Αίσωπος: Ενας μεγάλος παραμυθάς που θανατώθηκε

Κοινοποίηση:
Capture

Ο μέγας έλληνας μυθογράφος του 6ου αιώνα π.Χ. ήταν ένα αινιγματικό πρόσωπο ήδη από την εποχή του, πόσο μάλλον που κατόπιν ο μύθος επιστρατεύτηκε για να καλύψει τα κενά της βιογραφίας του. Ή της ίδιας του της ύπαρξης.

Ο Ηρόδοτος τον χαρακτήριζε «λογοποιό» και ο Πλούταρχος τον περιέγραφε ως έναν παροιμιωδώς κακάσχημο και στραβοκάνη δούλο που τραύλιζε.

Όλοι παραδέχονταν ωστόσο πως ήταν ένας ιδιαιτέρως οξυδερκής άνθρωπος με οξυμένη κοινωνική ματιά, γι’ αυτό και οι μύθοι του δεν ήταν παρά διδακτικές αλληγορίες για τη ζωή την ίδια και τον ανθρώπινο παράγοντα.

Η καταγωγή του, όπως και η βιογραφία του, χάνονται στα βάθη του χρόνου και μόνο εικασίες μπορούν να διατυπωθούν για τα πώς και τα γιατί της ύπαρξής του, καθώς το φαινόμενο Αίσωπος θα διαμορφωθεί προοδευτικά ανά τους αιώνες.

Ο μεγαλύτερος παραμυθάς της αρχαιότητας παραμένει εν πολλοίς ένας από τους μεγάλους αγνώστους του πνεύματος, καθώς σήμερα πολλοί μελετητές του Αισώπου αμφισβητούν και το ίδιο το γεγονός ότι ήταν ένας άνθρωπος! Ο «πατέρας» του αρχαίου μύθου, ο οραματιστής αυτός της λεγόμενης «διδακτικής μυθολογίας», επιβίωσε ωστόσο σε πείσμα της ελλιπούς βιογραφίας του γιατί το έργο του ήταν από αυτά που έρχονται για να μείνουν.

Όταν ο Αίσωπος διατύπωνε με το σατιρικό ύφος του τους συμβολικούς του μύθους ο κόσμος είχε ήδη βρει τον μεγαλύτερο παραμυθά του. Τα ανθρωπόμορφα σε χαρακτηριστικά προσωπικότητας ζώα του θα μεγάλωναν γενιές και γενιές παιδιών στα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, με τα μικρά αφηγήματά του, διατυπωμένα με λιτή συντομία, να διακρίνονται για τον ηθικοδιδακτικό τους ρόλο.

 

Ο ίδιος δεν έγραψε βέβαια ούτε λέξη, προτιμώντας να διηγείται τις ιστορίες του προφορικά. Και πιθανότατα, αν κρίνουμε από το φημολογούμενο τέλος του, είχε δίκιο να μην απαθανατίζει γραπτά τις άβολες αλήθειες των μύθων του. Ο αισώπειος μύθος είναι μια σύντομη αφήγηση παραδειγματικού χαρακτήρα που αντλεί στοιχεία από τη λαϊκή σοφία αλλά και τη φιλοσοφική κριτική. Ένα σύντομο περιστατικό δηλαδή με πρωταγωνιστές ζώα συνήθως -αλλά και ανθρώπους ή θεούς κάποιες φορές-, το οποίο χρησιμεύει για να εξάρει ή να στηλιτεύσει χαρακτήρες και συμπεριφορές.

Λέγεται ότι ο πρώην δούλος στάλθηκε στο Μαντείο των Δελφών από τον βασιλιά Κροίσο για να πάρει χρησμό, αυτός ωστόσο τα έψαλε στους ιερείς κατηγορώντας τους ότι εξαπατούσαν τον κόσμο! Κι έτσι καταδικάστηκε στα γρήγορα σε θάνατο και ρίχτηκε από την κορφή του Παρνασσού, καθώς τα λεγόμενά του ενοχλούσαν πολλούς.

Παρά το γεγονός ότι ήταν ταπεινής καταγωγής και δούλος άλλοτε, οι Αθηναίοι του έστησαν ανδριάντα αργότερα για να δείξουν ότι κάθε άνθρωπος αξίας πρέπει να τιμάται όπως κι αν έχει έρθει στον κόσμο. Τι ιδανικός επίλογος για τη ζωή ενός ανθρώπου που έμοιαζε σαν να έχει βγει από κάποιον μύθο του!

Οι Έλληνες διέσωσαν τους μύθους του από στόμα σε στόμα, μέχρι να καταγραφούν τελικά στην ελληνική περίοδο και να επιβιώσουν στους αιώνες ως έξοχα δείγματα αλληγορικού λόγου με τεράστια μαθησιακή αξία για τα μικρά και τα μεγαλύτερα παιδιά.

