Όλγα Τρέμη: Το MEGA, η ΕΡΤ, οι γάμοι και οι γυναίκες δημοσιογράφοι που ξεχωρίζει

Κοινοποίηση:
397b0842a6d8b5ba546738f8ef3875bc_xl

Από τις πρώτες γυναίκες στο πολιτικό ρεπορτάζ, η Ολγα Τρέμη μιλά σε συνέντευξή της  για τις γυναίκες δημοσιογράφους που ξεχωρίζει, το MEGA, την ΕΡΤ και τους γάμους.

«Όταν ξεκίνησα, υπήρχαν γυναίκες δημοσιογράφοι, αλλά ήταν περιθωριοποιημένες σε ρεπορτάζ με “γυναικεία” χαρακτηριστικά –πολιτιστικό, ιατρικό κλπ. Δεν συνδέονταν με τα δυναμικά, το πολιτικό και το οικονομικό», δήλωσε σε συνέντευξή της στο bovary.gr η γνωστή δημοσιογράφος Όλγα Τρέμη.

«Εκεί ήταν απειροελάχιστες. Ίσως μαζί με την Μένυα Παπαδοπούλου, να ήμασταν από τις πρώτες πολιτικές συντάκτριες στην Ελλάδα. Όταν πρωτοάρχισα να κάνω πολιτικό ρεπορτάζ σε εφημερίδα εκτός Ριζοσπάστη, κάποιοι με αντιμετώπισαν με μεγάλη επιφύλαξη, αν θα κατάφερνα να επιβιώσω. Γέλαγα μέσα μου γιατί είχα μια τρομερή πίστη και έλεγα “περίμενε και θα δεις”.

Ολα έγιναν εντελώς τυχαία. Είχα βέβαια πάντα καλή επαφή με το γράψιμο. Ήμουν καλή μαθήτρια και έντονα πολιτικοποιημένη, με πολιτικά κείμενα ακόμα και στην περίοδο του σχολείου. Πήγαινα στις καλόγριες. Ήμουν από ένα αστικό σπίτι. Δύο πράγματα θεωρώ ότι με καθορίζουν και με διαμορφώνουν και ως προσωπικότητα και τρόπο σκέπτεσθαι και ως αξιακά συστήματα. Το ένα είναι το γεγονός ότι προέρχομαι από ένα αστικό σπίτι και το δεύτερο η διαδρομή μου στο ΚΚΕ. Είναι ένα περίεργο κοκτέιλ που έχω την εντύπωση ότι βγάζει ένα αρκετά ενδιαφέρον αποτέλεσμα.

Στα δεκαεπτά μου, στο δικό μου το μυαλό, πρέπει να πω ότι το ΚΚΕ δεν είχε καμία διαφορά από το αξιακό σύστημα με το οποίο είχα μεγαλώσει. Ισότης, αδελφότης, δικαιοσύνη, κοινωνική ευαισθησία. Ενώ φαίνεται πολύ παράδοξο, υπάρχουν πολλά παρεμφερή στοιχεία. Το θέμα είναι πώς τα παντρεύεις. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν μπορώ να είμαι άλλο στο ΚΚΕ.

Στον Ριζοσπάστη δεν δούλευα ως δημοσιογράφος, ήθελα να είμαι ανεξάρτητη. Ένα βράδυ που είχαν φύγει όλοι, ο Χρήστος Μεσσήνης που προσπαθούσε να κλείσει σελίδες, μου ζήτησε να γράψω δύο-τρία πράγματα. Ως τότε ούτε είχα στο μυαλό μου την δημοσιογραφία ούτε μου είχε ζητηθεί κάτι τέτοιο. Έγραψα και μάλιστα στα γρήγορα και διαβάζοντάς τα εκείνος αναρωτήθηκε πως και δεν ασχολούμαι με την δημοσιογραφία. Έτσι έγινε.

