Σε αυτό το ερώτημα θα προσπαθήσουμε, με τη βοήθεια και των ομηρικών επών, να δώσουμε απάντηση που να βασίζεται στις σύγχρονες αντιλήψεις περί τυφλότητας. Αν, λοιπόν, δεχθούμε ότι ήταν τυφλός ο Όμηρος, θα πρέπει να προσδιορίσουμε πότε τυφλώθηκε. Αν γεννήθηκε τυφλός ή αν τυφλώθηκε σε μεγαλύτερη ηλικία.
Γράφει η Σεβαστή Χαβιάρα-Καραχάλιου (+2017)
Δρ Ιστορίας της Ιατρικής-Οφθαλμίατρος
Διαβάζοντας τα ομηρικά έπη και έχοντας στον νου πάντα το ερώτημα αν ένας εκ γενετής τυφλός μπορεί να περιγράψει και μάλιστα με άφθαστης τεχνικής στίχους το μεγαλείο της φύσης που τον περιβάλλει, δύσκολα, πολύ δύσκολα, θα το παραδεχθούμε.
Αδυνατείς να πιστέψεις πώς ένας άνθρωπος, που δεν είδε ποτέ το φως του ήλιου, το περιγράφει με θαυμαστή δεξιοτεχνία. Την αυγή τη λέει νυχτοθρεμμένη και ροδοδάκτυλη, προσωποποιώντας την σαν κόρη που με τα ροδαλά δάχτυλά της απλώνει το χρώμα γύρω της, στον έξοχο στίχο της Οδύσσειας (δ, 306) «Ήμος δ’ ηριγένεια φάνη ροδοδάκτυλος Ηώς». Τούτος ο στίχος θα ήταν αδύνατον να ταιριαστεί από άνθρωπο, που δεν έχει δει το ξημέρωμα, που σιγά-σιγά ροδίζει, να περιγράψει όλη την αλλαγή του σκηνικού του ουρανού μόνο με ένα στίχο.
Οι σύγχρονες αντιλήψεις της επιστήμης για την όραση έχουν προχωρήσει πολύ πέραν της γνώσεως και φθάνουν στην επίγνωση. Η όραση έρχεται πριν από τη λαλιά. (Το νήπιο πρώτα βλέπει και ύστερα μιλάει. Αναγνωρίζει πριν μιλήσει). Η τέχνη συλλαμβάνει την όραση σαν μυστήριο και σαν αίνιγμα. Η όραση είναι πολυσύνθετη λειτουργία. Αναλύεται σε σχήμα, χρώμα και κίνηση. Σύμφωνα με τις σύγχρονες νευροεπιστημονικές έρευνες, κάθε μία από τις συνιστώσες αυτές έχει δική της περιοχή στον εγκέφαλο όπου το ερέθισμα του αμφιβληστροειδούς μετατρέπεται στο αίσθημα της όρασης.
Τον ήλιο που ανεβαίνει στον ουρανό ο Όμηρος μας τον δίνει με άφθαστο λυρισμό στους στίχους της Οδύσσειας (γ, 1-2):
«Ηέλιος δ’ ανόρουσιν…
Ουρανόν ες πολύχαλκον…»
Ασύγκριτη περιγραφή του ουρανού, που μοιάζει με την αλλαγή του χρώματος του χαλκού, από το χρυσοκόκκινο, όταν είναι καινούργιος (ανοξείδωτος), και φθάνει το γαλαζοπράσινο, όταν περάσει καιρός και οξειδωθεί. Έτσι και ο ουρανός στην ανατολή, από χρυσοκόκκινος όταν βγαίνει ο ήλιος, γίνεται γαλαζοπράσινος όταν ψηλώσει ο ήλιος αρκετά από τον ορίζοντα.
