Μια αποκάλυψη περί πιθανού κινδύνου παραγραφής για την τραγωδία στο Μάτι, προκαλεί πίκρα και οργή όχι μόνο στους συγγενείς των 102 θυμάτων της φονικής πυρκαγιάς αλλά και σε ολόκληρη την κοινωνία καθώς η αποφράδα εκείνη ημέρα της 23ης Ιουλίου 2018 έχει καταγραφεί στο συλλογικό ασυνείδητο βαθιά, με χρώματα πύρινα σαν την φωτιά που έκαψε τα πάντα στο πέρασμα της και με χρώματα μελανά, σαν τα αποκαίδια που άφησε πίσω της για μέρες και σαν το βαρύ πένθος το οποίο οι οικογένειες των νεκρών θα κουβαλάνε για πάντα.
Η επιθυμία των συγγενών των θυμάτων, αλλά και όλης της κοινωνίας, να αποδοθεί δικαιοσύνη όπου κριθεί πως υπήρξαν ευθύνες παραμένει αμείωτη, ακόμη, ωστόσο, δεν φαίνεται άμεσα προοπτική να ξεκινήσει το δικαστήριο. Η δικογραφία παραμένει εδώ και δύο χρόνια στα χέρια του ανακριτή Αθανασίου Μαρνέρη, ο οποίος αυτές τις μέρες έχει στείλει κλήση σε απολογία προς υψηλόβαθμα στελέχη της Πυροσβεστικής και της Πολιτικής Προστασίας. Tους ανθρώπους, δηλαδή, που ο ίδιος ο ανακριτής θεωρεί πως είχαν τις βαρύτερες ευθύνες για την τραγωδία.
Εδώ και αρκετούς μήνες, εξακολουθεί να μαίνεται ένας ιδιότυπος δικαστικός «εμφύλιος», παρόλο που όλες οι πλευρές εξακολουθούν να έχουν τον ίδιο σκοπό – την απόδοση ευθυνών και την ορθή απονομή δικαιοσύνης. Τρεις φορές ο ανακριτής Αθανάσιος Μαρνέρης έχει ζητήσει από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών να αναβαθμίσει την ποινική δίωξη σε κακούργημα για συγκεκριμένους κατηγορουμένους (συγκεκριμένα, για θανατηφόρα έκθεση κατά συρροήν, με ενδεχόμενο δόλο) και ισάριθμες φορές αυτό έχει απορριφθεί, από διαφορετικούς εισαγγελείς.
Οπως αποκαλύπτει ο «Ε.Τ.» της Κυριακής, από την εσωτερική αλληλογραφία ανακριτή και εισαγγελέα φαίνεται πως η νομική διαφωνία για τον χαρακτηρισμό των αδικημάτων ξεπερνά τα όρια της απλής νομικής αντιπαράθεσης. Μάλιστα, ο εισαγγελέας αναφέρει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι υπάρχει πλέον φόβος για την παραγραφή των αδικημάτων, σε περίπτωση περαιτέρω καθυστέρησης!
Σύμφωνα με πληροφορίες, στο πιο πρόσφατο έγγραφο της Εισαγγελίας προς τον ανακριτή στις 29 Ιανουαρίου, όπου απορρίπτει το αίτημα για την αναβάθμιση της κατηγορίας, ο εισαγγελέας Πρωτοδικών, Γεώργιος Νούλης, καλεί τον ανακριτή να ολοκληρώσει σύντομα, αναφέροντας: «Δέον όπως εξακολουθήσει η από διετίας σχεδόν εκκινηθείσα κύρια ανάκριση που διενεργείται με βάση την εξαρχής ασκηθείσα ποινική δίωξη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, για τα πλημμελήματα δε που αυτή αφορά παρήλθε ήδη διάστημα ίσο με το ήμισυ και πλέον του χρόνου παραγραφής τους».