Δεν πήγα στην ΕΡΤ για να βγάλω λεφτά, αλλά για να κάνω δημοσιογραφικά κάτι πιο ενδιαφέρον

Από το σπίτι μου είχα και αντίδραση και κατανόηση και σεβασμό. Σεβάστηκαν τις επιλογές μου. Από το ΚΚΕ πρέπει να έφυγα στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 -έμεινα μια γεμάτη δεκαετία.

Μετά τον Ριζοσπάστη πήγα σε πρώτη φάση στην Ελευθεροτυπία και στη συνέχεια στο Βήμα όπου έμεινα για ένα μεγάλο διάστημα. Πολλά χρόνια μετά μπήκα στην τηλεόραση, την οποία ως τότε αντιμετώπιζα εχθρικά, με έναν διανοητικό σνομπισμό, εξ ου και το πρώτο μου εγχείρημα ήταν απολύτως αποτυχημένο. Αλλά η τηλεόραση δεν είναι ούτε ανώτερη ούτε κατώτερη. Έχει εντελώς άλλα χαρακτηριστικά. Τότε η μόδα ήθελε τους δημοσιογράφους των εφημερίδων να θεωρούν παρακατιανούς εκείνους της τηλεόρασης. Αποδείχτηκε όμως με τα χρόνια ότι οι δημοσιογράφοι των εφημερίδων που επέλεξαν να λειτουργήσουν και στην τηλεόραση είχαν και έχουν ουσιαστική παρουσία.

Μια γυναίκα που κλαίει και φωνάζει είναι υστερική. Ένας άντρας που φωνάζει είναι μάγκας, κι αν κλαίει, είναι πιο πολύ μάγκας… Άδικο.

Με ενοχλεί να εκμεταλλεύονται οι γυναίκες το χαρτί του φύλου τους στην δουλειά, έχει περιορισμένο όφελος. Αν έχεις την δυνατότητα να πας μπροστά, θα πας. Από την άλλη, όταν είσαι γυναίκα και κάνεις καριέρα, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ξεχάσεις την γυναικεία σου φύση. Όχι γιατί αυτό θα σε διευκολύνει στην δουλειά σου –μπορεί όντως να διευκολύνει, αλλά κυρίως γιατί θα σε δυσκολέψει στην προσωπική σου ζωή. Ασφαλώς δεν πρέπει καμιά μας να ξεχνάει την γυναικεία της φύση.

Σεξουαλική παρενόχληση δεν έχω βιώσει, σε βαθμό που άρχισα να ανησυχώ. Μέχρι και με τον Στρος-Καν βρέθηκα δίπλα-δίπλα, συντονίζοντας μια εκδήλωση και το μόνο που έλαβα ήταν παντελή αδιαφορία… Το λέω και γελάω. Ίσως με απασχολούσε πολύ να μην δίνω δικαιώματα, γιατί ήθελα να καταλάβουν όλοι ότι αυτό που έκανα το πίστευα, επιθυμούσα να προχωρήσω, το έκανα με σοβαρότητα και συστηματικότητα. Ίσως να το παράκανα στο αυστηρό προφίλ και τώρα πια, με τα χρόνια, το έχω αποδείξει κιόλας, έχω χαλαρώσει και είμαι σε μια πολύ καλή φάση, ισορροπημένη.

Αν συνδυάζεται καριέρα, προσωπική και οικογενειακή ζωή; Μεγάλη κουβέντα. Είναι μια διαρκής άσκηση τρόμου. Πολλές φορές ένιωθα απελπισία ότι δεν μπορώ να τα υπηρετήσω και τα τρία, αλλά ευτυχώς ήταν παροδικό. Περισσότερο ήταν απόρροια του γεγονότος ότι εμείς οι γυναίκες, πάντα, μα πάντα, έχουμε τύψεις, ότι κάτι στερούμε από την οικογένεια και τα παιδιά μας.

Η συμφιλίωση με τον χρόνο είναι δύσκολη υπόθεση, αναγκαστική αλλά όχι αυτονόητη κι αυτό δημιουργεί μια εσωτερική ανισορροπία

Το ζήτημα δεν είναι μόνον ότι παλαιότερα ήταν λίγες οι γυναίκες, αλλά γιατί ήταν λίγες και ποια ήταν η αντίληψη για την γυναίκα εκείνης της περιόδου, αντίληψη που δεν έχει διαφοροποιηθεί δραματικά σήμερα. Μια γυναίκα που κλαίει και φωνάζει είναι υστερική. Ένας άντρας που φωνάζει είναι μάγκας, κι αν κλαίει, είναι πιο πολύ μάγκας… Άδικο. Ας μην θυματοποιούμαστε.

Αν θα μπορούσα να περάσω ένα μήνυμα στις γυναίκες είναι «We can do it». Δεν είναι τόσο υποστηρικτικό το κράτος στην εργαζόμενη γυναίκα ούτε η κοινωνία μας, και πολλοί από τους συντρόφους μας μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα ανοικτοί και ανεκτικοί σε αυτό, αλλά επαναλαμβάνω, We can do it. Είναι δύσκολο, αλλά γίνεται. Δεν μπορούμε να απαγορεύσουμε στον εαυτό μας να έχουμε μια αυτόνομη πορεία και διαδρομή. Εγώ θεωρώ ότι όταν είσαι ικανοποιημένος μ΄αυτό που κάνεις, γίνεσαι καλύτερη σύζυγος και μητέρα. Και δυστυχώς ούτε κάποιες γυναίκες είναι υποστηρικτικές στις άλλες γυναίκες, κάτι που βρίσκω ενοχλητικό και ακατανόητο. Προσωπικά είμαι πολύ υποστηρικτική, είμαι υπέρ των γυναικών.

Είναι αλήθεια ότι δεν κρύβομαι. Έτσι είμαι, έτσι είναι η Όλγα. Όταν μίλησα για το lifting δεν ήξερα πώς θα μου βγει. Αλλά δεν θέλω να κρύβω κάτι που για να το κάνω σημαίνει ότι το είχα αποτιμήσει ως σωστό. Από την στιγμή που το θεωρώ σωστό γιατί να το κρύψω σαν κάτι λάθος, περίεργο ή κακό….

Η ηλικία δεν με απασχολεί, με απασχολεί η υγεία. Η συμφιλίωση με τον χρόνο είναι δύσκολη υπόθεση, αναγκαστική αλλά όχι αυτονόητη κι αυτό δημιουργεί μια εσωτερική ανισορροπία. Βλέπω άντρες και γυναίκες που το αρνούνται. Αλλά ο χρόνος είναι αμείλικτος. Αν δεν συμφιλιωθείς θα είσαι ο ίδιος δυστυχής.

Το να αισθάνομαι καλύτερα σε σχέση με την πραγματική μου ηλικία είναι κάτι που με βοηθάει και μου αρέσει. Γι΄αυτό άλλωστε έκανα και το lifting. Δεν είπα ότι έγινα δέκα πέντε χρόνια νεώτερη. Από την άλλη έχω και μια ανεξάντλητη δυναμική, αυτό είναι αλήθεια. Και νομίζω ότι εκεί κρίνεται και το θέμα της ηλικίας. Στο πόσο κανείς έχει δυναμική, πόσο είναι μέσα στα πράγματα, δεν τον ξεπερνούν οι εξελίξεις, παρακολουθεί τι γίνεται γύρω του, τις αλλαγές, δεν αποξενώνεται. Ήμουν πάντα έτσι, από μικρό κορίτσι αν και στην περίοδο της εφηβείας μου είχα μια μεγάλη συστολή σε ό,τι αφορά στο κοινωνικό κομμάτι –και καλημέρα να έλεγα, κοκκίνιζα. Και είναι αστείο, αν σκεφτεί κανείς, την διαδρομή που διανύθηκε.