Τι δίδαξε ο Αίσωπος τον κόσμο; Πως η ευγνωμοσύνη είναι χαρακτηριστικό των ευγενικών ψυχών, πως η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι προάγγελος της δυστυχίας, πως η ανέχεια δεν αναγνωρίζει νόμους, πως η κακοτυχία δοκιμάζει την ειλικρίνεια των φίλων και η εκδίκηση θα βλάψει τελικά τον εκδικητή.

«Μπορεί τα ρούχα να συγκαλύψουν έναν ανόητο, αλλά τα λόγια του θα τον αποκαλύψουν», μας λέει ο μεγάλος παραμυθάς προειδοποιώντας μας: «Πρόσεξε μη χάσεις την ουσία προσπαθώντας να πιάσεις τη σκιά»…

Γεγονός είναι ότι ο Αίσωπος χρησιμοποίησε τη διδακτική μυθολογία με ζηλευτή δεξιότητα και επιτυχία, συνδέοντας άρρηκτα το όνομά του με μια σειρά σύντομων αλληγορικών ιστοριών που ζουν ως τις μέρες μας. Ο εύθυμος τρόπος που αφηγείται τις περιπέτειες των ζωών και σπανιότατα των ανθρώπων και των θεών αποκαλύπτει έναν μαέστρο των παραμυθιών και μεγάλο γνώστη των τεχνικών της αφήγησης.

Οι ήρωές του, όπως η αλεπού, ο λύκος, το λιοντάρι, το ελάφι, ο λαγός κ.ά., επιστρατεύονται για να μεταφέρουν το ηθοπλαστικό του δίδαγμα. Έτσι έζησαν οι Αισώπου μύθοι, από στόμα σε στόμα, μέχρι την πρώτη καταγραφή τους στα ελληνιστικά χρόνια από τον Δημήτριο τον Φαληρέα (4ο αιώνας π.Χ.), καθώς πλέον ήταν στο στόμα όλων των λαών απ’ όπου πέρασε και μίλησε ο απελεύθερος δούλος.

 

Το τέλος του Αισώπου

Άλλη μια διπλωματική αποστολή του παραμυθά για λογαριασμό του προστάτη του Κροίσου πρέπει να προσυπέγραψε το τέλος του περί το 564 π.Χ. (ή 560 π.Χ.). Ο βασιλιάς της Λυδίας εμπιστεύτηκε στον Αίσωπο μια σημαντική ποσότητα χρυσού ως προσφορά στο Μαντείο των Δελφών. Φτάνοντας όμως ο βασιλικός απεσταλμένος στον ναό του Απόλλωνα για να πάρει τον χρησμό, αηδίασε καθώς λένε με την απληστία και τη φιλαργυρία τους που όχι μόνο αρνήθηκε να παραδώσει τον χρυσό, αλλά τον έστειλε κιόλας πίσω στον Κροίσο! Όχι βέβαια προτού ειρωνευτεί με σαρκαστικό τρόπο τους ιερείς για απάτη, κατηγορώντας τους πως εξαπατούν τα εύπιστα πλήθη.

Οργισμένοι οι ιερείς των Δελφών, τον κατηγορούν για κλοπή και ιεροσυλία, στήνοντας μια πλεκτάνη σε βάρος του: στριμώχνουν στις αποσκευές του ένα ιερό σκεύος των Δελφών και τον καταδικάζουν στα γρήγορα σε θάνατο ως κοινό εγκληματία, γκρεμοτσακίζοντάς τον από τις λεγόμενες Φαιδριάδες Πέτρες των κορφών του Παρνασσού. Παρά τον ιερό χαρακτήρα του αξιώματός του δηλαδή, όντας πρεσβευτής του λύδου βασιλιά. Λέγεται πάντως πως την άδικη δολοφονία του Αισώπου την εκδικήθηκαν αργότερα οι Σάμιοι.

Ανεκδοτολογικές πηγές αναφέρουν ότι ο Αίσωπος δεν πέθανε, αλλά έζησε αλλάζοντας μορφή η ψυχή του. Ο θρύλος τον θέλει ακόμα και να πολεμά στο πλευρό των Λακεδαιμονίων στις Θερμοπύλες! Η ιστορία πάντως με τον άδικο θάνατό του στους Δελφούς πρέπει να ήταν ευρέως διαδεδομένη στην ελληνική αρχαιότητα, αφού ακόμα και ο Αριστοφάνης την υπαινίσσεται στην κωμωδία του «Σφήκες» το 422 π.Χ.

Μεγάλη μερίδα ιστορικής σκέψης αμφισβητεί την εκδοχή αυτή, κάνοντας λόγο για απουσία αξιόπιστων πηγών. Εξίσου αναξιόπιστες είναι και οι πηγές που μαρτυρούν την ύπαρξη του ανδριάντα του Αισώπου στην Αθήνα, ενώ λέγεται ότι και οι διάσημοι γλύπτες Λύσιππος και Αριστόδημος έφτιαξαν αγάλματα του ποιητή. Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι και οι τρεις αναφορές αφορούν πιθανόν στο ίδιο άγαλμα, το οποίο δεν ξέρουμε αν όντως υπήρχε.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: