Αγία Ευγενία: Οσιοπαρθενομάρτυς της Χριστιανικής Εκκλησίας, η μνήμη της οποίας τιμάται στις 24 Δεκεμβρίου.
Στα χρόνια του βασιλιά Κομμόδου στα 270 μ.Χ. ήταν στην Αλεξάνδρεια ένας πολύ πλούσιος έπαρχος και ξακουστός άρχοντας, ο Φίλιππος.
Γυναίκα του ήταν η Κλαυδία, είχε δυο γιους και μια κόρη, την Ευγενία, που είχε ευγένεια ψυχής και ασύγκριτη ομορφιά ψυχής και σώματος. Ο πατέρας της είχε την εξoυσία ολόκληρης της Αιγύπτου. Αv και ήταν ειδωλολάτρης, κυβερνούσε δίκαια το λαό του. Αγαπούσε τους καλούς και τιμωρούσε αυστηρά τους κακούς. Έδιωχνε απ’ την επαρχία του τους μάντεις και τους Ιουδαίους. Πολλούς τους σκότωνε δίκαια, τους χριστιανούς δεν τους μισούσε, γιατί ήξερε ότι ήταν καλοί και συνετοί, γι’ αυτό τους εκτιμoύσε. Αλλά σύμφωνα με τη διαταγή του βασιλιά, δεν τους άφηνε να κατοικούν μέσα στην πόλη, αλλά έξω από το τείχος.
Η Ευγενία ήταν προικισμένη με πολλά προσόντα. Ήταν έξυπνη και έμαθε ρωμαϊκά και ελληνικά, ήταν πολύ μορφωμένη στα δέκα πέντε της χρόνια κι όλοι τη θαύμαζαν.
Ο ένδοξος ύπατος Ακυλίνoς τη ζήτησε από τον πατέρα της σε γάμο. Όταν ο Φίλιππος το ανάφερε στην κόρη του και τη ρώτησε αν θέλει να γίνουν οι γάμοι της, εκείνη απάντησε ότι θα ήθελε να μείνει παρθένος και ν’ αφοσιωθή στη μάθηση. Διάβαζε και πολλά βιβλία των χριστιανών, που της εφαίνοντο αληθέστερα.
Μια μέρα πέσανε στα χέρια της οι επιστολές του αποστ. Παύλου. Τις διάβασε προσεκτικά και συγκινήθηκε βαθειά, γιατί ήξερε ότι ένας είναι ο αληθινός Θεός που δημιούργησε όλο τον κόσμο «εκ του μη όντος». Έτσι πίστεψε σ’ Αυτόν, γιατί την φώτισε το Άγιο Πνεύμα. Δε φανέρωσε όμως την πίστη της, γιατί φοβόταν. τους γονείς της, μόνο τους παρακάλεσε να την αφήσουν να πάει έξω απ’ τη πόλη, να δει τα χωριά τους. Οι γονείς δεν υποψιάστηκαν τίποτε και της είπαν να πάει όπου θέλει.
Συνοδευμένη απ’ τους ευνούχους, που ήξεραν κι αυτοί Ελληνικά, γιατί ήταν παρόντες στα μαθήματά της, ανέβηκε στην άμαξα και πήγε σ’ ένα τόπο όπου είχαν οι χριστιανοί εκκλησία και έψαλλαν. Ο Πανάγαθος επέτρεψε να λένε εκείνη την ώρα τα λόγια του Προφήτη: «πάντες οι Θεοί των εθνών δαιμόνια».
Όταν τα άκουσε αυτά η Ευγενία αναστέναξε βαθιά και είπε στους ευνούχους: «Αγαπημένοι αδελφοί, μόνο οι χριστιανοί ξέρουν την αλήθεια, όπως φαίνεται κι απ’ τα βιβλία τους, αλλά κυρίως απ’ τη ζωή τους, γι’ αυτό Θέλω να γίνω χριστιανή κι αν ποθήτε και σεις τη σωτηρία σας, ακολουθήστε με, δεν θα σας έχω σαν δούλους, αλλ’ αγαπημένους μου αδελφούς. Θα έχομε ένα Πατέρα, το Δημιουργό μας. Τους είπε πολλά απ’ το περίσσευμα της καρδιάς της, κι εκείνοι της υποσχέθηκαν ότι δεν θα την απoxωριστoύγ ποτέ.