Παιδί είχα μια μεγάλη καλλιτεχνική γκάμα. Ήθελα να γίνω ή χορεύτρια του κλασικού μπαλέτου –αν και δεν με άφηναν και με έστελναν στο Λύκειο Ελληνίδων ή ζωγράφος. Το χέρι μου πιάνει αλλά όχι για να γίνω ζωγράφος. Είχα μια συμμαθήτρια που ήταν ταλέντο και μια μέρα όταν μας εμφάνισε έναν πίνακά της και μείναμε άφωνες, ήμασταν τρεις φίλες, κατάλαβα ότι υπάρχει κάποια καλύτερη από μένα. Κι έτσι άφησα το κεφάλαιο της ζωγραφικής. Δεν ξέραμε τότε ότι είχε αντιγράψει την Κραυγή του Μουνκ, αλλά έτσι κι αλλιώς είχε ταλέντο. Το έριξα στην λογοτεχνία. Είχα ξεκινήσει να γράφω μυθιστόρημα. Θυμάμαι ότι κατά την διάρκεια του μαθήματος του Savoir Vivre στο σχολείο, πήγαινα στα πίσω καθίσματα και έγραφα. Μετά κατάλαβα ότι αντιγράφω το «Ενα παιδί μετράει τ΄άστρα». Οπότε στράφηκα σε πιο πρακτικά πράγματα.

Οι αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια είναι ευχάριστες. Η οικογένεια έδωσε σε εμένα και την αδελφή μου τα πάντα, και δεν εννοώ από οικονομικής πλευράς, αλλά αγάπη, καθοδήγηση στα βασικά, ιδέες, ανοιχτά παράθυρα. Ο πατέρας μου ήταν γιατρός. Η μητέρα μου δεν εργαζόταν. Μεγαλώσαμε στην Φωκίωνος Νέγρη, τότε που ήταν στις δόξες της. Με την αδελφή μου, που είναι τεσσεράμισι χρόνια μικρότερη, μέχρι να γεφυρωθεί η διαφορά μας, ήμουν ως και αυταρχική απέναντί της. Έκτοτε είμαστε πολύ κοντά.

Θεωρώ τους φίλους από τα πιο σημαντικά και πιο δύσκολα πράγματα στην ζωή. Κι όταν μιλάμε για γερές φιλίες, είναι λίγες, πολύ λίγες.

Οι τρεις γάμοι προέκυψαν. Δεν είναι ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε καλό ούτε κακό. Έγινε. Ένα γεγονός είναι. Μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας καταλαβαίνεις ότι η συμβίωση είναι ίσως το δυσκολότερο και πιο περίπλοκο εγχείρημα στον κόσμο. Ό,τι στόχο και να βάλεις νομίζω ότι μπορείς να τον πετύχεις πιο εύκολα από μια αρμονική συμβίωση. Για να μπορέσεις να δημιουργήσεις τις προϋποθέσεις για να συμβεί, πρέπει να έχεις και έναν βαθμό ωριμότητας. Ας πούμε ότι εγώ δεν είχα βαθμό ωριμότητας πολύ μεγάλο κι ίσως αυτό εξηγεί και την αλληλουχία των γάμων.

Ήθελα πολύ να γίνω μάνα χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει πόσο πολύ το θέλω, ίσως και από καθαρά ιατρικούς λόγους. Παιδί έκανα στα σαράντα. Οπότε είχε πάρει μια ροή η δημοσιογραφική μου διαδρομή, την οποία και έπρεπε να εξελίξω. Το παιδί θέλει δουλειά, πολλή δουλειά. Η οικογένεια, η μάνα, είναι μια σημαντική παράμετρος. Παλαιότερα το σχολείο έπαιζε πιο καθοριστικό ρόλο σε σχέση με τους μηχανισμούς κοινωνικοποίησής του.

Όχι δεν έχω μετανιώσει για κάτι πολύ. Κι αυτό όχι γιατί ήμουν αλάνθαστη, αλλά γιατί δεν έχει νόημα. Νόημα έχει να βλέπει κανείς τι έκανε ή τι δεν έκανε, να αντιλαμβάνεται τους λόγους για τους οποίους συνέβη το ένα ή το άλλο και να διδάσκεται ώστε να μην το επαναλάβει. Αυτή είναι η κατεύθυνσή μου.