«Το γαρ οράν το φως ηλίου ζην εστι»
Στον στίχο της Οδύσσειας (δ, 540) ταυτίζει το φως του ήλιου με την ίδια τη ζωή «έτι ζώειν και οράν φάος ηελίοιο» (είναι ακόμη ζωντανοί και βλέπουν το φως του ήλιου). Στο Σ,6 της Ιλιάδας ταυτίζει τη ζωή με το φως του ήλιου. «Το γαρ οράν το φως ηλίου ζην εστί». Ένας εκ γενετής τυφλός πώς θα μπορούσε να πει πως ζωή είναι να βλέπεις το φως του ήλιου; Ότι ζωή είναι η όραση;
Όμως το ίδιο ζωντανά περιγράφει και τη δύση του ήλιου στην Οδύσσεια (ν, 388): «Έδυσε ο ήλιος και σκοτείνιασε όλη η γη».
Κάποιος που δεν είδε ποτέ τη διαφορά της μέρας από τη νύχτα δεν θα μπορούσε να την περιγράψει με τη ζωντάνια και την αρμονία ενός μόνο στίχου. Το ίδιο φυσικό φαινόμενο, δηλαδή της διαδοχής της μέρας από τη νύχτα, μας δίνει με διαφορετικές λέξεις και πάλι στην Οδύσσεια (γ, 335): «Διότι ήδη το φως έφυγε και το διαδέχθηκε το σκοτάδι».
Όμως, πριν φθάσει στο σκοτάδι, περιγράφει το θάμπωμα του εσπερινού (σούρουπο) σε προηγούμενο στίχο (γ, 328) «έδυσε ο ήλιος και ήρθε το θάμπωμα». Βλέπουμε ότι με λιτό στίχο και ποιητικό οίστρο περιγράφει λεπτομερώς την ποσοτική και ποιοτική μεταβολή του φωτός και της αντίληψης που δίνει στο ανθρώπινο μάτι η διάρκεια της εναλλαγής της μέρας με τη νύχτα. Άρα αποκλείουμε την περίπτωση του εκ γενετής τυφλού. Εκτός όμως, από το φως, τη διαφορά της μέρας από τη νύχτα, περιγράφει και τα άλλα χρώματα, ακόμη και τις ποσοτικές διαφορές τους, δηλαδή, τις αποχρώσεις.
Στον στίχο (υ, 6) της Οδύσσειας αναφέρεται στο κατάμαυρο χρώμα του ταύρου, ξεχωρίζοντάς το από τη σκουρόχρωμη κόμη του κοσμοσείστη Ποσειδώνα (οι θεοί ήταν στη φαντασία των αρχαίων όπως οι άνθρωποι). Το τελείως μαύρο δεν υπάρχει στο ανθρώπινο σώμα. Ξεχωρίζει το κόκκινο, το πορφυρό, από το ροδαλό της αυγής. Μας δίνει την έννοια του πορφυρού χρώματος και αλλού περιγράφει περιφραστικά το λαμπρό κόκκινο της Φοινίκης στους στίχους (δ, 298-299) της Οδύσσειας: «Πορφυρά να βάλουν χαλιά πάνω απ’ τους στρωμένους τάπητες». Διακρίνει το φωτεινό κόκκινο στον στίχο της Ιλιάδας (Η. 305) και μας το δίνει περιφραστικά: «Ο Αίας του έδωκε ζωστήρα κόκκινο ζωηρόχρωμο (το κόκκινο της Φοινίκης)».
Στον στίχο της Ιλιάδας (Ε, 291) διηγείται με άφθαστη τραγικότητα πώς το βέλος του Διομήδη, που το κατηύθυνε η Αθηνά, πέρασε απ’ το ριζορρίνι του Πάνδαρου κοντά στα μάτια κι έφθασε στ’ άσπρα δόντια του και του έκοψε τη γλώσσα. Ακόμη και τον θάνατο χρωματίζει κόκκινο (Ιλιάδα Π, 333-334). Το τραύμα που κατάφερε ο Αίας στον Κλεόβουλο, ασφαλώς θα έκοψε την καρωτίδα, πλημμύρισε το πρόσωπο με ολοπόρφυρο αίμα κι ο θάνατος ήρθε πορφυρός, δηλ. αιματοβαμμένος.
