Μπορεί ο νέος νόμος του 2017 για τα μυστικά κονδύλια του υπουργείου Εξωτερικών να ρίχνει περισσότερο φως και να ενημερώνονται οι πολιτικοί αρχηγοί, το θέμα όμως προσφέρεται για πολιτική ..εκμετάλλευση με τη Νέα Δημοκρατία να πρωτοστατεί, θέλοντας να ξεχάσει ένα μεγάλο σκάνδαλο με πρωταγωνιστές τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τον τότε ΥΠΕΞ, Αντώνη Σαμαρά, τότε ΝΔ, μετέπειτα Πολιτική Άνοιξη και στη συνέχεια εκ νέου ΝΔ. Βρισκόμαστε στο Σωτήριον Έτος 1992 και η σύγκρουση μαίνεται μεταξύ πρωθυπουργού και υπουργού Εξωτερικών με την πλευρά του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη να αποδίδει εμμέσως πλην σαφώς στον Σαμαρά ευθύνες πως χρησιμοποιούσε τα μυστικά κονδύλια του υπουργείου του για προσωπική προβολή προς εκπλήρωση των πολιτικών του φιλοδοξιών και την ανάπτυξη καλών δημόσιων σχέσεων με μερίδα των ΜΜΕ.
Πρόκειται για τα περιβόητα «μυστικά κονδύλια» του υπουργείου Εξωτερικών, τα οποία εκτινάχτηκαν κατά την περίοδο της υπουργίας Σαμαρά και για τα οποία άνοιξε μεγάλη συζήτηση στα ΜΜΕ, εφόσον υπήρξαν καταγγελίες ότι μεγάλο μέρος απ’ αυτά πήγε σε τσέπες Ελλήνων δημοσιογράφων αλλά και εκδοτών. Για να φωτίσουμε την υπόθεση ανατρέχουμε στις αποφάσεις του Πειθαρχικού της ΕΣΗΕΑ αλλά και στις δημοσιεύσεις από τον Ιό της Ελευθεροτυπίας.
Η υπόθεση πήρε μεγάλη έκταση κατά τη μάχη της διαδοχής στη Νέα Δημοκρατία και κατά τις εσωκομματικές διαμάχες που σημάδεψαν την επόμενη ημέρα επαναφέροντας στη δημοσιότητα την πολιτική και προσωπική κόντρα μεταξύ Αντώνη Σαμαρά και Κώστα Μητσοτάκη τον Απρίλιο του 1992, όταν ο τότε υπουργός Εξωτερικών υποχρεώθηκε να παραιτηθεί. Τότε ανέλαβε το υπουργείο ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
Μπορεί με το θέμα να ασχολήθηκε η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και η ΕΣΗΕΑ, πτυχές όμως της υπόθεσης παραμένουν σκοτεινές, αφού τα παραστατικά καταστράφηκαν και πολλά στόματα έκλεισαν.
Τότε, ο Αντώνης Σαμαράς κατηγορούσε τον πρώην αρχηγό του για εκστρατεία λάσπης και υποστήριζε ότι είχε διαχειριστεί τα κονδύλια με νόμιμο και εθνωφελή τρόπο, κάτι το οποίο αμφισβήτησε η πλευρά του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Όπως και να έχει, πριν αναλάβει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το υπουργείο, στις 13.4.1992, είχαν καταστραφεί τα παραστατικά των δαπανών αυτών. Τα τελευταία παραστατικά για δαπάνες 603 εκατ. δρχ. είχαν καταστραφεί, σύμφωνα με δήλωση του κ. Σαμαρά, στις 17.3.1992. Το μόνο που έμενε προκειμένου να διερευνηθεί η υπόθεση ήταν οι συνολικές δαπάνες και οι μαρτυρίες των ανθρώπων που είχαν χειριστεί τη χρηματοδότηση αυτή. Όμως, αυτοί οι άνθρωποι ήταν οι έμπιστοι κάθε πλευράς: Ο Μανώλης Καλαμίδας του κ. Σαμαρά και ο Δημήτρης Αβραμόπουλος του κ. Μητσοτάκη.
Η υπόθεση ήρθε στο φως με τη μορφή σκανδάλου μετά την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Ο επόμενος υπουργός Εξωτερικών, Κάρολος Παπούλιας, ο οποίος ανέλαβε το υπουργείο μετά τις εκλογές της 10ης Οκτωβρίου 1993 και τη νίκη του ΠΑΣΟΚ έπαιξε κάποιο ρόλο.
Ο κ. Παπούλιας ανέθεσε τη διενέργεια ΕΔΕ σε σύμβουλό του, πρώην δικαστικό, η οποία δεν κατέληξε σε συγκεκριμένο καταλογισμό ευθυνών.