Δεν είχα ποτέ σκεφτεί την πορεία μου. Αν έχει κάποιος πετύχει κάποια πράγματα για τα οποία έχει μοχθήσει και έχει αποτέλεσμα, είναι κρίμα να μην τα αναγνωρίζει στον εαυτό του και να μην τα χαίρεται. Ε, λοιπόν μέχρι πρόσφατα αυτό μου το απαγόρευα. Είμαι αυστηρή. Αλλά δεν είναι καλό αυτό. Γιατί να βασανίζεσαι; Προσπαθώ λοιπόν να το αλλάξω αυτό. Προσπαθώ να αγαπήσω λίγο περισσότερο τον εαυτό μου».

Η Όλγα Τρέμη στην ΕΡΤ

Κυρία Τρέμη, γιατί επιστρέψατε στην τηλεόραση, στην ΕΡΤ;

«Ήθελα να επιστρέψω στην δημοσιογραφία. Δεν είχα φύγει οικειοθελώς. Ήταν θέμα συγκυρίας. Στο διάστημα που έμεινα εκτός, από δική μου επιλογή, έμεινα γιατί δεν υπήρχε εκείνο το αντικείμενο που θα μου έκανε κλικ, να προχωρήσω λίγο παραπέρα, να κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι είχα κάνει. Γιατί όταν βρίσκεσαι προς το τέλος μιας διαδρομής, το σκέφτεσαι και λίγο διαφορετικά. Τι καινούργιο μπορώ να κάνω, τι πιο ενδιαφέρον και προχωρημένο; Και με βάση αυτό το κριτήριο, αποφασίζεις. Κράτησα μια απόσταση, με το μάτι μου να ψάχνει την ευκαιρία».

Κι αυτό ήταν η συγκεκριμένη εκπομπή;

«Ναι, μια ευτυχής σύμπτωση και συγκυρία. Σκεφτόμουν ότι αυτό που ήθελα να κάνω, ήταν μια καθημερινή εκπομπή επικαιρότητας, όχι στην λογική του δίδυμου ή τρίδυμου καβγά, αλλά μιας πιο ουσιαστικής συζήτησης, πιο ανοιχτής, πιο ειλικρινούς, πιο ανθρώπινης. Προς μεγάλη μου έκπληξη όταν με κάλεσε ο Κωνσταντίνος Ζούλας να κουβεντιάσουμε -τον οποίο και ελάχιστα γνώριζα- πριν προλάβω να μιλήσω εγώ, μου πρότεινε αυτό που είχα στο μυαλό μου. Και είχε την διάθεση να το επιβάλει, κάτω από την ομπρέλα του ανθρώπου που κυβερνά σήμερα, του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος έχει μια τέτοια ανοιχτή προσέγγιση. Αλλιώς δεν θα μπορούσε να γίνει. Ήθελε πολύ τσαγανό από εκείνον που διοικεί την δημόσια τηλεόραση να διασφαλίσει συνθήκες ουσιαστικής δημοσιογραφικής δουλειάς, χωρίς παρεμβάσεις, με προσπάθεια αντικειμενικότητας, να ακούγονται όλες οι απόψεις και με λίγη τρέλα, κάποιες φορές, με ανατροπές. Όλα αυτά δεν τα είχαμε συνηθίσει σε δημόσιο κανάλι».

Δεν θέλατε να παρουσιάσετε μια προσωπική εκπομπή;

«Δεν με ενδέφερε. Ηθελα να είναι μια εκπομπή διαλόγου. Ποτέ μου άλλωστε δεν πίστεψα, κι ας έχω παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην τηλεόραση στο παρελθόν, ότι το θέμα είναι ο δημοσιογράφος ή ο παρουσιαστής. Το θέμα είναι πάντα η είδηση και η αποτίμησή της, τα παρασκήνια. Δεν είναι ο δημοσιογράφος πρωταγωνιστής».