Εκτός, όμως, από τα χρώματα περιγράφει με πολλή παραστατικότητα τις κινήσεις και τον ρυθμό ανθρώπων και ζώων, ακόμη και τη φορά του ανέμου και τους κυματισμούς της θάλασσας. Το γοργό βάδισμα μας δίνει στους στίχους της Οδύσσειας (γ, 29-30): «Όπως είπε και πήγαινε γοργά πρώτη η θεά Παλλάδα Αθηνά κι αυτός (ο Τηλέμαχος) την ακολουθούσε στα ίχνη των θεϊκών βημάτων (δηλ. γοργά)». Τα μάτια που αστραποβολούν τα αναφέρει αρκετά συχνά και με διαφορετικά κάθε φορά επίθετα. Την εικόνα της θεάς Αφροδίτης περιγράφει με θαυμαστή δεξιοτεχνία. Τα μάτια της «όμματα μαρμαίροντα», μαρτυρούν το κάλλος της θεάς. Κινήσεις ζώων, ακόμη και πουλιών, περιγράφονται με εξαιρετική ακρίβεια, όπως το πέταγμα αετού που κάνει κυκλικές στροφές πάνω από το υποψήφιο θύμα του. Αυτά όμως όλα προϋποθέτουν την αντίληψη διά της όρασης και όχι μόνο διά της ακοής. Στίχ. Οδύσ. (α, 146-155).
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των προσώπων δίνονται σε πάρα πολλούς στίχους και των δύο επών. Στον στίχο της Οδύσσειας (γ, 199) ο Νέστορας, βλέποντας τον Τηλέμαχο του λέει: …«μάλα γαρ σ’ ορόω καλόν τε μέγαν τε». Τον βλέπει ψηλό και όμορφο. Αυτή τη λιτή περιγραφή του εφήβου μόνο όποιος τον έχει δει μπορεί να την αποδώσει με δύο λέξεις και δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι μαζί με το ρήμα ορόω χρησιμοποιεί το αιτιολογικό γαρ, δηλ. διότι σε βλέπω, κάτι που δεν θα έλεγε έτσι, αν είχε δανειστεί την πληροφορία για την κορμοστασιά του νέου. Η πρώτη αναφορά ―σε κείμενο του δυτικού πολιτισμού― στην κληρονομικότητα σωματικών χαρακτηριστικών βρίσκεται στον στίχο (α, 208) της Οδύσσειας, όπου η Αθηνά, μεταμφιεσμένη σε ναυτικό ονόματι Μέντη, λέει στον Τηλέμαχο πόσο μοιάζει στον πατέρα του: «Μοιάζεις πολύ (στον Οδυσσέα) στην κεφαλή και στα όμορφα μάτια». Στο (δ, 623) της Οδύσσειας ο Όμηρος μας περιγράφει τις καλοκαμωμένες παρθένες με δυο λέξεις, με άφθαστη οικονομία στίχου: «άλοχοι καλλικρήδεμνοι». Μας φέρνει στον νου τις κοπελιές που κουβαλούσαν στο κεφάλι τα πανέρια του ψωμιού, για να ετοιμάσουν το βασιλικό τραπέζι στ’ ανάκτορα του Μενελάου. Το επίθετο καλλικρήδεμνοι κατά λέξη σημαίνει τον όμορφο λαιμό, δηλ. αυτό που φανταζόμαστε: να είναι οι κοπέλες αυτές εύσωμες με λαιμό κύκνου.
Μα και τα καλοφτιαγμένα πόδια δεν λείπουν από τους στίχους σε πολλά μέρη των δύο επών. Στο (δ, 309) της Οδύσσειας περιγράφει το όμορφα καλοφτιαγμένα πόδια του Μενελάου. Τα παχιά μέλη ήταν πολύ αρεστά στην εποχή του Ομήρου. Τούτο φαίνεται και από άλλες αναφορές τόσο στην Οδύσσεια όσο και στην Ιλιάδα. Το αισθητικό πρότυπο ήταν το λιπαρό, δηλ. το παχουλό, που έδινε όψη καλοφτιαγμένη, με αναγλυφές που δεν άφηναν τα κόκκαλα να προβάλουν. Την όμορφη κόμη της Καλυψώς μας δίνει με μία μόνο λέξη «εϋπλόκαμος», τους Αχαιούς με τη φροντισμένη εμφάνιση περιγράφει με δυο μόνο λέξεις «κάρη κομόωντες» και γενικά δίνει πολύ «εύστοχα» και λιτά την περιγραφή ποικίλων σωματικών χαρακτηριστικών.
