Την προστάτιδα του Αγία Βαρβάρα, γιορτάζει σήμερα το ένδοξο Πυροβολικό και μαζί του όλος ο Στρατός Ξηράς, οι άνδρες και οι γυναίκες, αξιωματικοί και υπαξιωματικοί σε κάθε μονάδα, σχηματισμό και ακριτικό φυλάκιο.
Το Γενικό Επιτελείο Στρατού ετοίμασε και δημοσίευσε σχετικό βίντεο για να τιμήσει την Αγία Βαρβάρα και τα στελέχη του Στρατού Ξηράς που υπηρετούν επάξια το όπλο του Πυροβολικού.
Η Αγία Βαρβάρα έζησε και μαρτύρησε επί Αυτοκράτορα Μαξιμιανού. Η μνήμη της τιμάται στις 4 Δεκεμβρίου από την Ορθόδοξη Ανατολική και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία καθώς και το Πυροβολικό πολλών χωρών ανεξαρτήτως θρησκείας.Η Αγία Βαρβάρα ήταν μονογενής θυγατέρα του πλούσιου Έλληνα ειδωλολάτρη Διόσκουρου , Σατράπη της Νικομήδειας. Παρόλο που το περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε , το αποτελούσαν φανατικοί ειδωλολάτρες, η Αγία φωτίσθηκε από την αλήθεια του Θείου Λόγου και νέα ακόμα ασπάσθηκε το Χριστιανισμό.
Αυτό προκάλεσε την οργή του πατέρα της που μεταχειρίσθηκε κάθε μέσο, ακόμα και βασανισμούς για να την μεταπείσει. Όταν όμως βρέθηκε εμπρός στην υπερήφανη και σταθερή στάση της την παρέδωσε στο διοικητή της επαρχίας , για να την τιμωρήσει. Ο Έπαρχος εντυπωσιάσθηκε από την έξοχη ομορφιά της νέας και προσπάθησε να την επαναφέρει στην ειδωλολατρία. Εμπρός όμως στην αμετάκλητη απόφαση της να μην απαρνηθεί το Χριστό, την υπέβαλλε σε φρικτά μαρτύρια, γι’ αυτό και ονομάσθηκε Μεγαλομάρτυρας.
Τελικά αποκεφαλίσθηκε με το ξίφος του ιδίου του πατέρα της, “ταίς πατρικαίς χερσί τω πατρικώ ξίφει την τελειώσιν δέχεται”, όπως λέει ο βιογράφος της Συμεών. Και κατά την παράδοση, καθώς απομακρύνονταν από την σφαγή της θυγατέρας του , η Θεία Δίκη , με μορφή κεραυνού, κατέκαψε το δήμιο –πατέρα.
Τον τιμωρό αυτό κεραυνό συμβολίζουν τα πυρά του Πυροβολικού και το 1829 καθιερώθηκε ως προστάτιδα του Ελληνικού Πυροβολικού και στις 4 Δεκεμβρίου του ιδίου χρόνου γιορτάσθηκε το γεγονός στο στρατόπεδο του μόλις συγκροτιθέντος πρώτου “Τάγματος Πυροβολητών”, όπως ονομάζονταν τότε, οπότε και προσφέρθηκαν στους επισκέπτες οι από τότε πατροπαράδοτοι λουκουμάδες με κονιάκ.
Η Διεύθυνση Πυροβολικού για να τιμήσει τη Προστάτιδα του Όπλου Αγία Βαρβάρα εξέδωσε (1999) αναμνηστικό μετάλλιο με την ευκαιρία των 170 ετών από της καθιέρωσης της ως προστάτιδος το 1829.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟΥ
Ώς έναρξη του Ελληνικού Πυροβολικού, είναι το 1821 στην Καλαμάτα, όπου ο ιδρυτής του, Δημήτρης Υψηλάντης οργάνωσε το πρώτο κλιμάκιο, αυτό της Πυροβολαρχίας.
Οι Πυροβολητές (όπου είναι επίσημος όρος του Ελληνικού Στρατού) φορούσαν εξ αρχής, στρατιωτική στολή με σκούρο μπλέ χρώμα, που φορούσε και ο Γαλλικός Στρατός καθιστώντας την ως την πιο αυστηρή απο τις υπόλοιπες των άλλων Όπλων ή Σωμάτων.