Όταν νύκτωσε, έφυγαν ήσυχα. Οι δούλοι προπορεύονταν και δεν κατάλαβαν, γιατί ήταν σκοτεινά ή γιατί ο Θεός το επέτρεψε, ότι εκεί ήταν ένα μοναστήρι, σ’ ένα ήσυχο τόπο, και η Ευγενία είπε στους ευνούχους: «Εδώ είναι συγκεντρωμένοι πολλοί χριστιανοί, κι έχουν ένα πολύ ενάρετο επίσκοπο, τον Έλενο, και ένα ηγούμενο για να οδηγή τους αδελφούς στην οδό της σωτηρίας. Και οι δυο έκαναν πολλά θαύματα, κάνουν αγρυπνίες ολονύκτιες και δοξάζουν τον Πανάγαθο. Αλλά δεν επιτρέπεται να μπει γυναίκα. Κόψτε μου λοιπόν τα μαλλιά, θα ντυθώ σαν άνδρας για να μείνω στην αδελφότητα».
Οι δούλοι έκαναν ό,τι τους είπε με χαρά.
Σε λίγο είδαν τον επίσκοπο Έλενο που ερχόταν απ’ την Ηλιούπολη με πολλούς χριστιανούς που έψαλλαν. Αυτό αύξανε τον πόθο της, γι’ αυτό όκολούθησε τους χριστιανούς στη Μονή. Ερώτησε δε κάποιον που τον έλεγαν Ευτρόπιο: «Ποιος είναι ο σεβάσμιος αυτός γέροντας που προπορεύεται;» Κι εκείνος της απάντησε ότι ήταν ο αγιώτατος Έλενος που έκανε θαύματα και πολλές φορές βάσταξε αναμμένα κάρβουνα στην ποδιά του, χωρίς να πάθει τίποτα.
Εκείνες τις μέρες παρουσιάστηκε κάποιος μάντης Ζαρέας κι έλεγε ότι ήταν απεσταλμένος του Θεού, δάσκαλος και ευεργέτης των ανθρώπων και ότι ο Έλενος ήταν ψεύτης. Όταν τα έμαθε αυτά ο Έλενος διέταξε ν’ ανάψουν μεγάλη φωτιά και είπε στον Ζαρέα. «Ας μπούμε κι οι δυο μας στη φωτιά, κι όποιος δεν καεί, εκείνος θα είναι σταλμένος από τον Θεό»: Κι ο Ζαρέας απάντησε: «Μπες εσύ πρώτος». Ο Έλενος προσευχήθηκε και μπήκε άφοβα μέσ’ τη φωτιά. στάθηκε αρκετή ώρα χωρίς να καεί ούτε μια τρίχα απ’ το κεφάλι του. Ο Ζαρέας φοβήθηκε όταν είδε το θαύμα και ήθελε να φύγει. Αλλ’ ο λαός τον άρπαξε και τον έρριξε στις φλόγες. Ευθύς άρχισε να καίεται και να φωνάζει και με δάκρυα να παρακαλεί. Τον λυπήθηκε ο επίσκοπος και τον έβγαλε μισοπεθαμένο και ο λαός τον έδιωξε έξω απ’ την πόλη.
Όταν τα άκουσε αυτά η Ευγενία παρακάλεσε τον Ευτρόπιο να πει στον Επίσκοπο να τους δεχτεί στην αδελφότητα, να γίνουν καλόγεροι. Ο Ευτρόπιος δέχτηκε να μεσολαβήσει και είπε στον ευσεβέστατο Έλενο: «Τρεις ειδωλολάτρες, απαρνήθηκαν τα είδωλα και σε παρακαλούν να τους βαπτίσεις, για να μείνουν σrην ποίμνη σου όλη τους τη ζωή». Ο άγιος Επίσκοπος απάντησε στην Ευγενία: «Ο Κύριος να σε αξιώσει να νικήσεις τη φύση σου, γιατί για την αγάπη Του άλλαξες σχήμα και όνομα. Ο Πανάγαθος φροντίζει για τη σωτηρία σου, προσπάθησε να δείξεις την ευγένεια της ψυχής σου, όπως μου αποκάλυψε ο Κύριος, γιατί ετοίμασες τον εαυτό σου καθαρό δοχείο και κράτησες την παρθενία του σώματος και της καρδιάς, άφησες την δόξα και τα πλούτη γιατί πόθησες την αιώνια αγαλλίαση».
Κατόπιν στράφηκε και προς τους πιστούς δούλους και τους είπε: «Ο Πανάγαθος μου φανέρωσε και για σας ότι είστε δούλοι αλλά ελεύθεροι στη ψυχή κι ο Χριστός σας λέγει: δεν σας καλώ δούλους, αλλά φίλους. Είστε μακάριοι που δεν εμποδίσατε την κυρία σας στον καλό της σκοπό, αλλά πρόθυμα την συνοδεύσατε, Γι’ αυτό θα σας ανταμείψει και τους τρεις ο Κύριος, στη Βασιλεία Του».