Η πρώτη έρευνα εντόπισε την αύξηση των ετήσιων απόρρητων δαπανών:
Το έτος 1989, με αρχική πίστωση 2.200.000.000 δρχ. δαπανήθηκε ποσό 3.278.376.500.
Το έτος 1990, με αρχική πίστωση 2.000.000.000 δρχ. δαπανήθηκε ποσό 2.047.761.404.
Το έτος 1991, με αρχική πίστωση 2.500.000.000, δαπανήθηκε ποσό 5.047.837.085.
Το έτος 1992, με αρχική πίστωση 4.100.000.000, δαπανήθηκε ποσό 7.459.447.649.
Το έτος 1993, με αρχική πίστωση 4.340.000.000, μέχρι τις 10.10.1993 [δηλ. την ημέρα των εκλογών] δαπανήθηκε ποσό 6.231.881.799».
Η αντιπαράθεση στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ
Το Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ που ασχολήθηκε με την υπόθεση δεν μπόρεσε τελικά να αποδώσει σε κανέναν συγκεκριμένη ευθύνη.
Η «κατάθεση» Μητσοτάκη στο ιδιαίτερο γραφείο του στην οδό Αραβαντινού (10 Μαρτίου 1994)
Σύμφωνα με τα πρακτικά ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ανέφερε σε εκπροσώπους της ΕΣΗΕΑ και του Πειθαρχικού Συμβουλίου:
Τα «μόνα σημαντικά μυστικά κονδύλια προέρχονται από το υπουργείο Εξωτερικών», πλην όμως «δίδονται και άλλα κονδύλια από τις διοικήσεις Τραπεζών και μεγάλων οργανισμών προς διάφορες κατευθύνσεις, για ατομική συνήθως προβολή και όχι για προβολή κυβερνητικού έργου».
Μίλησε για «άσχημη» κατάσταση που βρήκε στο υπουργείο Εξωτερικών. Στα ταμεία του είχαν μείνει στο τέλος του χρόνου 40-48 εκατ. δρχ., ενώ μεγάλα ποσά (από τα μυστικά κονδύλια που είχαν διογκωθεί υπέρμετρα) είχαν διοχετευθεί σε άγνωστους παραλήπτες, ενώ τα σχετικά έγγραφα καταστρέφονταν δύο φορές το χρόνο».
«Πολύ σημαντικά κονδύλια -πάνω από 1 δισ. δρχ.- πήγαν για διαφήμιση». Ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι ζήτησε να πληροφορηθεί πού πήγαν τα κονδύλια αυτά (του 1 δισ. δρχ.) αλλά ουδείς εδέχθη να απαντήσει.
«Υπάρχει θέμα κακής διαχείρισης μυστικών κονδυλίων. Έγινε υπέρμετρη χρήση δαπανών. Γνωρίζω ανθρώπους, δημοσιογράφους, που έπαιρναν χρήματα. Σε μετρητά».
«Υπήρχε ένα τσουβάλι με χαρτονομίσματα. Για την ακρίβεια, ήταν μια μαύρη νάιλον σακούλα, σαν αυτές που βάζουν τα σκουπίδια. Ήταν γεμάτη πεντοχίλιαρα. Από εκεί έπαιρναν χρήματα και τα μοίραζαν».
«Δεν δίνονταν επιταγές. Μόνο μετρητά».
«Τα χρήματα δόθηκαν κυρίως για προπαγάνδα γύρω από το όνομα της Μακεδονίας. Όμως, αντί η προπαγάνδα να γίνει προς τα έξω, γινόταν προς τα μέσα».
Ο κ. Μητσοτάκης άφησε επίσης να εννοηθεί ότι τα χρήματα διοχετεύονταν σε συγκεκριμένους δημοσιογράφους, προκειμένου να «χτίσει» το πολιτικό του ίματζ ο κ. Σαμαράς.
Η «κατάθεση» Σαμαρά στα γραφεία της Πολιτικής Άνοιξης στην οδό Σίνα (21 Απριλίου 1994)
Σύμφωνα με τα πρακτικά Αντώνης Σαμαράς ανέφερε σε εκπροσώπους της ΕΣΗΕΑ και του Πειθαρχικού Συμβουλίου:
Διέψευσε κατηγορηματικά ότι δόθηκαν χρήματα σε δημοσιογράφους από μυστικά κονδύλια του υπουργείου του.
Ο ίδιος διαβεβαίωσε τα μέλη του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου ότι, εκτός από τη διάθεση κάποιων κονδυλίων σε έντυπα και δημοσιογράφους για εθνικούς λόγους, σε καμιά άλλη περίπτωση δεν δόθηκαν χρήματα σε δημοσιογράφους.
