Αν θέλουμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, θα πρέπει να συμφωνήσουμε πως οι ύμνοι των ελληνικών ομάδων είναι μια ιδιαίτερα πονεμένη (ιδίως για τα αυτιά) ιστορία. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν γραφτεί σχεδόν μισό αιώνα πριν και αυτή η απόσταση που τους χωρίζει από το σήμερα τους χαρίζει μια αναχρονιστική καλτίλα, στην καλύτερη περίπτωση.
Αναχρονιστικοί και μουσικά απλοϊκοί, οι πιο πολλοί ύμνοι αποτελούν… επικο-λαϊκούρες που ταλαιπωρούν όλους τους υπόλοιπους οπαδούς, εκτός από εκείνους που αναγκαστικά –λόγω της αγάπης τους για τον σύλλογο- τους ακούν και νιώθουν την ίδια ιερή ανατριχίλα με εκείνη του έθνους των Ελλήνων όταν ο Γκάλης χόρευε τους ξένους στο ΣΕΦ το ’87 κι οι υπόλοιποι χτυπιόμασταν υπό τους λαρυγγισμούς του ξανθού front man των Europe. Μετατρέποντας έτσι το Final Countdown στο απόλυτο hit των επιτυχιών και οδηγώντας πολλούς συμπατριώτες μας εκείνα τα χρόνια στα salon de coiffure για περμανάντ-βαφή-ντεκαπάζ.
Το 1987 αποτέλεσε ένα καλό παράδειγμα για το πώς μπορεί να ταυτιστεί μια ομάδα με ένα κομμάτι χωρίς αυτό να έχει γραφτεί για εκείνη και μια απόδειξη του πώς γίνεται να ταυτιστείς με οτιδήποτε σου φέρνει στο μυαλό την μεγάλη σου καψούρα.
Η περίπτωση της ΑΕΚ δεν διαφέρει πολύ από τις υπόλοιπες
Ο μέσος ΑΕΚτζής θα πάει στο γηπεδάκι του και θα τραγουδήσει τον ύμνο του, δίχως να τον απασχολούν λεπτομέρειες του τύπου «τι μήνυμα περνάμε στους παίκτες όταν τους προτρέπουμε να σπάσουν τα δοκάρια;». Μετά φταίνε αυτοί όταν μετουσιώνουν το σύνθημα-ύμνο σε πραγματικότητα;
Το συγκεκριμένο απόσπασμα του παραδοσιακού και κλασικού ύμνου της Ένωσης είναι απολύτως ενδεικτικό όσων λέγαμε πιο πάνω. Τραγουδάμε κάτι που δεν βγάζει πολύ νόημα, μουσικά δεν διεκδικεί δάφνες ποιότητας και αν δεν ήταν δικός μας αλλά των αντιπάλων, θα κράζαμε ανελέητα μέχρι να σβήσει ο ήλιος. Αλλά όταν τον ύμνο σου τον έχει γράψει ο Καζαντζίδης και τον έχει ερμηνεύσει ο Παπαϊωάννου, κάνεις πως δεν ακούς και προχωράς… Α, όλα κι όλα, με τα ιερά τέρατα δεν τα βάζει κανείς.
Το πείραμα Τροχανά
Όταν στα πράγματα της ΑΕΚ ήρθε ο Μιχάλης Τροχανάς τόλμησε να κάνει πολλά. Ένα από αυτά ήταν και η απόπειρά του να φέρει έναν αέρα ανανέωσης και στα μουσικά δρώμενα της ΠΑΕ. Αν και συνήθως κάθε συνεργασία Λευτέρη Παπαδόπουλου-Χρήστου Νικολόπουλουαποτελεί εγγύηση για επιτυχία, στην προκειμένη περίπτωση, εκείνη του νέου –κατά παραγγελία- ύμνου των κιτρινόμαυρων ήταν (πώς να το θέσουμε κομψά τώρα;)… Ήταν ελαφρώς ξενέρωτη και διόλου inspirational, που λένε και όσοι έχουν από πτυχίο Lower (του Cambridge) και πάνω.
Και η περίπτωση του Ντέμη
Όταν ανέλαβαν την ομάδα οι καλοί κύριοι της Enic άλλαξαν πολλά και η καλλιτεχνική απόπειρα του Μιχάλη Τροχανά μπήκε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας (πόσο… ΠΑΣΟΚ φράση, μιας και το ‘φερε η κουβέντα), αλλά η αποτυχία τους να κάνουν την ΑΕΚάρα όπως ήτανε παλαιά (που έλεγε και ο συγχωρεμένος Μάκαρος) οδήγησε σε νέες διοικητικές και μουσικές ανακατατάξεις.
