Η«Συνοικία το όνειρο» κάνει πρεμιέρα στις 3 Αυγούστου 1961 στον κινηματογράφο «Ράδιο Σίτυ». Στην αίθουσα βρίσκονται προσκεκλημένοι Έλληνες και ξένοι επίσημοι. Η Αστυνομία, κατόπιν μιας ξαφνικής όσο και ανεξήγητης διαταγής του υπουργείου Προεδρίας της κυβέρνησης, εισέβαλε στον κινηματογράφο 20 λεπτά αργότερα από την έναρξη της προβολής της ταινίας.
«Τι πράγματα είναι αυτά που δείχνετε;» είχε ρωτήσει τον Αλέκο Αλεξανδράκη αστυνομικός διευθυντής που σταμάτησε την προβολή. «Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ούτε πεινασμένοι ούτε τρελοί που κυκλοφορούν ελεύθεροι. Κάνετε κομμουνιστική προπαγάνδα». Η διακοπή έγινε με βίαιο τρόπο. Πραγματοποιήθηκαν επεισόδια που κατέληξαν στη σύλληψη των ηθοποιών Αλέκου Λειβαδίτη και Νίκου Βουγά. Την εντολή είχε δώσει ο τότε υφυπουργός Τρύφων Τριανταφυλλάκος, ο οποίος, σύμφωνα με τους αστυνομικούς, «έτσι διέταξε τηλεφωνικώς».
Οι δημιουργοί της ταινίας, επηρεασμένοι από τις πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις της περιόδου του 1960, ήθελαν να προβάλουν την ελληνική πραγματικότητα του ανένταχτου και περιθωριοποιημένου επαρχιώτη Έλληνα, που μετά τον Εμφύλιο και την οικονομική καταστροφή επιβιώνει με δυσχέρειες και ελπίζει στα όνειρα και στο «γύρισμα της τύχης» για ένα καλύτερο μέλλον. Αρκετοί από τους ηθοποιούς είχαν βιώσει αυτή την πραγματικότητα, κάτι που ενίσχυσε τις ερμηνείες τους.
Η ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα τόσο κατά τα γυρίσματα όσο και όταν άρχισε να προβάλλεται. Αρχικά απαγορεύθηκε η προβολή της από την υπηρεσιακή κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Δόβα, καθώς εκείνα τα χρόνια η κυβέρνηση Καραμανλή προσπαθούσε να ανορθώσει την ελληνική οικονομία και να κάνει ελκυστική τη χώρα σε ξένους τουρίστες και επενδυτές. Η ταινία εμπόδιζε το έργο της, καθώς οι σκηνές φτώχειας και εξαθλίωσης που περιείχε κινδύνευαν να τους αποθαρρύνουν.
Σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ και στον δημοσιογράφο Άρη Σκιαδόπουλο το 1996, ο Αλεξανδράκης είχε δηλώσει: «Είχε πολλές περιπέτειες αυτό το έργο. Η μοναδική ταινία που έκανα ως σκηνοθέτης και παραγωγός. Την πλήρωσα ακριβά. Ό,τι χρήματα είχα μαζέψει από τις προηγούμενες ταινίες, τα έβαλα για να κάνω το “Συνοικία το όνειρο”. Ήθελα να πω πράγματα».
Η υπόθεση του έργου επικεντρώνεται σε μια φτωχογειτονιά της Αθήνας, της οποίας οι κάτοικοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την ανέχεια. Ο Ρίκος, που μόλις αποφυλακίστηκε, προσπαθεί να βγάλει χρήματα, την ίδια στιγμή που η αγαπημένη του βλέπει άλλους άνδρες και ο αδερφός της προσπαθεί να συνεισφέρει στα οικονομικά της οικογένειας.
Ο Ρίκος θα σκαρφιστεί μια δουλειά, αλλά θα ξοδέψει τα συγκεντρωμένα χρήματα. Ένας από τους «συνεταίρους» του θα αυτοκτονήσει. Ο Ρίκος, η αγαπημένη του και ο αδερφός της, ηττημένοι και απογοητευμένοι εξαιτίας των προσδοκιών που δεν ευοδώθηκαν ποτέ, θα αναγκαστούν να συμβιβαστούν με την ωμή πραγματικότητα.
Το κόστος της ταινίας ήταν υψηλό, καθώς τα περισσότερα γυρίσματα ήταν εξωτερικά. Γυρίστηκε στη συνοικία Ασυρμάτου στην Πλάκα. Οι ίδιοι οι κάτοικοι της περιοχής, αυτοί που διέμεναν στις παράγκες, έπαιξαν στην ταινία. «Μας έφεραν κοντά, τα κοινά ιδανικά μας, οι κοινοί στόχοι, η πίστη του ενός στον άλλον και πρωταρχικά η συναίσθηση πως έχουμε όλοι μας την υποχρέωση να προσφέρουμε κάτι ουσιαστικό στην ελληνική κινηματογραφία, ξεκόβοντας από τις ανούσιες υπηρεσίες που της προσφέραμε οι περισσότεροί μας από πολλά χρόνια» ανέφερε η Αλίκη Γεωργούλη σε κείμενό της δημοσιευμένο στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» το 1961.
Ήταν η Ελλάδα που οι κυβερνώντες ήθελαν να κρύψουν παρά να βοηθήσουν με συγκεκριμένα μέτρα ανάπτυξης. «Στο τέλος της παραστάσεως θα έβγαινε στη σκηνή ένας εκπρόσωπος της κυβέρνησης να αναγγείλει στους κατοίκους τα μέτρα που αποφασίστηκαν για τη βελτίωση της καταστάσεως» είχε γράψει τότε ο Γιώργος Ανδρουλιδάκης.
Το «ψέλλισμα» της ταινίας
Στη βιογραφία του ο Αλεξανδράκης αναφέρει πως ο ίδιος ο Καραμανλής έδωσε άδεια να προβληθεί τελικά η ταινία, αφού πρώτα έκοψε αρκετές σκηνές. Μάλιστα, ζήτησαν από τον ηθοποιό να πάει στην εταιρεία παραγωγής και να δει πού καίγανε οι αστυνομικοί τα κομμάτια της ταινίας που είχαν κόψει.
«Οι τρελοί είναι στα άσυλα»
Οι συντελεστές αιφνιδιάστηκαν όταν οι λογοκριτές ενοχλήθηκαν από τον ρόλο του τρελού της γειτονιάς. «Οι τρελοί είναι στα άσυλα και όχι έξω» ήταν η απόφαση της αρμόδιας επιτροπής που ήθελε να δείξει μια ειδυλλιακή εικόνα της Ελλάδας, και όχι την γκρίζα αλήθεια που κατέγραψε ο κινηματογραφικός φακός.
Στις εφημερίδες καυτηριάζεται η τακτική των λογοκριτών. «Υπάρχουν επιφυλάξεις για το έργο, αλλά όχι όπως ισχυρίστηκαν, γελοιοδέστατα, μερικοί εθναμύντορες, που ανατρίχιασαν επειδή η ταινία παρουσιάζει την άθλια ζωή μιας αθηναϊκής συνοικίας. Σύμφωνα με τη λογική τους, θα ήταν αντεθνικό κάθε έργο που τολμά να ισχυριστεί πως υπάρχει Ελλάδα και πέρα απ’ τον Παρθενώνα, τη λεωφόρο Σουνίου και τα “Αστέρια”» είχε επισημάνει τότε ο Μάριος Πλωρίτης.
Άλλο δημοσίευμα γράφει: «Τι στενοκεφαλιά, τι μέγεθος παχυλού και αγράμματου σνομπισμού πρέπει να υπάρχει στα μυαλά εκείνων που προκάλεσαν τις απαγορεύσεις επειδή η ταινία δείχνει φτώχεια; Γιατί να μην απονείμουμε στον κύριο αυτόν το μεγαλόσταυρο της βλακείας;».
Όποιος πήγαινε να δει την ταινία, οι αστυνομικοί είτε κατέγραφαν το όνομά του είτε τον πήγαιναν στο τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ταινία να κόψει λιγότερα από 2.500 εισιτήρια – ένα νούμερο πολύ μικρό για την εποχή εκείνη.
Το 1961, η ταινία συμμετείχε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Οι φήμες οργίαζαν πως ο Αλεξανδράκης θα αποσύρει την ταινία. Τελικά, όμως, προβλήθηκε και οι δύο πρωταγωνιστές αποθεώθηκαν από το κοινό. Παράλληλα, απέσπασε το Βραβείο φωτογραφίας και β’ ανδρικού ρόλου και θεωρείται μέχρι και σήμερα μία από τις πρώτες νεορεαλιστικές ταινίες στην Ελλάδα. Προβλήθηκε ακόμη στη Σοβιετική Ένωση, όπου πήρε το βραβείο του Διεθνούς Φεστιβάλ Μόσχας, στην Ουγγαρία, τη Βουλγαρία, με μεγάλη επιτυχία. Στη χώρα μας η ταινία προβλήθηκε μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα, αφού η προβολή της στην υπόλοιπη χώρα απαγορεύθηκε.
Στο τέλος, ο Αλέκος Αλεξανδράκης αναγκάστηκε να πουλήσει τα δικαιώματα της ταινίας στους αδελφούς Κουρουνιώτη για να μπορέσει να ξεχρεώσει. «Αυτή η ταινία δεν με αφορά πλέον, δεν με αντιπροσωπεύει. Για μένα τελείωσε στη λογοκρισία της» υπογράμμισε ηθοποιός λίγο καιρό αργότερα.
Πληροφορίες από την εκπομπή «Μηχανή του Χρόνου» και Βικιπαίδεια