Στις 30 Απριλίου 2020, έξω από το Τορίνο, ο Άλεξ Κοτόια, ένας 22χρονος άνδρας, σκότωσε τον πατέρα του με 34 μαχαιριές. Η υπόθεση αυτή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και συζητήσεις σχετικά με τη νομιμότητα της πράξης του και τις συνθήκες που οδήγησαν σε αυτήν.
Το εφετείο του Τορίνο αποφάσισε να αθωώσει τον Κοτόια, κρίνοντας ότι η πράξη του εντάσσεται στα πλαίσια της νόμιμης άμυνας. Σύμφωνα με την απόφαση, ο πατέρας του είχε ιστορικό βίαιης συμπεριφοράς, τόσο απέναντι στη σύζυγό του όσο και στα παιδιά τους. Αυτή η βία φέρεται να ήταν συνεχής και σοβαρή, γεγονός που επηρεάζει την αντίληψη της απειλής που ένιωθε ο νεαρός κατά τη διάρκεια της επίθεσης.
Η δολοφονία συνέβη μετά από έναν έντονο διαπληκτισμό μεταξύ πατέρα και γιου. Ο πατέρας κατηγόρησε τη σύζυγό του για απιστία, γεγονός που προκάλεσε μια εκρηκτική κατάσταση στο σπίτι. Ο Άλεξ ισχυρίστηκε ότι φοβήθηκε για τη ζωή του και των άλλων μελών της οικογένειας όταν ο πατέρας πήγε στην κουζίνα για να πάρει ένα μαχαίρι.
Η ιταλική δικαιοσύνη εξετάζει περιπτώσεις νόμιμης άμυνας με βάση τις συνθήκες κάθε περίπτωσης. Στην προκειμένη περίπτωση, οι δικαστές έκριναν ότι η αντίδραση του Κοτόια ήταν αναλογική προς την απειλή που αντιμετώπιζε. Η νομολογία στην Ιταλία επιτρέπει την υπεράσπιση σε περιπτώσεις όπου υπάρχει άμεσος κίνδυνος για τη ζωή ή την ακεραιότητα ενός ατόμου.
Η δολοφονία είχε λάβει χώρα στις 30 Απριλίου του 2020 έξω από το Τορίνο, έπειτα από σφοδρότατο διαπληκτισμό, κατά τον οποίο ο πατέρας του Κοτόια είχε κατηγορήσει επανειλημμένα την σύζυγό του ότι τον απατούσε. Ο εικοσιδυάχρονος ισχυρίστηκε ότι μαχαίρωσε θανάσιμα τον πατέρα του, πριν εκείνος πάει στην κουζίνα, βρει το μαχαίρι που αναζητούσε και δολοφονήσει τον ίδιο, τον αδελφό και τη μητέρα του.
Ο Αλεξ Κοτόια είχε αθωωθεί από το πρωτοδικείο, ενώ το εφετείο, τον είχε καταδικάσει σε έξι χρόνια και δυο μήνες φυλάκισης για ανθρωποκτονία, αναγνωρίζοντάς του πολλά ελαφρυντικά στοιχεία. Ο Άρειος Πάγος της Ρώμης, όμως, στην συνέχεια όρισε ότι η τελευταία αυτή δίκη έπρεπε να επαναληφθεί και σήμερα, τελικά, εκδόθηκε η νέα, αθωωτική απόφαση.
Ο συνήγορος υπεράσπισης του εικοσιδυάχρονου υπενθύμισε ότι την ημέρα του τραγικού συμβάντος, ο πατέρας του Άλεξ είχε καλέσει πάνω από εκατό φορές στο κινητό τη σύζυγό του, η οποία εργαζόταν σε σούπερ μάρκετ, διότι ήταν πεπεισμένος ότι διατηρούσε δεσμό με συνάδελφό της. Όταν η γυναίκα επέστρεψε σπίτι, άρχισε να την εξυβρίζει, ήδη πριν μπει στο διαμέρισμά τους. Τους τελευταίους μήνες πριν από την δολοφονία, τα δύο αδέλφια είχαν αρχίσει να ηχογραφούν, με το κινητό, τις κρίσεις θυμού του πατέρα τους φοβούμενοι, όπως κατέθεσαν, ότι θα μπορούσε να δολοφονήσει ή τους ίδιους, ή τη μητέρα τους.
Σύμφωνα με τον κατήγορο εισαγγελέα, όμως, «πρόκειται σίγουρα για αντίδραση σε έναν μισητό άνδρα, αλλά όχι για νόμιμη άμυνα».