Περιγραφή συναισθημάτων και ψυχικών καταστάσεων
Τον θυμό, το μίσος, την οργή, την κακία, την αγάπη, τον έρωτα, την αγαλλίαση, που εξωτερικεύονται χωρίς λόγια, μόνο με την έκφραση του προσώπου, κυρίως των ματιών, συναντούμε πολύ συχνά, ειδικά στην Ιλιάδα. Το φοβερό βλέμμα την ώρα του θυμού και της οργής, τότε που τα μάτια πετούν καυτές σπίθες μας το περιγράφει ποιητικότατα (δ, 662). Τα βουρκωμένα μάτια τα ζωγραφίζει με άλλο τρόπο και όχι όπως όταν άφθονα δάκρυα κυλούν στα μάγουλα και συνοδεύονται από αναφιλητά και γοερές ανάσες. Στην Οδύσσεια (δ, 705) μας δίνει μια θαυμάσια εικόνα των γεμάτων δάκρυα ματιών, που όμως δεν ρέουν στο πρόσωπο. Είναι τα βουρκωμένα μάτια. Αυτούς τους λεπτούς διαχωρισμούς της όψης του προσώπου σε δύσκολες συναισθηματικές καταστάσεις, ένας τυφλός, που δεν τις έχει δει πρόσφατα, είναι αδύνατον να τις περιγράψει.
Σε πάρα πολλούς στίχους αναφέρεται στην αντίληψη των πραγμάτων που συντελείται με την όραση. (γ, 97) «… όπως ήντησας οπωπής», δηλ. όπως τα αντιλήφθηκες με τα μάτια σου. Ξεχωρίζει το είναι από το φαίνεσθαι. Στον στίχο της Οδύσσειας (δ, 276) χαρακτηρίζει τον Διήφοβο «θεοείκελο», δηλ. ότι μοιάζει με θεό, σε άλλους στίχους, όμως, για άλλους ήρωες χρησιμοποιεί το επίθετο θεοειδής, δηλ. που έχει τη μορφή θεού. Λεπτές αποχρώσεις του ποιητικού λόγου, που αν δεν σ’ έχει πλουτίσει η εμπειρία της όρασης είναι αδύνατον να κάνεις τον διαχωρισμό.
Απ’ όσα μέχρι τώρα αναφέρθηκαν, συνάγεται ότι ο ποιητής δεν ήταν εκ γενετής τυφλός (συγγενής καταρράκτης) και φυσικά ούτε έχασε το φως του σε νηπιακή ηλικία (συγγενές γλαύκωμα). Η παράδοση, όμως, τον θέλει τυφλό γέροντα, υποβασταζόμενο να περπατεί στα χωριά της βόρειας Χίου. Στην Βολισσό ακόμη και σήμερα μιλούν για (κάποιο χάλασμα) ερείπια του σπιτιού του Ομήρου.
Ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος, όπως και άλλοι πριν από αυτόν, υποστήριξαν ότι ο Όμηρος ανήκε στην τάξη των ιερέων-μυστών. Με τη διάδοση των επών του, κοινολόγησε μυστικά ιερά-απόρρητα και γι’ αυτό έπρεπε να αποβληθεί από το ιερατείο και να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Εκφράζει την άποψη ότι η τιμωρία, που ήταν πιο βαριά κι από τον θάνατο, ήταν η τύφλωση.
Διαβάζοντας προσεκτικά τους στίχους της Οδύσσειας (ι, 375-390) βλέπουμε τον Όμηρο να περιγράφει μια βάρβαρη σκηνή τύφλωσης, με ιδιαίτερες λεπτομέρειες, ενώ όλο το έπος χαρακτηρίζεται από λιτότητα και οικονομία στίχου. Εδώ έχουμε εκτενή περιγραφή, που απλώνεται σε 16 στίχους. Στη συνέχεια ο ποιητής σε άλλους 10 στίχους περιγράφει τις οιμωγές, τον φαρμακερό πόνο και την αιμορραγία που ακολούθησαν την εξόρυξη. Είναι η σκηνή της τύφλωσης του Κύκλωπα Πολύφημου, του οποίου ο Οδυσσέας εξόρυξε τον μοναδικό οφθαλμό.