Άρα περιμένατε καλύτερη υποδοχή για το 10;

«Όχι δεν περίμενα καλύτερη υποδοχή και αποδοχή από το κοινό. Γιατί ήξερα ότι πάω να συνεργαστώ με ένα μέσο που έχει έτσι κι αλλιώς τα αριθμητικά του όρια από πλευράς τηλεθέασης. Επίσης ότι είχε αρνητικό brand name γιατί είχε συνδεθεί με μιας ακραίας μορφής μεροληψία, μερικές φορές επιθετική και προσβλητική, και άρα είχε αποξενωθεί από τον τηλεθεατή. Άρα ήξερα ότι αυτό θα συμβεί. Αλλά είμαι πολύ πεισματάρα. Είπα ότι θα το ανατρέψουμε. Όχι εμείς ως μονάδα, αλλά γιατί η συνολική προσέγγιση που υπάρχει από την πλευρά της διοίκησης –με αυτό το μοντέλο που είναι και κατά κάποιον τρόπο πιλοτικό, να διαπεράσει συνολικά την ενημέρωση στην ΕΡΤ. Ήδη γίνονται κάποιες κινήσεις. Θέλουν τον χρόνο τους. Πρέπει κανείς να ξεπεράσει και κάποια στερεότυπα.

Είναι μια καλή ευκαιρία γιατί την δημόσια τηλεόραση να αλλάξει την εικόνα και να εμπεδώσει μια άλλη κουλτούρα που θα είναι δύσκολο να ανατρέψει οποιοσδήποτε έρθει μετά. Σχεδόν ιστορικά θα έχει κάνει μια τομή, αν μπορέσει να το κάνει αυτό».

Παρ΄όλα αυτά η τηλεθέαση δεν μπορεί να σας ικανοποιεί..

«Όχι από πλευράς τηλεθέασης δεν με ικανοποιεί. Γιατί κάνουμε μια τόσο μεγάλη προσπάθεια, που είναι πέραν κάθε περιγραφής. Υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που τρέχει από το πρωί σαν τον Βέγγο προκειμένου να πληρωθεί ο όρος της ποιότητας, της σοβαρότητας, της αντικειμενικότητας, του πλουραλισμού κλπ, κλπ. Είναι τεράστιος ο κόπος που καταβάλλεται γι΄αυτή την εκπομπή από όλους μας, παρά την μεγάλη εμπειρία που έχουμε οι περισσότεροι, και δεν αναφέρομαι μόνο σε όσους είμαστε μπροστά στην κάμερα, αλλά και στο σύνολο της ομάδας, συγκεκριμένα στην αρχισυντάκτρια, την Νικόλ Λειβαδάρη.

Σε καθαρά ανθρώπινο επίπεδο λες τόσος κόπος και αυτό το αποτέλεσμα; Από την άλλη, αν το δεις με όρους λογικής, ήταν περίπου αναμενόμενο. Και μπορώ να πω ότι είναι και λίγο καλύτερο από αυτό που μπορεί και να φοβόμουν…»

Με την εμπειρία της ιδιωτικής τηλεόρασης και μαζί του έντονου ανταγωνισμού, μήπως η ΕΡΤ λειτούργησε λίγο και σαν ασφάλεια;

«Όχι. Λειτούργησε ως ασφάλεια άλλου τύπου, με την έννοια βάθους χρόνου, μιας σεζόν δηλαδή, για να το παλέψω με σοβαρούς όρους και χωρίς τον πανικό που δημιουργεί η πίεση της τηλεθέασης, την οποία αναγκαστικά υφίστασαι σε ένα ιδιωτικό κανάλι. Κι αυτό είναι λίγο και το ιδιαίτερο στοιχείο της δουλειάς στην τηλεόραση: Έχεις ένα μαχαίρι στο λαιμό αλλά δεν το έχεις γιατί καλείσαι να πετύχεις έναν στόχο εντός εξαμήνου αλλά εντός 24ωρου…».