Το 1828, σχηματίζεται η πρώτη Μονάδα με τον τότε όρο Τάγμα , ενω την ίδια χρονιά ακολούθησε και η ίδρυση της Σχολής Πυροβολικού, τότε στο Ναύπλιο.[1] Το 1843 γίνεται η πρώτη διάκριση του Όπλου στην ιστορία του, και οι κλάδοι γίνονται δυο: ο κλάδος του Ορεινού Πυροβολικού και του Πεδινού Πυροβολικού.
Επίσης, ο όρος Τάγμα, αντικαθίσταται με τον έως και σήμερα γνωστό όρο Μοίρα και η συγκεκριμένη Μονάδα εφοδιάστηκε με οπλισμό, όπως τα οβουζοβόλα και τα σφαιροβουζοβόλα.
Το 1867 οι Πυροβολαρχίες Βολής εξοπλίστηκαν με ρυμουλκούμενα πυροβόλα διαμετρήματος σωλήνα των 75 και 105 χιλιοστών και εν την συνεχεία το Πεδινό (Τοπομαχικό) Πυροβολικό με πυροβόλα των 87 χιλιοστών, τα οποία θα πρέπει να είναι έξι σε κάθε Πυροβολαρχία Βολής.
Πρώτη συμμετοχή, μετά την οργάνωση του Όπλου, έγινε στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 στη Θεσσαλία και στην μάχη της Κρήτης. Το 1874, η Μοίρα Πυροβολικού αναπτύχθηκε σε Σύνταγμα Πυροβολικού, εξοπλισμένο με πυροβόλα εμπροσθογεμή.
Το 1910 υπέστη αλλαγές και στους δυο κλάδους, με την χορήγηση πυροβόλων Σνάιντερ διαμετρήματος 75 χιλ. και Krupp των 105 χιλ., και το Ορεινό Πυροβολικό με λυόμενα πυροβόλα Σνάιντερ των 75 χιλ.
Το Πεδινό πυροβόλο των 75 χιλ, ήταν το πρώτο που ήταν δυνατόν να γίνει διαεξαγωγή έμμεσης βολής. Εκείνη την εποχή, το Πυροβολικό συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912-13 σε περιοχές της Ελλάδας, όπως στο Σαραντάπορο, στα Γιαννιτσά, στη Θεσσαλονίκη, στην Κορυτσά, στη Φλώρινα, στο Μπιζάνι, στο Κιλκίς, στα Κρέσνα, στο Μπέλλε, στο Νευροκόπι και στην Καβάλα.[2]
Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918)
Την εποχή εκείνη ο Αρχιστράτηγος Παναγιώτης Δαγκλής, συνεργάστηκε με την Γαλλική βιομηχανία Σνέιντερ για να κατασκευάσουν ενα λυόμενο πυροβόλο για μια Μοίρα Ορεινού Πυροβολικού, το Schneider-Δαγκλής, και το οποίο χρησιμοποιήθηκε στο Ελληνικό Πυροβολικό, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Μικρασιατική εκστρατεία.
Τότε τρία Συντάγματα Πεδινού Πυροβολικού, είχαν εξοπλιστεί με πυροβόλα 75 χιλ. απο την Σνέιντερ και απο την Σκόντα, υπήρχε ενα Σύνταγμα Βαρέως Πυροβολικού με πυροβόλα των 120 χιλ., ενα Σύνταγμα των 155 χιλ, και 20 Μοίρες Ορεινού Πυροβολικού με οπλισμό που σώθηκε και χρησιμοποιήθηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Ελληνοϊταλικός Πόλεμος (1940-1941)
Τότε είχε γίνει ο διαχωρισμός σε Πυροβολικό Μάχης και Αντιαεροπορικό Πυροβολικό. Είχε αρκετό οπλισμό, και συμμετείχε στις μάχες της Πίνδου, του Καλαμά, της Κορυτσάς, της Πρεμετής, της Κλεισούρας και της Τρεμπένιτσας.
Τον Απρίλιο του 1941, όταν και έγινε η κατάληψη της χώρας απο τους Γερμανούς, για πρώτη φορα ο Ελληνικός Στρατός διαλύεται και παραδόθηκαν όλα τα πυροβόλα.
Η δημιουργία νέου Ελληνικού Στρατού, συνέβη στη Μέση Ανατολή, με το Πυροβολικό να αποτελείται απο δυο Συντάγματα Πεδινού Πυροβολικού με οπλισμό που δόθηκε απο τον Βρετανικό Στρατό.
