματοποιήθηκε με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από την προβλεπόμενη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το αεροσκάφος ακούμπησε το έδαφος με ταχύτητα 142 κόμβων (270 χιλιόμετρα) την ώρα, ενώ επιπλέον δεν χρησιμοποίησαν σωστά το σύστημα αντίστροφης ώσης, που λειτουργεί επικουρικά ως φρένο κατά την διάρκεια της προσγείωσης.
Φαίνεται πως κυβερνήτης και συγκυβερνήτης τα έκαναν όλα λάθος, μη γνωρίζοντας την ακριβή θέση και στοιχεία πτήσης του σκάφους τους. Το κατέβασαν πολύ αργά, με υπερβολική ταχύτητα και δίχως να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά τα διαθέσιμα εργαλεία για να το σταματήσουν. Από την πλευρά της εταιρείας προτάχθηκε το σενάριο ότι υπεύθυνη για το κακό ήταν η… φύση.
Υποστηρίζοντας δηλαδή ότι η πρώτη φθινοπωρινή βροχή που είχε πέσει στην Αττική νωρίτερα εκείνη την ημέρα, είχε αφήσει γλίτσα στον διάδρομο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επιβραδυνθεί αποτελεσματικό η πορεία του προς το μοιραίο.
Το δικαστήριο που ολοκληρώθηκε περίπου 4 χρόνια αργότερα δέχθηκε ουσιαστικά το πόρισμα της επιτροπής που διερεύνησε το δυστύχημα και όχι εκείνη της Swissair. Καταδίκασε τους Σμουτς και Ντίρινγκερ σε φυλάκιση 5 και 2,5 ετών, αντίστοιχα, κρίνοντάς τους ένοχους για ανθρωποκτονία εξ αμελείας, πρόκληση πολλαπλών σωματικών βλαβών και παρακώλυση της εναέριας κυκλοφορίας.
Οι δύο πιλότοι αφέθηκαν ελεύθεροι με εγγύηση μέχρι να φτάσει η υπόθεση στο Εφετείο, το οποίο μετέτρεψε την ποινή τους σε εξαγοράσιμη.
Στην ουσία δεν πέρασαν ποτέ το κατώφλι της φυλακής, ενώ στη συνέχεια παρέμειναν στο προσωπικό της εταιρείας, χωρίς ωστόσο να ξαναπετάξουν ποτέ…