Ο εισαγγελέας σημειώνει, επίσης, πως ο ανακριτής δεν έχει στείλει το σύνολο της δικογραφίας, όπως του είχε ζητήσει στις 19 Ιανουαρίου («ούτε μας την αποστείλατε, αλλά ούτε και ουδεμία απάντησή σας λάβαμε επ’ αυτού»). Ως προς την ουσία του θέματος, υποστηρίζει πως δεν θεμελιώνεται κακούργημα, αφού δεν προκύπτει δόλος των κατηγορουμένων, αλλά αμέλεια: Η πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, σημειώνει ο κ. Νούλης, απαιτεί ο δράστης να έχει αποδεχθεί συνειδητά το αποτέλεσμα του εγκλήματός του, για να στοιχειοθετηθεί ενδεχόμενος δόλος.
Κατά πληροφορίες, ο εισαγγελέας αναφέρεται στις δυσμενείς συνθήκες, όπως περιγράφονται στο μέρος της δικογραφίας που έστειλε ο ανακριτής: «Από αυτά που ίδιος συνομολογείτε, προκύπτει εναργώς η κινητοποίηση των αρμοδίων πυροσβεστικών υπηρεσιών. Πλην όμως αυτή δεν αποδείχθηκε επαρκής για την επιτυχή αντιμετώπιση του ακραίου φαινομένου».
Αφού κάνει λόγο για «εσφαλμένη διαχείριση της κρίσης» και «βαρύτατες πλημμέλειες» που «ανάγονται στη σύγχυση, την έλλειψη σχεδιασμού και συντονισμού των κρατικών Αρχών», ο εισαγγελέας αναφέρει πως αυτά «συνιστούν ακριβώς την ουσία της έννοιας της αμέλειας». Προσθέτει, μάλιστα, πως η άποψή του «βρίσκει ακλόνητο έρεισμα στη δικαστική κρίση που εκφέρθηκε στην απολύτως ομοειδή υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στον Νομό Ηλείας το 2007».
Είκοσι κούτες Ο ανακριτής απέστειλε, τελικά, είκοσι κούτες με έγγραφα την ίδια ημέρα, λίγο μετά την απόρριψη του αιτήματος (στις 29 Ιανουαρίου) με τη σημείωση: «Για λόγους ασφαλείας καθίσταται αδύνατο να σας διαβιβάσουμε το σύνολο της δικογραφίας. Στο πλαίσιο της καλής θελήσεώς μας σας αναφέρουμε ότι: α) θα σας αποστείλουμε τμηματικά το σύνολο της δικογραφίας σε φωτοτυπία και β) μπορείτε να προσέλθετε στο γραφείο μας προκειμένου να λάβετε γνώση της δικογραφίας».
Ο εισαγγελέας απαντά εκ νέου αυθημερόν: «Αιτηθήκαμε τη διαβίβαση του συνόλου της δικογραφίας, προς απάντηση στο αίτημά σας. Επ’ αυτού κωφεύσατε επί δεκαήμερο (…) και διαβιβάσατε τμηματικά μέρος της δικογραφίας. Το ληφθέν υλικό σας επιστρέφουμε συνημμένο (…), καθόσον έχουμε ήδη εγγράφως εκφραστεί βάσει του αποσταλέντος υλικού, το οποίο εσείς κρίνατε επαρκές προς διαμόρφωση της κρίσης μας. Οπότε, δεν συντρέχει πλέον αντικείμενο ενεργειών μας, εξαιτίας της καθυστερημένης ανταπόκρισής σας».
Το πόρισμα και η έρευνα που ακολούθησε
Το ενδελεχές πόρισμα, που είχαν συντάξει τρεις εισαγγελείς (μεταξύ αυτών και ο τότε προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, Ηλίας Ζαγοραίος) τον Ιανουάριο του 2019, απέδιδε μία σειρά από πράξεις και παραλείψεις των αρμόδιων φορέων που οδήγησαν στο τραγικό αποτέλεσμα. Ο φάκελος στη συνέχεια διαβιβάστηκε λόγω σπουδαιότητας σε ανακριτή προς περαιτέρω διερεύνηση. Ο κ. Μαρνέρης παρέλαβε τον φάκελο στις 5 Μαρτίου 2019 και έκτοτε αυτός παραμένει στα χέρια του.