Με αυτόν τον οπλισμό, συμμετείχε και στην δεύτερη μάχη του Ελ Αλαμέιν και του Ρίμινι.
Το Ελληνικό Πυροβολικό απο το 1951
Η ενίσχυση των οπλικών συστημάτων του Στρατού Ξηράς, ξεκίνησε την δεκαετία του ’50, με το Πυροβολικό να εξοπλίζεται με ρυμουλκούμενα πυροβόλα 105 χιλ, απο την Αμερική.
Απο το 1951, έχει γίνει εξέλιξη των οπλικών συστημάτων στο Πυροβολικό, με την εμφάνιση των αυτοκινούμενων πυροβόλων, την δημιουργία πυραύλων και εν συνεχεία με την κατασκευή αντιπυροβολικών συστημάτων και με την απόκτηση πυραυλικών συστημάτων και καθοδηγούμενων πυρομαχικών.
Πυροβολικό Μάχης
To αυτοκινούμενο πυροβόλο PzH 2000, είναι απο τα πιο εξελιγμένα στην κατηγορία του, και τα προμηθεύτηκε ο Ελληνικός Στρατός το 2001.
Ο αριθμός των αυτοκινούμενων M109 είναι πολύ μεγάλος, μετά την αγορά 223 Μ109Α2. Ο συνολικός στόλος ξεπερνά τα 300 πυροβόλα αυτού του τύπου.
Το 1951, έγινε η προμήθεια απο τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής με ρυμουλκούμενα πυροβόλα Μ101 των 105 χιλιοστών και των Μ114 των 155 χιλ για το Πυροβολικό Μάχης.
Το 1977, τίθονται σε υπηρεσία τα πρώτα αυτοκινούμενα πυροβόλα Μ109Α1Β και δίνονται σε Μοίρες Μέσου Πυροβολικού.
Το 1986, παραλαμβάνεται αριθμός τεθωρακισμένων οχημάτων M-992 απο τις Η.Π.Α, με τον ρόλο του Σταθμού Διοικήσεως του Κέντρου Διεύθυνσης Πυρός (ΚΔΠ), για τον προσδιορισμό των βολών ΠΒ.
Το 1994, αγοράζονται 150 ελαφρομεταχειρισμένα πυραυλικά συστήματα RM-70 απο την Γερμανία, εκ των οποίων τα 116 τέθηκαν σε υπηρεσία και τα 34 διαμελίστηκαν για χρήση ανταλλακτικών.
Το 1994, γίνεται η αγορά των 18 συστημάτων MLRS, και στις αρχές του 1996, παραδίδονται τα πρώτα 9 στην 193 ΜΠΕΠ στην Ελευθερούπολη.
Στα μέσα του 1997, παραδίδονται άλλα 9 στην 194 ΜΠΕΠ, στον Λαγκαδά.
To 1998, παραλαμβάνονται οι πρώτοι καθοδηγούμενοι πύραυλοι ATACMS για την χρήση τους στα MLRS. Το 2001, ο Ελληνικός Στρατός αγοράζει 24 PzH 2000, κατασκευασμένα απο την Γερμανία και με την βοήθεια Γερμανών μηχανικών, δέχτηκαν ελαφρά αναβάθμιση τους.
Το 2003, οι εργασίες ολοκληρώνονται και παραχωρούνται σε δυο Μοίρες Μέσου Πυροβολικού: στην 156 Α/Κ ΜΜΠ (τέως 156 Α/Κ ΜΒΠ)[3] και στην 163 Α/Κ ΜΜΠ (τέως 163 Α/Κ ΜΒΠ)[4]
Αντιαεροπορικό Πυροβολικό
Οι πύραυλοι HAWK πρωτοήρθαν το 1960, δημιουργώντας έτσι 2 Μοίρες με κύριο οπλισμό αυτούς.
Το αντιαεροπορικό Bofors είναι απ’τα πρώτα που στελέχωσαν το Ελληνικό Α/Α ΠΒ.
Το 1951, άρχισε να προμηθεύεται και το Αντιαεροπορικό Πυροβολικό, απο την Μεγάλη Βρετανία και τις Η.Π.Α, με την ενίσχυση του με 108 αντιαεροπορικά συστήματα Μ-1 Bofors των 40 χιλ. σε τρία Συντάγματα Πυροβολικού (36 το καθένα).
Το 1953, τα Συντάγματα Πυροβολικού, διαμελίστηκαν και έγιναν Μοίρες, όπως και αυτές του Α/Α, μετατρέποντας τις σε Μοίρες Ελαφρού Αντιαεροπορικού Πυροβολικού (ΜΕ/ΑΠ).
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, γίνεται προμήθεια αντιαεροπορικών πυραύλων “ΧΩΚ” (HAWK), δημιουργώντας έτσι δύο Μοίρες.
Οι εγχώριες ΜΕ/ΑΠ, προμηθεύονται ύστερα απο 8 συστήματα Μ-55 των 12,7 χιλ, και τα συστήματα Bofors μεταφέρονται στις παραμεθόριες περιοχές του Αιγαίου.
Μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο έγινε η προμήθεια 150 πυροβόλων Rh 202 των 20 mm και έλαβαν χώρα σημαντικές οργανωτικές μεταβολές στην οργάνωση και την κατανομή του υλικού.
Στα νησιά του Αιγαίου συγκροτήθηκαν επιπλέον ΜΕΑ/ΑΠ ενώ ταυτόχρονα εισήχθη σε υπηρεσία το φορητό Α/Α Κ/Β FIM-43A Redeye εξοπλίζοντας τόσο τις μονάδες των όπλων ελιγμού( Πεζικό και Τεθωρακισμένα) όσο και το Πυροβολικό.
Το 1975 αναβαθμίστηκαν τα συστήματα HAWK σε επίπεδο Improved HAWK με παράλληλη συμπλήρωση του αριθμού τους(18 εκτοξευτές ανά μοίρα) ενώ το 1981 παρελήφθησαν από τις ΗΠΑ και την Γερμανία 101 Α/Κ συστήματα πυροβολικού M-42A1 Duster η πλειοψηφία των οποίων διατέθηκε στις ΜΕΑ/ΑΠ των νήσων εξοπλίζοντας μια Πυροβολαρχία Ελαφρού Α/Α Πυροβολικού με 12 στοιχεία έκαστη.
Παρά την πρόθεση του Ε.Σ σε κάποια φάση να εκσυγχρονίσει το σύστημα αυτό δεν κατέστη εφικτό και το σύστημα αποσύρθηκε χωρίς αντικαταστάτη αρχές δεκαετίας του 2000.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 άρχισε η αντικατάσταση του φορητού(MANPADS) συστήματος FIM-43 Redeye από το πιο σύγχρονο FIM-92 Stinger.
Συνολικά παραγγέλθησαν 476 εκτοξευτές και 1000 βλήματα FIM-92B POST από ΗΠΑ και 1150 βλήματα FIM-92C RMP από την ευρωπαϊκή κοινοπραξία κατασκευής του συστήματος.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 είχε γίνει εμφανής η ανάπτυξη της Τουρκικής αεροπορίας μέσω της μαζικής απόκτησης αεροσκαφών F-104 σε ρόλους κρούσης.
Αποφασίστηκε έτσι η ενίσχυση του Α/Α πυροβολικού μέσω της υιοθέτησης ενός εγχώριου προγράμματος ανάπτυξης ενός Α/Α συστήματος πυροβόλων, το γνωστό Άρτεμις 30.
Παρά τις ελπιδοφόρες προοπτικές του προγράμματος το όλο πρόγραμμα δεν καρποφόρησε λόγω της απειρίας των ελληνικών εταιριών που ανέλαβαν την υλοποίηση του αλλά και απροθυμίας μεταξύ τους συνεργασίας εκ μέρους των συμβαλλόμενων εταιρειών.
Προσπάθειες που κατά καιρούς έγιναν για την νεκρανάσταση και το εμπλουτισμό του προγράμματος(υιοθέτηση τετραπλού εκτοξευτή βλημάτων Crotale που θα οδηγούσε στο σύστημα Απόλλων, τοποθέτηση διπλών εκτοξευτών βλημάτων Stinger, πιστοποίηση του ΣΕΠ Skyguard και ατομικού Η/Ο ΣΕΠ) δεν είχαν αίσια έκβαση και το σύστημα κατασκευάστηκε μόνο σε μορφή Μονάδος Πυρός(δίδυμο πυροβόλο Mauser των 30 mm) σε 60 μόλις μονάδες(εκ των οποίων 17 κατέληξαν στον Ε.Σ και χρησιμοποιούταν για την εγγύς Α/Α άμυνα των HAWK) ενώ πρόσφατα αποφασίστηκε η απόσυρση του.