Όταν γύρισε η άμαξα στο παλάτι, έτρεξαν όλοι να υποδεχθούν την Ευγενία. Λυπήθηκαν πάρα πολύ όταν δεν την βρήκαν κι έκλαιαν οι γονείς και τ’ αδέλφια της. Ολόκληρη η Αλεξάνδρεια θρηνούσε. Έστειλαν παντού ανθρώπους για να την βρουν. Ρωτούσαν όλους τους γεωργούς, τους μάντεις. Τότε σκέφτηκαν ότι οι Θεοί την άρπαξαν.
Αφού έλαβε το άγιο σχήμα, η Ευγενία ήταν φωτεινό παράδειγμα στη Μονή. Πρώτη έμπαινε σ’ όλες τις ακολουθίες και τελευταία έβγαινε. Είχε αγάπη για όλους και έκανε θαύματα, θεράπευε τους ασθενείς. Αλλά και οι δύο δούλοι αγωνίζονταν για να την μιμηθούν.
Ύστερα από τρία χρόνια ο ηγούμενος πέθανε κι οι μοναχοί που εκτίμησαν τις αρετές της Ευγενίας, την παρακαλούσαν να γίνει εκείνη ηγούμενος. Η Αγία δεν τολμούσε να παρακούσει στην αδελφότητα και προσευχόταν. Άνοιξε το Ευαγγέλιο και διάβασε τα λόγια του Κυρίου που απεύθυνε στους Αποστόλους: «Όποιος θέλει να είναι πρώτος, ας γίνει μικρότερος και πάντων διάκονος».
Δέχτηκε λοιπόν, αλλά εξακολουθούσε να κάνει τις ευτελέστερες υπηρεσίες: κουβαλούσε νερό, σκούπιζε τη Μονή, έκοβε ξύλα. Κυβερνούσε όμως την αδελφότητα θαυμάσια. Είναι αδύνατο να περιγράψουμε τους θεάρεστους αγώνες της. Ο μισόκαλος διάβολος όμως την φθόνησε. Την συκοφάντησαν στον έπαρχο κι εκείνος θύμωσε πάρα πολύ και διέταξε να φέρουν δεμένους όχι μόνο τον ηγούμενο, αλλά και όλους τους αδελφούς της Μονής που ήταν τρακόσιοι και τους φυλάκισαν ώσπου να βγάλει απόφαση να τους θανατώσουν. Μαζεύτηκαν από παντού άνδρες και γυναίκες για να παραβρεθούν στα βασανιστήρια τους.
Όταν ήλθε η ορισμένη ώρα και ήταν όλοι στο θέατρο, έφεραν και τον ηγούμενο αλυσοδεμένο και όλοι φώναζαν ότι είναι άξιος θανάτου. Ετοίμασαν τα άγρια θηρία, τους τροχούς, τη φωτιά κι άλλα φρικτά βασανιστήρια.
Τότε λέγει ο έπαρχος πολύ θυμωμένα στον ηγούμενο: «Τέτοιες αισχρές πράξεις σας παραγγέλλει ο Χριστός σας να κάνετε; Τι ψυχή και τί καρδιά είχες, να μπεις στο σπίτι μιας τίμιας γυναίκας σαν πνευματικός, γιατρός της ψυχής και του σώματος και προσπάθησες να εκμεταλλευτείς την απόλυτη εμπιστοσύνη που σου είχε;» Η Οσία με πολλή σεμνότητα και αξιοπρέπεια απάντησε: «Όχι, ο Πανάγαθος Θεός μου δεν διατάζει τέτοιες ανίερες πράξεις, αλλ’ απεναντίας νομοθετεί υψηλά και θεάρεστα. Δεν έπρεπε, έπαρχε, να πιστέψεις την συκοφαντία τόσο εύκολα, ούτε να βγάλεις αμέσως την απόφαση, αλλά πρώτα ν’ ακούσεις και τα δύο μέρη για ν’ αποφασίσεις δίκαια. Πριν απολογηθώ σε παρακαλώ πολύ να μου κάνεις μια χάρη. Αν εγώ έσφαλα πραγματικά, όπως με κατηγορούν, να με τιμωρήσεις ανάλογα. Αν όμως αποδειχθή ψεύτικη η συκοφαντία να μη τιμωρήσεις την κατήγορό μου, γιατί ο νόμος μας μας προτρέπει να μην ανταποδίδομε κακό αντί κακού, αλλά να ευεργετούμε αυτούς που μας πικραίνουν και μας αδικούν. Να μου υποσχεθείς αυτό που σου ζητώ και θα σου φανερώσω την αλήθεια».
