Στις 24 Απριλίου 1823, ανήμερα της ονομαστικής εορτής του, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης παρά την πολύ άσχημη κατάσταση της υγείας του και τις συστάσεις για το αντίθετο, κατευθύνεται έφιππος προς το πεδίο της μάχης που μαίνεται στο Φάληρο. Εκεί, πάνω στο άλογο, θα δεχτεί μια σφαίρα στο υπογάστριο και λίγες ώρες αργότερα θα ξεψυχήσει. Ακόμη και σήμερα κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν το βόλι που έκοψε το νήμα της ζωής του αρχιστράτηγου της Ρούμελης, προερχόταν από όπλο που κρατούσε χέρι Τούρκου, Άγγλου ή –ακόμη χειρότερα- Έλληνα.
Το τελευταίο σενάριο πάντως θεωρείται και το πιο πιθανό. Ο φονιάς του Καραϊσκάκη δηλαδή να ήταν Έλληνας και να ενεργούσε για λογαριασμό των -εντός των τειχών- αντιπάλων του.
Η εικόνα που έχουμε για την Επανάσταση του 1821 και τους ήρωές της είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό εξωραϊσμένη ώστε να εξυπηρετεί καλύτερα το εθνικό αφήγημα. Πράγμα που βέβαια δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία, αλλά το συναντά κανείς παντού στον κόσμο.
Στην περίπτωση της Ελλάδας και συγκεκριμένα την περίοδο που άρχισε η μάχη για την ανεξαρτησία και την απελευθέρωση είναι πανθομολογούμενο ότι οι έριδες δεν έλειψαν και ήταν μάλιστα τόσο σφοδρές που οδήγησαν σε εμφύλιους πολέμους ακόμη και κατά την διάρκεια της σύγκρουσης με τους Οθωμανούς.
Στον Γεώργιο Καραϊσκάκη όλα αυτά δεν ήταν καθόλου άγνωστα. Λόγω και του χαρακτήρα του, ο «γιος της καλογριάς», όπως τον φώναζαν αφού ήταν καρπός της εκτός γάμου σχέσης της μοναχής Ζωής Ντιμισκή (από οικογένεια αρματολών) και του αρματολού Δημήτρη Καραΐσκου, δημιουργούσε συχνά εχθρούς, ανεξαρτήτως εθνικότητας.
Άλλωστε στα χρόνια που προηγήθηκαν της Επανάστασης είχε προσφέρει σε διάφορους τις υπηρεσίες του φτιάχνοντας κατά καιρούς «ανίερες» (όπως ενδεχομένως θα τις χαρακτηρίζαμε σήμερα) συμμαχίες. Αντιλαμβανόμενος το μάταιο του πράγματος, ο Καραϊσκάκης μετά τις… περιπλανήσεις του στα πεδία της μάχης ανεβαίνει ξανά στα βουνά αλλά πλέον στο μυαλό του, όπως και σε αυτό άλλων οπλαρχηγών, αρματολών και κλεφτών υπάρχει μόνο μια σκέψη. Η Επανάσταση…
Προφανώς με τέτοιο βιογραφικό και λαμβάνοντας υπόψη τον οξύθυμο χαρακτήρα του και την παροιμιώδη ροπή του προς την βωμολοχία, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο εύκολα δημιουργούσε παντού εχθρούς. Κι ενώ κατά την διάρκεια του πολέμου δεν έχασε καμία ευκαιρία για να δείξει τις πολεμικές αρετές του και τις στρατηγικές ικανότητές του, δεν διέθετε αντίστοιχο ταλέντο στην διπλωματία, όπως μαρτυρούν και οι αμέτρητες διενέξεις που είχε ακόμη και με Έλληνες. Με κορυφαία κόντρα όλων φυσικά, αυτή με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, η οποία χρονολογείται από το 1822, όταν είχε πολύ σοβαρή διένεξη με τον προστατευόμενό του οπλαρχηγό Γιαννάκη Ράγκο.
Τότε ήταν που κατηγορήθηκε από τον Μαυροκορδάτο για εσχάτη προδοσία και δικάστηκε στο ς την 1η Απριλίου 1824. Παρότι δεν προέκυψαν ικανοποιητικά ενοχοποιητικά στοιχεία, ο Καραϊσκάκης θα αποστερηθεί όλων των αξιωμάτων του και θα αναγκασθεί να καταφύγει στο Καρπενήσι. Στα μέσα του 1824 μεταβαίνει στο Ναύπλιο, έδρα της κυβέρνησης, με σκοπό να αποδείξει την αθωότητά του και μερικούς μήνες αργότερα θα κατορθώσει να αντιστρέψει εντελώς την κατάσταση. Ανακηρύσσεται αρχιστράτηγος της Ρούμελης, με πλήρη δικαιοδοσία και καταγράφει μια σειρά από νικηφόρες μάχες πέριξ της Αττικής ή και μέσα στο Λεκανοπέδιο, δημιουργώντας έτσι τον σημερινό μύθο του.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στην 21η Απριλίου 1827. Πλέον ο Καραϊσκάκης έχοντας καθοριστική συμμετοχή στην απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδας κερδίζει τον σεβασμό, αλλά παράλληλα διατηρεί και τις έχθρες του την ίδια ώρα που το ταλαιπωρημένο κορμί του δεν υπακούει πια στις εντολές του. Η φυματίωση που τον ταλαιπωρούσε τον είχε ρίξει στο κρεβάτι του πόνου, άλλωστε πάντοτε ήταν φιλάσθενος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βοηθήσει σε ακόμη μία μάχη κόντρα στον Κιουταχή. Την αρχηγία των δυνάμεων έτσι κι αλλιώς είχαν αναλάβει οι Άγγλοι και συγκεκριμένα ο Τόμας Κόχραν και ο παλιός γνωστός του Ρίτσαρντ Τσορτς. Με τους οποίους ήρθε για άλλη μια φορά σε σύγκρουση καθώς διαφώνησε σε θέματα στρατηγικής.
Όταν ξέσπασε τελικά η μάχη, ήταν πολλοί εκείνοι που θα προτιμούσαν ο Καραϊσκάκης να μην μπλέκεται στα πόδια τους. Προφανώς πρώτοι από όλους οι ίδιοι οι Οθωμανοί, που πολλές φορές είχαν γνωρίσει συντριβές από τα ασκέρια του. Ταυτόχρονα, όμως, οι σύγχρονοί του θεωρούσαν ότι και οι Άγγλοι ίσως έβρισκαν μεγαλύτερο συμφέρον από τον θάνατό του, ενώ άλλοι βάζουν και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στο κάδρο των πιθανών ενόχων.
Όποια κι αν ήταν η αλήθεια, δεν μαθεύτηκε ποτέ… Ο Καραϊσκάκης θρηνήθηκε από τον απλό λαό και τελικά ετάφη στη Σαλαμίνα. Αργότερα επί Όθωνα τα οστά του μεταφέρθηκαν σε μνημείο στο Νέο Φάληρο. Όμως το μυστήριο με τον ήρωα του ’21 δεν σταμάτησε εκεί. Τα απομεινάρια του ονομαστού οπλαρχηγού εξαφανίστηκαν και μέχρι σήμερα ουδείς είναι σε θέση να ρίξει φως στο τι έγινε. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, την περίοδο της χούντας, ένα συνεργείο πήγε να κάνει ανακαίνιση στο μνημείο του Φαλήρου. Οι εργάτες δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για το τι είχαν μπροστά τους, με αποτέλεσμα να πετάξουν τα οστά στη θάλασσα του Πειραιά…
Εμείς δε θέλουμε εχθρό. Μόνοι μας τρώμε ο ένας τον άλλον, γι’ αυτό και στον τόπο μας δεν κάνουμε προκοπή.