Η αναρρίχηση του Ντέμη Νικολαΐδη στον προεδρικό θώκο έφερε νέα ήθη, έθιμα και την ανάγκη ενός γενικότερου εκσυγχρονισμού της ΠΑΕ. Εκτός από την ελπίδα για αγωνιστική ανάταση, γεννήθηκε κι εκείνη για ένα καλύτερο αύριο σε ό,τι αφορά τον ύμνο. Σου λέει ο άλλος, κάτι θα σκαμπάζει από νότες και πεντάγραμμο λόγω της οικογενειακής του κατάστασης… Τελικά ο Φοίβος αποδείχθηκε πως ήταν εξαιρετικός για να γράφει hits για την Βανδή, όχι όμως και για την ΑΕΚ. Το κομμάτι κόντεψε να φέρει διχασμό, με πολλούς φίλους της ομάδας να το λατρεύουν, αλλά τους περισσότερους να απαιτούν την επιστροφή του «Εμπρός της ΑΕΚ παλικάρια» εδώ και τώρα!
Μόνη ξανά δεν θα σ’ αφήσω…
Περίπου την ίδια εποχή, εκείνη της επιχειρούμενης αναγέννησης (που τελικά δεν ήρθε), ο κόσμος της Ένωσης άρχισε να ταυτίζεται με ένα άλλο τραγούδι, το οποίο αγαπήθηκε τόσο πολύ που μετατράπηκε στον ανεπίσημο ύμνο της ομάδας. Το «Μόνη ξανά δεν θα σ’ αφήσω» ήρθε να δημιουργήσει μια ευθεία σύνδεση του ψυχισμού του οπαδού με το αντικείμενο του πόθου του, με την καψούρα του, την ομαδάρα του. Δίχως να το γνωρίζει όταν συνέβαινε, ο Νίκος Ζιώγαλας τα είχε καταφέρει σε αυτό που είχαν αποτύχει όλοι οι προηγούμενοι. Άθελά του, είχε γράψει ένα κομμάτι που έμοιαζε κομμένο και ραμμένο στην ιστορία και τη μοναδικότητα της ΑΕΚ και της ερωτικής σχέσης των φιλάθλων μαζί της.
Όταν ακούει τη φωνή της Μουτσάτσου ο φίλος της ΑΕΚ φέρνει στο μυαλό την ομάδα του, πιστεύοντας πως με την ίδια ευκολία ο συνθέτης-στιχουργός κλείνει τα μάτια κι αναπολεί μια παλιά αγαπημένη. Θεωρεί δεδομένο πως πρόκειται για ένα ερωτικό τραγούδι. Ο ίδιος ο δημιουργός πάντως μετά από χρόνια αποφάσισε να αποκαλύψει πως πίσω από τους συγκινητικούς στίχους κρύβεται μια διαφορετικού τύπου ιστορία. Δεν είναι ένα κομμάτι ερωτικό, αλλά μια «κραυγή» πόνου για μια τεράστια απώλεια. Ένα κενό που δημιουργείται μόνο όταν χάνεις από την ζωή σου κάτι πολύ δικό σου.
«Το Μόνη ξανά δε θα σ’ αφήσω» δεν γράφτηκε ως ερωτικό τραγούδι. Είναι ένα τραγούδι που βγήκε πραγματικά μέσα από πολύ μεγάλο προσωπικό πόνο, μιας τραγωδίας οικογενειακής. Το έγραψα αρκετά χρόνια μετά το γεγονός, οπότε ήταν και σαν ένας αποχαιρετισμός ενός ανθρώπου αγαπημένου. Ήταν η στιγμή που συμφιλιώθηκα με την απώλεια», εξομολογήθηκε ο ίδιος ο Νίκος Ζιώγαλας σε συνέντευξή του πριν από μερικά χρόνια. Με αυτόν τον τρόπο διέλυσε μια ψευδαίσθηση που υπήρχε για καιρό, αλλά δεν περιόρισε ούτε στο ελάχιστο τη σύνδεση των φιλάθλων με την ΑΕΚ. Ίσα-ίσα που μπορεί να τους έκανε να νιώσουν ακόμη μεγαλύτερη ταύτιση, φέρνοντας στο νου τους τις ιστορίες για απώλειες που κουβαλά στο dna του αυτός ο σύλλογος…
Ερρίκος Βούλγαρης