Ο έπαρχος υποσχέθηκε με όρκο ότι θα φανεί συνεπής. Τότε η Ευγενία στράφηκε προς την κατηγορό της και της είπε: «Μελανθία, μπορείς να ξεγελάσεις τους ανθρώπους, αλλά θα μπορέσεις να πεις ψέματα και στον Πανάγαθο Θεό, που τιμωρεί τους συκοφάντες και φανερώνει την αλήθεια; Δεν έχεις τύψεις γιατί για την κακή σου επιθυμία θα σκοτωθούν τόσοι αθώοι;»
Αλλ’ η Μελανθία δεν μετάνοιωσε καθόλου, ούτε φοβήθηκε το δίκαιο Θεό, αλλά έφερε μια δούλη της ψευδομάρτυρα, που βεβαίωσε ό,τι είπε η κυρία της. Ο έπαρχος οργίσθηκε περισσότερo και είπε στην Ευγενία: «Αδιάντροπη, τι έχεις να πεις για τις τόσες κατηγορίες που άκουσες;»
Όταν είδε η Αγία ότι όλοι πίστευαν τα λόγια της Μελανθίας και θα θανάτωναν άδικα τόσους δικαίους ασκητές, καθώς σκεπτόταν και την κατηγορία στο άγιο σχήμα των μοναχών, είπε: «Καιρός είναι να φανερωθεί η αλήθεια. Μάρτυς μου ο Θεός, ότι εγώ είχα πόθο να υπομείνω τον πειρασμό αυτό μέχρι τέλους και να μη ομολογήσω την αλήθεια για να πάρω το στεφάνι της υπομονής από τον Χριστό την ημέρα της Κρίσεως. Αλλά για να μη συκοφαντηθεί το άγιο σχήμα, θα ομολογήσω εκείνο, που κανείς δεν ξεύρει παρά μόνο ο Κύριος».
«Είμαι η θυγατέρα σου Ευγενία»
Τόσει είναι ει δύναμει του Χριστού, ώστε και πολλές γυναίκες νίκεισαν τειν αδύνατει γυναικεία τους φύσει, για να πολεμήσουν τον πονηρό και ν’ αποφύγουν τις ενέδρες του στον κόσμο.
Έπειτα λέγει στον έπαρχο Φίλιππο: «Μάθε ότι είμαι ει θυγατέρα σου Ευγενία, είσαι ο πατέρας μου και η γυναίκα σου Κλαυδία είναι ει μητέρα μου. Τα αδέλφια μου είναι ο Αβίτας και ο Σέργιος, αυτοί δε είναι οι ευνούχοι Πρωτάς και Υάκινθoς που θέλεισαν να με ακολουθήσουν ολοπρόθυμα και απαρνήθηκαν τα πάντα και σας τους αγαπητούς μου γονείς για τειν αγάπη του Δημιουργού μας.
«Ένας είναι αληθινός Θεός, ο Χριστός»
Τότε οι Χριστιανοί που ήταν εκεί για να θάψουν τα λείψανα των Οσίων, που θα θανάτωναν οι ειδωλολάτρες, όταν άκουσαν την ομολογία αυτή έψαλλαν μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής τους «Τις Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών, ο ανακαλύπτων απόκρυφα και τους σοφούς δια της ιδίας αυτών πανουργίας καταισχύνων;»
Πολλοί ειδωλολάτρες πίστεψαν στο Χριστό. Έγινε μεγάλη γιορτή και πανήγυρις γιατί βαπτίστηκε και ο έπαρχος ο ίδιος κι έδωσε διαταγή να κατοικούν οι χριστιανοί ανεμπόδιστα μέσα στην πόλη, να έχουν ναούς και τα εισοδήματα που είχαν πριν. Έτσι οι χριστιανοί αφέθηκαν ελεύθεροι και άνθισε η ευσέβεια στην Αλεξάνδρεια.