Πιστεύετε ότι όλο αυτό αφορούσε εσάς και όχι την εκπομπή;

«Σίγουρα αφορούσε πιο πολύ εμένα σε σχέση με τους υπόλοιπους συντελεστές. Πιστεύω ότι όταν έχεις μια πιο προβεβλημένη θέση, από την φύση της δουλειάς που κάνεις εννοώ, δέχεσαι και το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής -είναι μέρος της δουλειάς. Αν είναι δίκαιη ή άδικη, αυτό είναι μια άλλη κουβέντα και δεν θα ήθελα να μπω. Στο παρελθόν έχω ακούσει πολύ χειρότερα, χωρίς να σημαίνει ότι αυτό συνηθίζεται ή σε πικραίνει λιγότερο, απλώς το διαχειρίζεσαι πιο ήρεμα. Κι εγώ πάντα λέω το εξής: Στο τέλος ξυρίζουν τον γαμπρό. Δεν με νοιάζει τι γράφεται αυτή την στιγμή, με την έννοια ότι δεν το θεωρώ καθοριστικό. Αλλιώς εννοείται πως με νοιάζει και έχει την σημασία και την αξία του. Πιστεύω ότι στο τέλος θα δούμε πόσο δικαιώνεται μια προσπάθεια ή πόσο δεν πέτυχε.

Έγινε κάτι στην δημόσια τηλεόραση που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ, κατά την γνώμη μου. Και χωρίς να υπάρξει ποτέ καμία παρέμβαση για οτιδήποτε –καλεσμένος, θεματολογία ή χειρισμό θέματος. Ούτε στα ιδιωτικά κανάλια δεν μου έχει συμβεί αυτό. Και δεν βρέθηκε ούτε ένας άνθρωπος να γράψει γι΄αυτό το γεγονός, όχι για την Όλγα ή το 10, αλλά γι΄αυτό το εγχείρημα της ΕΡΤ; Κάποιος να μπει σε μια λογική κριτικής του περιεχομένου; Άκουσα κριτική για το κόστος της εκπομπής. Άκουσα κριτική για το πόσο χαμηλά είναι τα νούμερα τηλεθέασης, κι αυτό είναι σοβαρό. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα νούμερα είναι κριτήριο της επιτυχίας, είτε αυτό μας αρέσει είτε όχι».

Κόστος και απόδοση δεν συνδέονται;

«Για την ΕΡΤ όχι ιδιαιτέρως γιατί δεν έχει μπει στην λογική κόστους απόδοσης. Αλλά το κόστος, ακόμα και να έσκιζε η εκπομπή, είναι ένα θέμα από μόνο του στην δημόσια τηλεόραση, γιατί επιδοτείται από τον καθένα μας. Είναι και λίγο μύθος η ιστορία του κόστους. Το video wall, που είναι πράγματι πανάκριβο, χρησιμοποιείται ήδη στην πρωινή εκπομπή της ΕΡΤ, στα μεγάλα ή έκτακτα γεγονότα. Το κόστος δεν είναι αυτό που φαίνεται.

Δόθηκε το συνολικό μπάτζετ της εκπομπής, η οποία έχει συμφωνία ως το τέλος του 2020, δηλαδή 14 μήνες. Παλιά στην ΕΡΤ, για να μην δίνονται αφορμές, τα σπάγανε σε δίμηνα. Εδώ από υπερβολικό καθωσπρεπισμό και μια διάθεση πλήρους και απολύτου διαφάνειας, επειδή τα κίνητρα ήταν σαφέστατα θετικά, βγήκε το συνολικό κόστος. Η ΕΡΤ έχει δώσει τα οικονομικά στοιχεία».

Στα οποία περιλαμβάνεται και η δική σας αμοιβή;

«Ναι, βέβαια. Ολες οι αμοιβές συμπεριλαμβάνονται στο κόστος, είμαστε τέσσερις παρουσιαστές. Κι εμείς θεωρούμε ότι είμαστε ισότιμοι μεταξύ μας. Ειλικρινά δεν νομίζω ότι έχουμε και μεγάλες, εξωφρενικές εννοώ, διαφορές σε ό,τι αφορά τα μισθολογικά. Δεν πήγα στην ΕΡΤ για να βγάλω λεφτά, αλλά για να κάνω δημοσιογραφικά κάτι πιο ενδιαφέρον από ό,τι είχα κάνει μέχρι σήμερα».

