«Αν βρίσκονταν κανένας πριν λίγα χρόνια που να μας έλεγε ότι στην Αθήνα, την Αθήνα του μόνιππου και της καρότσας, θα κυκλοφορούσανε σε λίγο τόσες χιλιάδες αυτοκίνητα, ασφαλώς και μ’ όλο μας το δίκηο θα τον θεωρούσαμε τρελλό.
Τ’ αυτοκίνητα αυξάνουν, αυξάνουν και πληθύνονται πιο γρήγορα απ’ την άμμο της θαλάσσης.
Από παντού ακούς τον κρότο των κλάξον, απ’ όλες τις διευθύνσεις βλέπεις να τρέχουν ολοταχώς και με κατεύθυνσι το ταλαιπωρημένο σου σαρκίο, μηχανές που μουγκρίζουν σαν θηρία και με μεγάλα αστράφτοντα νικέλινα φανάρια, που μοιάζουν σαν υπερφυσικά μάτια ζώου.
Ο κίνδυνος είναι ακατάπαυστος, αόρατος και ξαφνικός. Επαπειλείσαι σε κάθε στιγμή, σε κάθε λεπτό να γίνης γέφυρα πάνω απ’ την οποία θα περάσουν τέσσερες καουτσουκένιοι τροχοί και μια ευτελικιά η πολλών χιλιάδων αξίας καροσερί, ένας σωφέρ και λίγοι πιο ευνοούμενοι από σένα συνάνθρωποί σου.
Εδώ κινδυνεύεις να χαθής κάτω από την τενεκεδένια καροσερί μιας Φορδ που αναστενάζει και χοροπηδά σαν να χορεύη τσάρλεστον σε κάθε λακκάκι η πετρίτσα που θα συναντήση στο δρόμο του, παρέκει σε καταδιώκει μια απαστράπτουσα φρεσκοβερνικωμένη Ισπανοσουίζα η Ρολσρόις που σε πλησιάζει ολοένα με τον υπόκωφο κρότο μιας μηχανής πολλών δεκάδων αλόγων.
Στρίβεις απ’ εδώ, γλυστράς από εκεί, στέκεσαι, ξαναστρίβεις, ξαναγλυστράς, τέλος βρίσκεσαι σε μια διαρκή αγωνία, φαντάζεσαι τον εαυτό σου σαν μέσα σε θάλασσα και προσπαθείς να γλυτώσεις πότε απ’ τα κύματα που έρχονται να ξεσπάσουν πάνω στο πρόσωπό σου, πότε από μεγάλα ψάρια που σε κυνηγούν για να σε καταπιούν.
Ιδρώνεις, τα μάτια σου παίζουν δεξιά και αριστερά γρηγορότερα κι’ από τα μάτια της Ζοζεφίνας Μπαίκερ, το στόμα σου στεγνώνει, η γλώσσα σου κολλά στον ουρανίσκο, τα πόδια σου λυγίζουν, δεν μπορείς να κάνης βήμα και νοιώθεις όλη την αγωνία ενός μελλοθανάτου εμπρός στην λαιμητόμο.
Σε πιάνει πολλές φορές ίλιγγος, νομίζεις πως είσαι τριγυρισμένος από παντού από αυτοκίνητα, βλέπεις δεκάδες ολόκληρες ζευγάρια μάτια, άλλα πιο φωτερά και άλλα σβυσμένα, ακούς ένα δαιμονισμένο κρότο και σου φαίνεται πως οι μπροστινές ρόδες των αυτοκινήτων σηκώνονται στον αέρα σαν σιαγώνες στόματος θηρίου για να κλείσουν μετά λίγα δευτερόλεπτα αφού σε καταπιούν. Και το βράδυ μέσα στο σκοτάδι αυτό που κρύβει τόσους και τόσους τρόμους η αγωνία γίνεται μεγαλύτερη. Το μαρτύριο αυξάνει σε βαθμό που σε κάνει να παραλύσης ολότελα.
Φαντασθήτε να βρεθήτε στο δρόμο, σ’ ένα στενό δρομάκο που μόλις χωράνε δυό-τρία αυτοκίνητα, κ’ έξαφνα να πέσουν απάνω σας οι προβολείς δέκα αυτοκινήτων που μουγκρίζουν, κινούνται δεξιά κι’ αριστερά προσπαθώντας πιο θα περάση πιο γρήγορα απ’ το άλλο, αδιαφορώντας τελείως αν στο διάβα τους θα συμπαραλάβουν μαζί τους και καμμιά πόρτα η παράθυρο, κανένα δένδρο η και ακόμα κανέναν άνθρωπο.
Ταχύτης, ίλιγγος, βενζίνα, αυτό ενδιαφέρει τους ανθρώπους που ευωχούνται μέσα στ’ αυτοκίνητα. Οτιδήποτε άλλο δεν παίζει κανένα ρόλο κι’ ούτε έχει καμμιά απολύτως σημασία.
Όλοι σήμερα κινούνται, θέλουν να κινούνται με τ’ αυτοκίνητο. Το παληό αμάξι με το ένα η τα δυό άλογα, σβύνεται σιγά-σιγά, όπως και τα τόσα άλλα αγαπημένα πραγματάκια της παληάς Αθήνας μας. Η Αθήνα εκπολιτίζεται, προοδεύει. Ακολουθεί βήμα προς βήμα τον πολιτισμό. Αμερικανίζει σε όλα της.
-Chauffeur plus vite encore… ακούει κανείς εξακολουθητικά να προφέρουν τα κοκκινοβαμμένα χειλάκια των δεσποινιδίων που μόλις έσκασαν απ’ τ’ αυγό, που μόλις πρωτόβαλαν μακρυές κάλτσες –ολομέταξες παρακαλώ, των τετρακοσίων δραχμών το ζεύγος. Το στοματάκι τους μυρίζει γάλα και καμμιά φορά, ξεχνώντας, σου μιλάνε σαν να αποστηθίζουν καμμιά σελίδα ιστορίας η φυσικής.
Το πρώτο πράγμα που θα μάθουν είναι να διατάξουν τον σωφέρ να τρέχη γρήγορα. Είναι το πνεύμα της εποχής. Μήπως κι’ αυτή η ίδια η ζωή των δεν το αποδεικνύει; Μήπως κι’ αυτές δεν έτρεξαν και δεν τρέχουν γρηγορότερα απ’ ότι πρέπει θέλοντας να γίνουν γυναίκες, σε ηλικία που άλλοτε ακόμη τα κορίτσια πήγαιναν στο σχολείο και δεν ήξεραν ούτε την λέξι χορός, ουίσκι, αυτοκίνητο.
Ύστερα απ’ αυτό πήραν στο χέρι το τιμόνι, σωφάρουν οι ίδιες. Είναι σικ, και στις ταινίες άλλωστε που βλέπουμε στους κινηματογράφους, όλο γυναίκες οδηγούν… Κ’ έτσι μέρα με την μέρα ο αριθμός των κινητών αυτών λαιμητόμων αυξάνει, και το χειρότερο απ’ όλα, τα τιμόνια των παραχωρούνται σε κομψότατα χεράκια με γυαλιστερά μανικιουγιαρισμένα ροζ νυχάκια, χεράκια που συνήθισαν να κρατούν μόνο το φτερό του πουδραρίσματος η το κραγιόν του βαψίματος και που δεν θα δίσταζαν, για να ευχαριστήσουν λίγο μια στιγμιαία επιθυμία τους, να κομματιάσουν κάτω απ’ τους τροχούς του αυτοκινήτου των μερικές ανθρώπινες υπάρξεις.
Τ’ αυτοκίνητα αυξάνουν, οι ασφαλιστικές εταιρείες πολλαπλασιάζονται, τα γυναικεία χεράκια οδηγούν της θεριστικές αυτές μηχανές και οι άλλοι πληρώνουν με τη ζωή τους το κέφι μερικών. Αυτή είναι μια αμυδρά εικόνα της σημερινής αυτοκινητιστικής πρωτεύουσάς μας.
Όσο γι’ αυτούς που σκοτώνονται, τι τους φταίμε; Ας μάθουν κι’ αυτοί να σωφάρουν. Ο αιώνας μας σήμερα πάει να πη ίλιγγος, ταχύτης. Δεν μπορούμε εμείς για πέντε, δέκα οπισθοδρομικούς να μένουμε πίσω!
Τόπο λοιπόν, τόπο στον νέο πολιτισμό! Στο πνεύμα της εποχής! Τόπο στα είκοσι χιλιάδες αυτοκίνητα που κυκλοφορούν σήμερα στην Αθήνα».
(«Εβδομάς» 1928)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε κι άλλες ιστορίες για την Παλιά Αθήνα στην ιστοσελίδα www.paliaathina.com