Προηγήθηκε σύγκληση της Ολομέλειας Εφετών τον Νοέμβριο του 2019, προκειμένου να εξεταστεί το ενδεχόμενο να οριστεί ειδικός εφέτης-ανακριτής για την επιτάχυνση της διαδικασίας, όμως αυτό απορρίφθηκε σχεδόν παμψηφεί. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι διαβεβαιώσεις του τότε προϊσταμένου του Πρωτοδικείου Αθηνών πως η ανάκριση βρίσκεται στην τελική της ευθεία. Παραπάνω από έναν χρόνο αργότερα, βρισκόμαστε ακόμη στο στάδιο των απολογιών.
Πάντως, παραμένει γεγονός πως μπορεί η δικογραφία να παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα στα χέρια του ανακριτή, ωστόσο ο φάκελος έχει εμπλουτιστεί. Χιλιάδες επιπλέον σελίδες με μαρτυρικές καταθέσεις έχουν προστεθεί, με τον ανακριτή να προχωρά αργά αλλά σταθερά σε σημαντικά συμπεράσματα, εκκινώντας από το δεδομένο πως η Πυροσβεστική Υπηρεσία δεν επιχείρησε ποτέ μέσα στο Μάτι την ώρα της καταστροφής. Η πορεία της έρευνας, άλλωστε, δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα… Δικαστικές πηγές είχαν γνωστοποιήσει πως ο ανακριτής δεν είχε πρόσβαση σε μία σειρά από κρίσιμα στοιχεία και έκανε «ντου» σε πολλές υπηρεσίες για να κατασχέσει έγγραφα. Μάλιστα, οι ίδιες πηγές σημείωναν πως συγκεκριμένα καταγραφικά είχαν αλλοιωθεί, τις κρίσιμες ώρες της πυρκαγιάς. Ας μην ξεχνάμε και τις σημαντικές καταγγελίες του πραγματογνώμονος, κ. Λιότσιου, για απειλές και παραινέσεις από τον τότε αρχηγό, Β. Ματθαιόπουλο, να «θάψει» στοιχεία.
Ο κ. Μαρνέρης θεωρεί πως η Πυροσβεστική μπορούσε να μπει στο Μάτι και να σώσει ζωές: Εχει εντοπίσει αεροδρόμια τα οποία θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για την κατάσβεση της φωτιάς, πράγμα το οποίο δεν συνέβη (ελικοδρόμιο Ν. Μάκρης, Τατόι, Πάχη κ.λπ.). Αναφέρει πως τέσσερα πυροσβεστικά οχήματα είχαν απομακρυνθεί από την περιοχή για να στέρξουν αλλού, ενώ συνολικά δώδεκα αεροσκάφη και ελικόπτερα θα μπορούσαν να αποσπαστούν στο Μάτι, την ώρα που μόνο ένα ελικόπτερο επιχείρησε περιορισμένες ρίψεις το μοιραίο απόγευμα.
Κατηγορούμενοι δύο «ταχυτήτων»
Κατόπιν όλων αυτών, ο ανακριτής έχει πλέον προχωρήσει σε μία σημαντική διάκριση σε σχέση με την Εισαγγελία. Κατ’ αυτόν, οι κατηγορούμενοι είναι δύο «ταχυτήτων»: Από τη μία, οι αιρετοί και η Αστυνομία, στους οποίους στην πραγματικότητα αποδίδει μικρή έως ελάχιστη ευθύνη για τους 102 νεκρούς, και, από την άλλη, συγκεκριμένα υψηλόβαθμα στελέχη της Πυροσβεστικής, που είχαν τη βασική ευθύνη.
Σε ό,τι αφορά τα στοιχεία αυτά, στα οποία βασίζεται ο ανακριτής για να ζητήσει κακουργηματική δίωξη, ο εισαγγελέας απαντά πως αυτά δεν θεμελιώνουν ενδεχόμενο δόλο ούτε είναι νεότερα στοιχεία για εγκληματικές συμπεριφορές κατά τον χρόνο της πυρκαγιάς, αλλά αργότερα (όταν π.χ. έγινε η φερόμενη απόπειρα συγκάλυψης, για την οποία έχει σχηματιστεί άλλη δικογραφία): Ο κ. Νούλης αναφέρει πως το αίτημα του ανακριτή «βασίζεται σε φερόμενα ως “νεότερα στοιχεία”, τα οποία ανάγονται σε χρόνο μεταγενέστερο του χρόνου διάπραξης των αξιόποινων πράξεων. Πλην όμως αυτά σε τίποτα δεν μεταβάλλουν τα πραγματικά γεγονότα, παρά μόνο εξειδικεύουν κάποιες από τις ήδη γνωστές παραλείψεις».
Την κακουργηματική δίωξη 14 ατόμων ζητά ο ανακριτής Κατόπιν της έρευνάς του, ο ανακριτής ζητά την κακουργηματική δίωξη 14 ατόμων: 10 από την Πυροσβεστική, 1 από την ΕΜΑΚ, 2 από την Πολιτική Προστασία και 1 από την Περιφέρεια Αττικής.
Τι επικαλείται ο ανακριτής
1) Πρόωρη αποχώρηση υψηλόβαθμων στελεχών της Πυροσβεστικής από το σημείο της πυρκαγιάς. 2) Μη Κινητοποίηση Δώδεκα Εναέριων Μέσων. 3) Μη Ενεργοποίηση ΓΕΕΘΑ. 4) Μη φυσική παρουσία του διοικητή της ΕΜΑΚ. 5) Διάθεση πολλών εναέριων μέσων κοντά στα διυλιστήρια της Κορίνθου. 6) Ηθελημένη αδράνεια στελεχών της Πυροσβεστικής, ώστε να αποτύχει η επιχείρηση για να επέλθει υπηρεσιακή ζημιά των ανταγωνιστών τους (όπερ και εγένετο με την προαγωγή οκτώ εκ των κατηγορουμένων). 7) Ασκηση πιέσεων στον δικαστικό πραγματογνώμονα από τον πρώην αρχηγό της Πυροσβεστικής. 8) Παραποίηση εγγράφων και ημερολογίων πτήσης στο Αεροδρόμιο Πάχης, στην Υπηρεσία Εναέριων Μέσων Πυροσβεστικού Σώματος και στη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας με σκοπό τη συγκάλυψη ευθυνών.
Τι απαντά ο εισαγγελέας
1-5) Πρόκειται για παραλείψεις ήδη γνωστές κατά την άσκηση της δίωξης, που αποτελούν αμέλεια. 6) «Η προαγωγή των οκτώ αξιωματικών ήταν απόρροια της υπηρεσιακής τους αρχαιότητας και δεν σχετίζεται με την άστοχη διαχείριση της πυρκαγιάς, που μόνο δυσμενώς μπορούσε να επηρεάσει την ανέλιξή τους». 7-8) Οι προσπάθειες συγκάλυψης, που όντως διαφαίνονται, δεν σχετίζονται με τον χρόνο της πυρκαγιάς αλλά μεταγενέστερα και ερευνώνται σε χωριστές δικογραφίες από την Εισαγγελία.
Γιατί πρέπει να “τρέξει” η διαδικασία
Ο νόμος ορίζει πως τα πλημμελήματα παραγράφονται έπειτα από πέντε χρόνια, συν τρία χρόνια από την επίδοση της κλήσης στο δικαστήριο. Θα πρέπει, δηλαδή, να έχει ολοκληρωθεί και το Εφετείο, μέσα σε οκτώ χρόνια από την τέλεση του αδικήματος, δηλαδή, εν προκειμένω το καλοκαίρι του 2026. Οι δίκες για το Μάτι, με βάση την εμπειρία αντίστοιχων δικών με μεγάλο αριθμό κατηγορουμένων, μαρτύρων και θυμάτων, εκτιμάται πως θα κρατήσουν πολλούς μήνες, οπότε σε κάθε περίπτωση η διαδικασία θα πρέπει να «τρέξει,» αφού αυτήν τη στιγμή βρισκόμαστε ήδη στα δυόμισι χρόνια από τον Ιούλιο του 2018… Οπως εξηγούν νομικοί, εάν τελικά η Εισαγγελία είχε ασκήσει δίωξη για κακούργημα, που παραγράφεται ύστερα από 15 έτη, δεν θα υπήρχε βιασύνη να τελειώσουν οι δίκες. Στην περίπτωση αυτή, όμως, εάν η κακουργηματική δίωξη δεν «σταθεί» στο ακροατήριο και υποβιβαστεί σε πλημμέλημα, ενδεχομένως να έχει παρέλθει ο χρόνος της παραγραφής, την ώρα που η δίκη είναι ακόμη σε εξέλιξη.
Αντώνη Φούσσας: «Δυόμισι χρόνια και είμαστε ακόμα στο στάδιο της ανάκρισης»
«Συμπληρώνονται ήδη δυόμισι χρόνια και είμαστε ακόμα στο στάδιο της ανάκρισης. Ο κίνδυνος της παραγραφής είναι ορατός και για τον λόγο αυτόν από εδώ και πέρα θα πρέπει να επισπευσθούν οι διαδικασίες μέχρι το δικαστήριο. Ο ανακριτής υπέβαλε τρία αιτήματα στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών για αναβάθμιση της κατηγορίας για κακούργημα, θέση με την οποία κι εμείς συμφωνούμε. Από τη στιγμή όμως που η Εισαγγελία απέρριψε το αίτημα αυτό και, μάλιστα, τρεις φορές, ο μόνος δρόμος που απομένει είναι η επιτάχυνση.
Η υπόθεση της πλημμύρας της Μάνδρας οδηγήθηκε στο δικαστήριο με απευθείας κλήση και όχι με έκδοση βουλεύματος. Μήπως την Εισαγγελία πρέπει να απασχολήσει και η λύση αυτή για να συντομευθούν οι διαδικασίες;».
Βασίλης Καπερνάρος: «Αλλοιώνεται το νόημα της απονομής Δικαιοσύνης»
«Δεδομένων των ανησυχιών του εισαγγελέα, αναρωτιέμαι: Γιατί η Εισαγγελία δεν έστειλε την υπόθεση κατευθείαν στο ακροατήριο και την ανέθεσε σε ανακριτή; Οταν ζητήσαμε να καταθέσουμε στοιχεία στη Δικαιοσύνη, οι εισαγγελείς (μεταξύ αυτών ο κ. Σπυρόπουλος, που μετείχε στην προκαταρκτική έρευνα) μας έλεγαν ότι η υπόθεση θα πάει στον ανακριτή για ενδελεχέστερη έρευνα και να τα καταθέσουμε εκεί.
Αλλωστε, η προκαταρκτική έρευνα που έκανε η Εισαγγελία δεν ήταν επαρκής και για να μην εκτεθούν το έστειλαν στον ανακριτή. Υπάρχουν κακουργηματικά στοιχεία και στην Εισαγγελία το γνωρίζουν. Τους πληροφορώ, μάλιστα, ότι υπάρχουν πολλοί εισαγγελείς που πιστεύουν ότι είναι κακουργήματα. Αν έχουν αποφασίσει κατόπιν προφανών παρεμβάσεων πως είναι πλημμελήματα, ας παραγραφούν. Τι μας ενδιαφέρει η παραγραφή, όταν αλλοιώνεται το νόημα της απονομής Δικαιοσύνης…».