Ανοίγει το Mega. Πως και δεν είστε εκεί;

«Για μένα το Mega ήταν μια μοναδική ιστορία, ένα σύνθετο εγχείρημα που δεν είχε να κάνει μόνον με την ενημέρωση, αλλά πολύ συνολικότερο. Επίσης είναι ένα εγχείρημα που αναφέρεται σε μια πολύ διαφορετική συγκυρία από την σημερινή. Κατά συνέπεια το να ξαναγίνει το Μega εγώ το εύχομαι εκ βάθους καρδίας, γιατί θεωρώ ότι άφησε ένα εξαιρετικά θετικό αποτύπωμα στην ελληνική τηλεόραση –κι αυτό απεικονίζεται σε πολλά. Μακάρι να ξαναγίνει το Mega. Είναι ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί. Εγώ εύχομαι να πετύχει.

Η αλήθεια είναι ότι αυτό που μου προτάθηκε από πλευράς One-Mega, γιατί οι άνθρωποι με τίμησαν και με κάλεσαν να συζητήσουμε, ήταν κάτι που δεν με ενδιέφερε. Έμοιαζε πάρα πολύ με ό,τι είχα κάνει».

Ο δημοσιογράφος δεν έχει ημερομηνία λήξης. Πότε πιστεύετε ότι πρέπει να σταματάει;

«Όταν είχα διαβάσει στον Εκο ότι οι τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι είναι οι ηθοποιοί του 21ου αιώνα, μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση και είχα νιώσει και ελαφρώς θιγμένη. Εν τέλει και με έναν τρόπο έχει δίκιο. Γιατί στην τηλεοπτική δημοσιογραφία υπάρχει αυτό που ονομάζουμε σκηνική παρουσία. Πόσο μπορείς να σταθείς στην πρώτη γραμμή; Το θέμα δεν είναι πότε κάποιος πρέπει να φεύγει. Αλλά αν αυτό το αντιλαμβάνεται την χρονική στιγμή που έχει προκύψει ως κατάσταση, αλλιώς φθείρεται ο ίδιος. Είναι ένα διάγραμμα η επαγγελματική πορεία με τα πάνω και τα κάτω του, αλλά έχει ένα πικ. Στο πικ πρέπει να φεύγει κάποιος. Θα μπορούσα να είχα φύγει και πριν από τρία χρόνια. Θεωρώ ότι κάνω κάτι διαφορετικό που μου δίνει κίνητρο δημιουργίας».

Γιατί δεν έχει βγει μια νέα γενιά τηλεόρασης;

«Πιστεύω ότι έχουν αναδειχθεί νέα ταλέντα –χαρακτηριστικά θα έλεγα την Σία Κοσιώνη και την Νίκη Λυμπεράκη. Μου δίνει χαρά να βλέπω νέους συναδέλφους να προχωράνε. Ωστόσο θα συμφωνήσω ότι δεν είχαμε πολύ καινούργιο αίμα. Γιατί; Δεν μπορώ να το απαντήσω. Είναι όμως και ένα ζήτημα πολιτικής ανάδειξης νέων από τα ίδια κανάλια. Γιατί τα δύο ονόματα που προανέφερα προέκυψαν από ένα μαγαζί που λέγεται Σκάι. Εχει αλλάξει και το τοπίο. Ισως να έχουμε φύγει από την δημοσιογραφία με ονοματεπώνυμο».

Θέατρο χωρίς πρωταγωνιστές γίνεται;

«Είναι αλήθεια ότι τον πρωταγωνιστή τον χρειάζεσαι».

Εσείς αισθάνεστε πρωταγωνίστρια;

«Εγώ δεν αισθάνομαι πρωταγωνίστρια, αλλά φαίνεται ότι μάλλον είμαι».

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: