Αν και θα περίμενε κανείς οι νεκροί να είναι απαλλαγμένοι συναισθημάτων, η αλήθεια είναι ότι οι νεκροί και χαίρονται και λυπούνται.
Οι νεκροί και χαίρονται και λυπούνται αναλόγως με τη ζωή που έζησαν. Άλλωστε, οι ψυχές των ανθρώπων, ζουν και μετά το θάνατον.
Αν, οι νεκροί εδώ έζησαν μέσα στην Εκκλησία, κοντά στον Χριστό τηρούντες το θέλημά Του, θα είναι και εκεί κοντά στον Κύριο, στον Παράδεισο και θα χαίρονται.
Αν εδώ έζησαν μακρυά από τον Χριστόν και την Εκκλησία μας, δεν τηρούσαν το θέλημά Του και έζησαν στο ηθικό σκοτάδι, και εκεί θα είναι μακρυά από τον Χριστό, στο σκοτάδι της κολάσεως και ασφαλώς θα λυπούνται. Διάβάστε και την ευαγγελική περικοπή: Λουκά ΙΣΤ 19-31.
Άλλωστε, όπως έλεγε ο Μέγας Βασίλειος η ψυχή εξομοιώνεται με όσα κάνουμε εν ζωή, παίρνει τη μορφή και το σχήμα των πράξεών μας.
Η Ευαγγελική περικοπή που μας κάνει κοινωνούς αυτής της καταστάσεως των ψυχών, αλλά και των συναισθημάτων που αυτές βιώνουν μετά τον θάνατο, είναι του ευαγγελιστού Λουκά. Η παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου.
Παραθέτουμε προς χρήσιμα συμπεράσματα την ευαγγελική περικοπή σε ερμηνευτική απόδοση:
Ειδικώτερα δε δια τον πλούτον ακούσατε και αυτήν την παραβολήν· Ενας άνθρωπος ήτο πλούσιος και εφορούσε κόκκινον πανάκριβον ένδυμα και λευκόν, λινόν πολυτελή χιτώνα. Και κάθε ημέρα ηυφραίνετο με πολυδάπανα λαμπρά συμπόσια. Εζούσε δε τότε και κάποιος πτωχός ονάματι Λαζαρος, ο όποιος ήτο παραπεταμένος κοντά εις την μεγάλην εξώπορτα του πλουσίου, γεμάτος από πληγάς. Και αυτός επιθυμούσε να χορτάση την πείνα του από τα ψίχουλα, που έπιπταν από το τραπέζι του πλουσίου. Και σαν να μην έφθαναν αυτά, οι σκύλοι έγλειφαν τας πληγάς του γυμνού σχεδόν σώματός του. Συνέβη δε να πεθάνη ο πτωχός και να μεταφερθή από τους αγγέλους εις τας αγκάλας του Αβραάμ, στον παράδεισον δηλαδή όπου ο Αβραάμ μαζή με τους δικαίους αναπαύονται και ευφραίνονται. Επέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη με πολλήν μεγαλοπρέπειαν. Η ψυχή του όμως κατέβηκε στον Αδην. Και στον Αδην όπου εβασανίζετο, εσήκωσε τα μάτια του και βλέπει τον Αβραάμ από μακρυά και τον Λαζαρον εις τας αγκάλας του. Και αυτός, που τόσην αδιαφορίαν και σκληρότητα είχε δείξει, όταν ζούσε εις την γην, εφώναξε τώρα και είπε· Πάτερ Αβραάμ, σπλαγχνίσου με και στείλε τον Λαζαρον να βρέξη την άκρη από το δάκτυλο του στο νερό και να δροσίση την γλώσσαν μου, διότι πονώ φοβερά μέσα εις την βασανιστικήν αυτήν φλόγα του Αδου. Είπε δε ο Αβραάμ· Τεκνον, θυμήσου, ότι συ απήλαυσες με το παραπάνω τα αγαθά σου εις την ζωήν σου και ο Λαζαρος ομοίως εδοκίμασε τα κακά της φτώχειας και της ασθενείας. Τώρα δε αυτός εδώ παρηγορείται και ευφραίνετε δια την υπομονήν, που έδειξε στον καιρόν της θλίψεώς του, συ δε κατά λόγον δικαιοσύνης βασανίζεσαι δια την φιλαυτίαν σου και την σκληρότητα της καρδίας σου. Και επί πλέον μεταξύ του τόπου, που είμεθα ημείς, και του τόπου που είσθε σεις, έχει στηριχθή μέγα και ανυπέρβλητον χάσμα, ώστε εκείνοι που θέλουν να περάσουν από εδώ εις σας να μη ημπορούν ούτε και αυτοί, που είναι στο μέρος σας να μην ημπορούν να περάσουν προς ημάς. Είπε δε ο πλούσιος· Τοτε σε παρακαλώ, πάτερ, να στείλης τον Λαζαρον στο πατρικό μου σπίτι, διότι έχω εκεί πέντε αδελφούς, στείλε τον να τους διαβεβαιώση δι’ αυτά που συμβαίνουν εδώ, ώστε να μη καταντήσουν και αυτοί στον τόπον τούτον των βασάνων. Λέγει εις αυτόν ο Αβραάμ· Εχουν τον Μωϋσέα και τους προφήτας· ας ακούσουν αυτών τας μαρτυρίας. Εκείνος δε είπε· όχι, πάτερ Αβραάμ, δεν θα προσέξουν την μαρτυρίαν του Μωϋσέως και των προφητών. Αλλά εάν κανείς από τους πεθαμένους υπάγη προς αυτούς, θα μετανοήσουν. Είπε δε εις αυτόν ο Αβραάμ· εάν δεν ακούσουν τον Μωϋσέα και τους προφήτας, δεν θα πεισθούν και αν ακόμη αναστηθή κάποιος εκ νεκρών (Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα).
Ύστερα από την μελέτη της περικοπής θα μπορούσαμε επιγραμματικά να βγάλουμε δυο συμπεράσματα:
Χαίρονται οι ψυχές όταν είναι στους κόλπους του Αβραάμ όπως ο Λάζαρος. Χαίρονται γιατί έχουν ζήσει σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, άρα έγιναν μαθητές Του. Τι είπε στους μαθητές Του ο Χριστός όταν έφυγε από τη γη, πηγαίνοντας προς τον ουρανό; «Πηγαίνω να σας ετοιμάσω τόπο». Όποιος λοιπόν έχει τηρήσει τις εντολές Του θα είναι μαζί Του σε τόπο που έχει ετοιμάσει και δεν είναι άλλος από τους κόλπους του Αβραάμ.
Στεναχωριούνται οι ψυχές όταν είναι στο τόπο που ετοίμασε ο Θεός για τους ανθρώπους που δεν πίστεψαν σε Αυτόν. Ο πλούσιος βρίσκεται στον Άδη και όχι στη κόλαση γιατί η κόλαση θα ξεκινήσει όπως μας λέει ο Ιερός Χρυσόστομος μετά την Δευτέρα παρουσία και την τελική κρίση μας. Τι λέει ο πλούσιος στον Αβραάμ;«οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη».
Καίγομαι μέσα σ΄αυτή τη φλόγα. Δηλαδή η ψυχή του καίγεται και νιώθει πολύ άσχημα συναισθήματα. Το πιο συγκλονιστικό είναι η παράκληση του πλουσίου προς τον Αβραάμ να πάει κάποιος στους δικούς του ανθρώπους στη γη και να τους ενημερώσει για την κατάσταση που ο ίδιος βιώνει εκεί στον Άδη. Πράγμα βέβαια που δεν μπορεί να συμβεί.
Οι ψυχές λοιπόν νιώθουν, αισθάνονται, λυπούνται, χαίρονται, νοιάζονται και έχουν όλα εκείνα τα χαρακτηρικά, θετικά ή αρνητικά, αναλόγως το πως έζησαν.