Λίγες μέρες πριν από την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου ο ο 99χρονος Ασημάκης Πολυπαθέλλης έφυγε από τη ζωή. Φέτος. Ο κυρ Ασημάκης, ήταν ο τελευταίος ήρωας της Μυτιλήνης.
«Την καριέρα μου, την ξεκίνησα από μια πλάκα». Ούτε 17 χρονών δεν ήταν όταν κολυμπώντας στη Φυκιότρυπα στη Μυτιλήνη, παίζοντας με το φίλο του τον Τάσο Μανάκα «σαλτάρισε» σε μια γερμανική βάρκα με όπλα. Οι Γερμανοί δεν καταλάβαιναν όμως, από πλάκες. Βγήκε στην ακτή, κρύφτηκε γυμνός στα γύρω δένδρα, τον κατσάδιασε ο ιερέας πατέρας του και μετά. Μετά οργανώθηκε η διαφυγή του στα απέναντι παράλια. Η ποινή που τον περίμενε σε περίπτωση σύλληψής του για αυτόν τον εφηβικό «χαβαλέ» ήταν ο θάνατος δια εκτελέσεως λίγα μέτρα παραπέρα. Στον τόπο εκτέλεσης των πατριωτών που συλλαμβάνονταν στη Μυτιλήνη, στα Τσαμάκια.
Πρώτα πήγε το στρατόπεδο της Περγάμου όπου συγκεντρώνονταν οι στρατιωτικοί κάθε βαθμού αλλά και όσοι ήθελαν να πολεμήσουν και οι οποίοι περνούσαν στη Μικρασία από τον Έβρο και τα νησιά. Και μετά στη Σμύρνη κι ύστερα στο Χαλέπι. Εκεί και στρατεύθηκε στον Ελληνικό Στρατό που μάχονταν στη βόρεια Αφρική. Ακολούθησαν οι απελευθερωτικές αποστολές στα νησιά του Αιγαίου.
«Δεν συμπαθούσα τους κομμουνιστές, αλλά αντιπαθούσα… τους γκεσταπίτες» έλεγε.
Έχασε την ευκαιρία να γίνει δάσκαλος, λόγω του γάμου του. Έχασε και την ευκαιρία να φοιτήσει στη Σχολή Ευελπίδων, δεν κατάλαβε τις δυνατότητες επαγγελματικής εξέλιξης στο Στρατό λόγω της συμμετοχής του στα πολεμικά μέτωπα. «Δε βαριέσαι» κατέληξε υπάλληλος στην Αθήνα. Μα σαν συνταξιοδοτήθηκε επέστρεψε στον Ασώματο. «Το ομορφότερο μέρος στον κόσμο» έλεγε.