Η καταβολή του επιδόματος αδείας έχει ξεκινήσει για αρκετούς εργαζόμενους, και ο υπολογισμός του θα πρέπει να σημειωθεί πως γίνεται με τον νέο κατώτατο μισθό.
Σημειώνεται δε, ότι το επίδομα αδείας καταβάλλεται σε όσους μισθωτούς έχουν κατοχυρώσει δικαίωμα κανονικής άδειας αναψυχής, αυτούσιας ή σε χρήμα.
Επίσης, η ετήσια άδεια του εργαζόμενου χορηγείται σε συνεννόηση με τον εργοδότη ως προς το χρόνο χορήγησής της και σε κάθε περίπτωση εντός διμήνου από την υποβολή σχετικού αιτήματος από τον εργαζόμενο. Οι μισοί τουλάχιστον εργαζόμενοι μιας επιχείρησης πρέπει να πάρουν την άδεια μέσα στο χρονικό διάστημα από 1 Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου.
Πότε καταβάλλεται
Ο νόμος προβλέπει ότι το επίδομα αδείας θα πρέπει να προκαταβάλλεται στον μισθωτό κατά την έναρξη της αδείας του.
Η ημερομηνία που ο κάθε εργαζόμενος θα λάβει την καλοκαιρινή του άδεια ορίζεται έπειτα από συνεννόηση με τον εργοδότη. Από την ημέρα που ο μισθωτός υποβάλει αίτημα για άδεια, ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να του τη χορηγήσει (μαζί με το επίδομα αδείας) εντός δύο μηνών.
Οι μισθωτοί που δεν πήραν καλοκαιρινή άδεια από πταίσμα του εργοδότη, δικαιούνται να λάβουν τις αποδοχές της άδειάς τους αυξημένες κατά 100% (διπλασιασμένες δηλαδή), αμέσως μόλις λήξει το ημερολογιακό έτος εντός του οποίου θα έπρεπε να τις είχε πάρει.
Επισημαίνουμε ότι σε αυτή την περίπτωση δεν διπλασιάζεται και το επίδομα αδείας, παρά μόνο οι αποδοχές αδείας, οι «συνήθεις αποδοχές» δηλαδή, που ο μισθωτός θα λάμβανε εάν εργαζόταν στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να χορηγήσει την ετήσια άδεια που δικαιούνται οι εργαζόμενοί του, προτού λήξει το ημερολογιακό έτος στο οποίο αφορά.
Κάθε εργαζόμενος με σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, δικαιούται από την έναρξη της εργασίας του μέχρι τη συμπλήρωση δωδεκαμήνου να λάβει το ποσοστό της αδείας του.
Η αναλογία αυτή υπολογίζεται στη βάση των 20 εργασίμων ημερών ετήσιας άδειας για όσους εργάζονται πενθήμερο και των 24 εργασίμων ημερών για όσους εργάζονται εξαήμερο.
Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, αφού ο εργαζόμενος συμπληρώσει δωδεκάμηνη εργασία, δικαιούται άδεια 21 ημερών (πενθήμερη εργασία) και 25 ημερών (εξαήμερη εργασία).
Για το τρίτο και τα επόμενα εργασιακά έτη ο εργαζόμενος δικαιούται από την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους την κανονική ετήσια άδειά του με αποδοχές, δηλαδή 22 ημέρες (πενθήμερη εργασία) και 26 ημέρες (εξαήμερη εργασία).
Το επίδομα αδείας ισούται με το σύνολο των πράγματι καταβαλλόμενων τακτικών συνήθων αποδοχών της άδειας, με τον περιορισμό ότι δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές 15 ημερών γι’ αυτούς που αμείβονται με μηνιαίο μισθό και 13 ημερών γι’ αυτούς που αμείβονται με ημερομίσθιο ή κατά μονάδα εργασίας ή με ποσοστά ή και με άλλο τρόπο.