Όταν ρωτήθηκε για ποιους λόγους εμφανίζουν αύξηση τα κονδύλια της υπηρεσίας ενημέρωσης του υπουργείου Εξωτερικών μεταξύ 1990 και 1991, τόσο ο Αντώνης Σαμαράς όσο και ο παριστάμενος στη συζήτηση Μανώλης Καλαμίδας απάντησαν ότι στα ποσά που εμφανίζονται σαν έξοδα της υπηρεσίας ενημέρωσης περιλαμβάνονται διάφορες άλλες δαπάνες του υπουργείου Εξωτερικών, οι οποίες για καθαρά πρακτικούς λόγους καταχωρίζονταν στα κονδύλια της «ενημέρωσης».
Σαν ενισχυτικό της θέσης του αυτής ο κ. Σαμαράς πρόσθεσε ότι αν ήθελε, όπως κυκλοφόρησε στα μέσα ενημέρωσης, να διαθέσει χρήματα σε δημοσιογράφους, προκειμένου να εξασφαλίσει την προσωπική του προβολή, θα μπορούσε να το κάνει από το κονδύλι των 2 δισ. δρχ. που είχε στην απόλυτη διάθεσή του ως υπουργός, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να ανακοινώσει πού διατέθηκαν.
Όταν του τέθηκε υπόψη ότι ο κ. Μητσοτάκης υποστήριξε -χωρίς όμως να έχει στα χέρια του αποδεικτικά στοιχεία- ότι πράγματι διατέθηκαν χρήματα από τα μυστικά κονδύλια σε δημοσιογράφους, ο κ. Σαμαράς χαρακτήρισε ψεύδη τα όσα είπε ο κ. Μητσοτάκης και τα απέδωσε σε προσπάθεια του τελευταίου να τον εκθέσει πολιτικά στα μάτια της κοινής γνώμης.
Σε ερώτηση εάν κατά την περίοδο που ήταν εκπρόσωπος γνώριζε ή άκουσε ότι δόθηκαν λεφτά επί υπουργίας Σαμαρά, απήντησα: «Κατηγορηματικά δηλώνω ότι δεν ήμουν καν σε θέση να γνωρίζω».
Με βάση αυτά τα δεδομένα, στις 19.10.1994 το Πειθαρχικό Συμβούλιο κατέληξε σε ένα πόρισμα-γρίφο, το οποίο «θέτει την υπόθεση στο αρχείο», αλλά «αφήνει το ζήτημα ανοιχτό».
Ο φάκελος ξανανοίγει αλλά χωρίς «χειροπιαστό» αποτέλεσμα αλλά με «αποκαλύψεις»…
Είκοσι μέρες αργότερα ο φάκελος ξανάνοιξε. Στις 8.11.1994 ο τότε γενικός διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Κ. Μητσοτάκη Διονύσιος Χατζηδάκης ζήτησε να καταθέσει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο με αφορμή όσα είπε ο Μανώλης Καλαμίδας σε εκπομπή του Τέρενς Κουίκ, στον ΑΝΤ1.
* Κατά την εξέτασή του, ο κ. Χατζηδάκης(διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη κατέθεσε τα ακόλουθα «πικάντικα»:
«Πληροφορήθηκα το γεγονός από τον Β’ Σύμβουλο της Πρεσβείας Βέρρο, στο γραφείο του στην Πρεσβεία μας στο Παρίσι, όταν υπηρετούσα ως ναυτικός ακόλουθος εκεί και κατά την περίοδο που ανετέθη διενέργεια ΕΔΕ στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δ. Σταμούλη.
Τότε είχε κληθεί και ο Βέρρος να καταθέσει, γιατί εφέρετο το όνομά του ότι αυτός έδινε τα χρήματα σε ορισμένους δημοσιογράφους. Στη συζήτηση που είχαμε μου είπε ότι ο τότε πρωθυπουργός είχε δώσει εν λευκώ στον τότε υπουργό Εξωτερικών κ. Σαμαρά ποσό 2,3 δισ. για να τα χειριστεί για εθνικούς σκοπούς, πλην όμως αυτός τα χρησιμοποίησε για το προσωπικό του ίματζ. Και όταν τον ρώτησα τι προτίθεσαι εσύ να κάνεις, ο κ. Βέρρος μου είπε, δεν μπορώ να καταθέσω τίποτε από όλα αυτά. Του είπα ότι έχεις υποχρέωση να τα πεις. Μου απάντησε “διαφωνώ με τους χειρισμούς του Σαμαρά, αλλά εγώ δεν μπορώ να φτύσω τον πρώην υπουργό μου, που ήμουν διευθυντής του γραφείου του”. Μια άλλη μέρα δε, μόνο τρεις μέρες αργότερα, ήμουνα πάλι στο γραφείο του και μου είπε ότι φεύγει για να πάει να καταθέσει στην Αθήνα κι εκεί τηλεφώνησε στον κ. Καλαμίδα και σας καταθέτω αυτούσιο το διάλογο: “Μανώλη γεια σου. Φραγκίσκος εδώ. Κατεβαίνω στην Αθήνα να καταθέσω και θα πω δεν είδα τίποτε, δεν έδωσα τίποτε, δεν ξέρω τίποτε”. Από το σημείο αυτό και μετά αποχώρησα από το γραφείο. Με τον κ. Βέρρο με συνδέει μεγάλη φιλία και πολλά Σάββατα κατά τις 11 το μεσημέρι πήγαινα απ’ το σπίτι του, τον έπαιρνα και πηγαίναμε στο δάσος της Βουλώνης και τρέχαμε. Οταν σταματούσαμε και περπατούσαμε για να ξεκουραστούμε, συζητάγαμε την τότε πολιτική κατάσταση και όταν τον ρώτησα τι έγινε με την κατάθεσή σου στο υπουργείο, μου είπε “είπα ότι δεν ξέρω τίποτε και ότι οι φάκελοι με τις σχετικές αποδείξεις αυτών που τα έπαιρναν καταστράφηκαν”. Όταν πάλι τον ρώτησα γιατί δεν έδωσες ονόματα, μου είπε “έλα στη θέση μου, και σκέψου τον εαυτό σου, να είσαι στο γραφείο του Μητσοτάκη και να δώσεις στοιχεία που να κάψουν τον άνθρωπο”. Σε άλλη συνάντησή μας, μου είπε μερικά ονόματα, από τα οποία συγκράτησα ορισμένα, αλλά και που δεν είμαι σε θέση να σας βεβαιώσω, πόσα και πώς τα πήραν».
Στη συνέχεια ο μάρτυρας κατονόμασε ορισμένους δημοσιογράφους.
Σε ερώτηση εάν κατά τη γνώμη του ο κ. Βέρρος ήταν σε θέση να γνωρίζει τα ονόματα των δημοσιογράφων που πήραν χρήματα από τα μυστικά κονδύλια του ΥΠΕΞ, ο μάρτυρας απάντησε: «Κατηγορηματικά ναι, διότι όπως μου είπε, αυτός τους πλήρωνε».
Σε ερώτηση εάν κατά τη γνώμη του ο κ. Βέρρος διατηρεί αντίγραφο των καταστάσεων με τα ονόματα των δημοσιογράφων στους οποίους διατέθηκαν ποσά από τα μυστικά κονδύλια, ο μάρτυρας απάντησε: «Είμαι σίγουρος ότι έχει καταστάσεις, εκτιμώ δε ότι μπορεί να είναι και τα πρωτότυπα».
Σε ερώτηση, τέλος, αν ο κ. Βέρρος τον πληροφόρησε για τη διαδικασία και τη σκοπιμότητα των πληρωμών αυτών, ο κ. Χατζηδάκης απάντησε: «Ορισμένοι έρχονταν κάθε μήνα. Απ’ αυτά που μου έλεγε ο κ. Βέρρος στις συζητήσεις, εκτιμώ ότι εδίδοντο από τον κ. Σαμαρά για να φτιάξει αυλή δική του και να περνάει τα μηνύματά του».
Σε ερώτηση αν εκτός από τα ονόματα που συγκράτησε υπήρχαν και άλλοι δημοσιογράφοι που πληρώνονταν, ο κ. Χατζηδάκης είπε: «Μου εδόθη η εντύπωση, θα μπορούσα να πω η βεβαιότητα, ότι ήταν αρκετοί».
Μια μέρα αργότερα θα καταθέσει στο Πειθαρχικό Συμβούλιο έγγραφη δήλωση ο Γιάννης Βούλτεψης (πατέρας της βουλευτού της ΝΔ, Σοφίας Βούλτεψη), διευθυντής του Γραφείου Τύπου της Νέας Δημοκρατίας επί Μητσοτάκη και εν ενεργεία μέλος του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου της ΕΣΗΕΑ.
Με τη δήλωση αυτή ο κ. Βούλτεψης θα επιβεβαιώσει την κατάθεση Χατζηδάκη. Όμως, ο φάκελος των κονδυλίων δεν επρόκειτο να ξανανοίξει.
documentonews