Οι στίχοι σε ελεύθερη μετάφραση θα μπορούσαν να αποδοθούν:
«Και τότε εγώ έχωσα τον δαυλό στην αναμμένη θράκα ως να πυρωθεί και με λόγια προσπαθούσα να δώσω θάρρος στους συντρόφους μου όλους, ώστε να μη φοβηθεί κανείς και θελήσει να φύγει. Και όταν ο δαυλός από ελιά, κόντευε ν’ ανάψει γιατί ήταν χλωρός και στη φωτιά φαινόταν να λάμπει, τον πήρα απ’ τη φωτιά. Γύρω (στον Κύκλωπα) στέκονταν οι σύντροφοί μου.» Θάρρος μας έδωσε ο μεγάλος θεός. Αφού σήκωσαν τον δαυλό από ελιά, το οξύ άκρο του έμπηξαν στο μάτι. Εγώ δε (ο Οδυσσέας) από πάνω στηριζόμενος τον περιέστρεψα όπως κάνει ο καραβομαραγκός περιστρέφοντας το τρυπάνι στο ξύλο κι από κάτω οι άλλοι τριγύριζαν τον ιμάντα ώστε να γυρίζει συνεχώς. Έτσι εμείς στο μάτι γυρίζαμε τον πυρωμένο δαυλό κι όπως μπηγόταν καυτός, τον μούσκευε το αίμα. Κι όλα τα γύρω μόρια, βλέφαρα και φρύδια τα έκαψε η φωτιά και έβγαινε ατμός από το βολβό, που καιγόταν ακόμη, και οι ρίζες (τα οπτικά νεύρα) σφραγίστηκαν με τη φωτιά».
Συγκλονιστικότερη περιγραφή της πύρωσης του ματιού (εξόρυξη με καύση) σε στίχους δεν θα μπορούσε να δοθεί. Ίσως, λοιπόν, ο ποιητής γνώριζε από πρώτο χέρι την πύρωση της εξόρυξης των ματιών. Αν, όμως, δεν είναι έτσι τα πράγματα και η τύφλωση οφείλεται σε παθολογικά αίτια, ποια μπορεί να ήταν;
Αν δεχθούμε ότι οι άνθρωποι που έχασαν την όρασή τους σε κάποια ηλικία, έχουν την εικόνα του γύρω κόσμου δεν μπορούν όμως να φέρουν στη μνήμη τους (να αναπαραστήσουν πιστά) τις οπτικές παραστάσεις, θα πρέπει να υπολογίσουμε ότι η τύφλωση επήλθε μετά τη σύνθεση των επών, και ιδιαίτερα της Οδύσσειας, στην οποία η περιγραφή του περιβάλλοντος είναι λεπτομερής και συχνή, ενώ στην Ιλιάδα κυριαρχούν συναισθηματικές περιγραφές.
Υπεύθυνο το χρόνιο γλαύκωμα
Αν αποκλείσουμε τη διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια (ο διαβήτης είναι νόσος της κοινωνίας της αφθονίας), τότε θα ενοχοποιήσουμε το χρόνιο γλαύκωμα, που αργότερα ενισχύεται από τον γεροντικό καταρράκτη, αφού ο ποιητής έφθασε σε βαθιά γεράματα. Ίσως, όμως, θα πρέπει να σκεφθούμε και την ευλογιά σε νεώτερη ηλικία, η οποία να προκάλεσε τήξη του κερατοειδούς και εξεντέρωση του βολβού. Περιγραφές τέτοιες, δηλαδή εξεντέρωσης του βολβού, δίνει ο Όμηρος στην Ιλιάδα (Ν. 616-617). Ο Μενέλαος τραυματίζει τον Πείσανδρο με το κοντάρι του και πέφτουν τα μάτια του κάτω, μπροστά στα πόδια του μέσα στη σκόνη. Αν δεν πρόκειται για ποιητική υπερβολή, η περιγραφή είναι συγκλονιστική. Φυσικά αδειάζει ο βολβός, αλλά παραμένουν ο σκληρός χιτώνας με τους επιβολβικούς μυς, το λίπος και τις περιτονίες. Το αποτέλεσμα, όμως, για την όραση είναι το ίδιο. Την ανατριχιαστική αυτή περιγραφή «έπεσαν και τα δυό μου μάτια στην ποδιά σαν έβγαλα 12 χρονώ τη μεγαλόχαρη (ευλογιά)» την άκουσα όταν ήμουν παιδί από μία ηλικιωμένη γυναίκα στο Βροντάδο της Χίου. Την έλεγαν Δεσποινιώ η αόμματη και ήταν οικονόμος συγγενικού μου σπιτιού. Θυμάμαι ότι δεν είχε καθόλου μάτια, μόνο κάτι ατροφικά βλέφαρα που τα ρουφούσαν θαρρείς προς τα μέσα οι κόγχες. Έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού οδηγημένη από την αφή και την ακοή.
Αν, λοιπόν, ο Όμηρος προσβλήθηκε από ευλογιά, που του έτηξε τους κερατοειδείς και άδειασαν οι βολβοί του, θα ήταν ασφαλώς αόμματος, όπως τον θέλει η παράδοση. Όμως θα ήξερε το προσωπείο που αφήνει η ευλογιά με τις ανεξίτηλες ουλές και κάπου θα το ανέφερε. Αφού πουθενά δεν βρίσκουμε τέτοια περιγραφή, μπορούμε να αποκλείσουμε και την τύφλωση από ευλογιά.
Καταλήγουμε λοιπόν στο χρόνιο γλαύκωμα, που παρέμεινε χωρίς θεραπεία και στη συνέχεια ήρθε η θόλωση του φακού (καταρράκτης) σε κάποια σχετικά προχωρημένη ηλικία και αφού ο ραψωδός είχε συνθέσει τα αθάνατα έπη του. Η υποψία της οπτικής νευρίτιδας πρέπει να αποκλεισθεί, γιατί συνήθως συνοδεύεται ή ακολουθείται και από άλλες διαταραχές της λειτουργίας του εγκεφάλου, πράγμα που δεν αναφέρεται από κανένα ιστορικό, ούτε από την παράδοση, αλλά ούτε από τα ποιήματα του Ομήρου μπορεί να τεθεί τέτοια υπόθεση. Από συνάδελφο μη ειδικό (παθολόγο) πιθανολογείται και το τράχωμα σαν αιτία της τυφλότητας του ποιητή. Κοιτίδα του τραχώματος ως γνωστόν ήταν η αρχαία Αίγυπτος από την οποία η νόσος είχε διαδοθεί σε όλες τις παραμεσόγειες χώρες. Θα μπορούσε, λοιπόν, να είναι και το τράχωμα η αιτία.
Όμως η νόσος προκαλεί πόνους, δακρυόρροιες, τόσες και τέτοιες αναπηρίες στο μάτι, που δεν αφήνει στον πάσχοντα ήρεμο χρόνο να ασχοληθεί με έργο πνευματικό και μάλιστα αυτού του ύψους. Κερατίτιδες, τριχιάσεις, συμβλέφαρα, πυώδεις δακρυοκυστίτιδες, εντρόπια, εκτρόπια, θολώσεις κερατοειδούς, μείωση της όρασης, τήξη του χιτώνος του, εξεντέρωση του βολβού (σε μερικές περιπτώσεις) και τύφλωση, σημάδευαν τη ζωή του πάσχοντος.
Συμπερασματικά, αν ο Όμηρος ήταν τυφλός, αυτό συνέβη σε προχωρημένη ηλικία, μετά τα πενήντα και αφού συνέθεσε τα αθάνατα έπη του. Το πιθανότερο νόσημα που προκάλεσε την τύφλωση φαίνεται να είναι το χρόνιο γλαύκωμα με τη σημαντική συμβολή του καταρράκτη.
Πηγή: istorikathemata.com