Ο εχθρός όμως της αλήθειας φθόνησε και παρακίνησε μερικούς ειδωλολάτρες της πόλεως να διαβάλουν το Φίλιππο στους Βασιλείς. Πήγαν στη Ρώμη και είπαν: «Ο έπαρχος της Αλεξάνδρείας, Φίλιππος, ενώ δέκα χρόνια κυβερνούσε καλά το λαό, τώρα δε ξέρουμε τι έπαθε και αρνήθηκε τους μεγάλους θεούς, για να προσκυνήσει αυτόν που σταύρωσαν οι Εβραίοι. Εκτιμά πιο πολύ τους χριστιανούς παρά εμάς που λατρεύουμε τους πατροπαράδοτους θεούς, έτσι κινδυνεύει, να χαθεί η θρησκεία μας, αν δεν προλάβετε αμέσως». Όταν τα άκουσε αυτά ο βασιλιάς έγραψε στο Φίλιππο. «Ο Αύγουστος, που ξέρει ότι σέβεσαι τους Θεούς σου χάρισε την εξουσία και σε τιμούσε σαν βασιλέα μάλλον ή σαν έπαρχο, να εξουσιάζεις όλη την Αίγυπτο και εμείς σε στερεώσαμε, δίδοντάς σου μεγαλυτέρα τιμή. Αλλά αυτά τα αξιώματα στα δώσαμε να τα έχεις, ενόσω ήσουν φίλος των Θεών, τώρα που ακούσαμε ότι αρνήθηκες τους Θεούς και τους περιφρονείς και σε μας παράκουσες, σε διατάσσουμε λοιπόν ή να τιμάς τους Θεούς όπως πριν ή θα σου αφαιρεθεί κάθε εξουσία καθώς και τα πλούτη σου».
Όταν τα διάβασε αυτά ο Φίλιππος πούλησε όλα του τα υπάρχοντα και έδωσε τα μισά στους φτωχούς και τα άλλα μισά στην εκκλησία και τα μοναστήρια. Ήταν πολύ μορφωμένος και ευσεβέστατος, γι’ αυτό όλοι οι χριστιανοί της Αλεξανδρείας ζήτησαν να χειροτονηθεί επίσκοπος.
Τότε οι βασιλείς έστειλαν άλλον έπαρχο, τον Τερέντιον, και του είπαν αν μπορέσει να σκοτώσει κρυφά τον Φίλιππο. Μόλις πήρε την εξουσία ο Τερέντιος, έδωσε χρήματα σε μερικούς ανθρώπους, να προσποιηθούν ότι είναι χριστιανοί και να τον σκοτώσουν. Εκείνοι λοιπόν μπήκαν στο ναό και τον έσφαξαν την ώρα που προσευχόταν.
Ο έπαρχος φοβήθηκε να μη τον σκοτώσει ο λαός, γι’ αυτό φυλάκισε τους φονιάδες, για να φανεί ότι δεν έφταιξε ο ίδιος. Ύστερα όμως από λίγο ήλθαν βασιλικά γράμματα και τους ελευθέρωσε. Ο μακάριος Φίλιππος έζησε μετά τον τραυματισμό του τρεις μέρες, όμως παρακάλεσε τον Πανάγαθο, να στερεώσει περισσότερο στην Πίστη τους αρχάριους και κατόπιν παράδωσε την αγία του ψυχή στο Θεό. Έζησε μετά τη χειροτονία του ένα χρόνο και τρεις μήνες και τον έθαψαν στην εκκλησία που ο ίδιος είχε κτίσει. Η μακαρία Κλαυδία έκτισε εκεί κοντά ξενοδοχείο και αφιέρωσε πολλά χρήματα για να περιποιούνται τους ασθενείς και να φιλοξενούν τους ξένους. Κατόπιν πήγε με τα παιδιά της στην πατρίδα.
Οι Ρωμαίοι τους υποδέχτηκαν με τιμές και ανάδειξαν τον Αβίτα ανθύπατο της Καρθαγένης και το Σέργιο βικάριο της Αφρικής. Η Κλαυδία με την Ευγενία, τον Πρωτά και τον Υάκινθο έμειναν σπίτι τους, και ζούσαν ενάρετα με προσευχή και νηστεία. Οι κόρες των αρχόντων πήγαιναν στην Ευγενία και τις συμβούλευε και πολλές απ’ αυτές οδήγησε με τη χάρη του Θεού στη σωτηρία.
Η Βασίλλα που ήταν μια πολύ όμορφη κοπέλα από βασιλικό γένος, επιθυμούσε πάρα πολύ να γνωρίσει την Ευγενία, γιατί άκουσε να γίνεται λόγος για την αγία της ζωή και γιατί ήθελε πολύ να γίνει χριστιανή. Οι δικοί της που κάτι κατάλαβαν την φρουρούσαν και δεν την άφηναν να βγει απ’ το σπίτι της, ώσπου να την παντρέψουν μ’ ένα σπουδαίο αρχοντόπουλο. Γι’ αυτό έστειλε κρυφά γράμμα στην Ευγενία με πιστό της δούλο και την θερμοπαρακαλούσε να της στείλει γραπτώς τα κυριότερα άρθρα της Πίστεως. Η Ευγενία που ήξερε ότι η Βασίλλα θα μπορούσε να κατηχηθεί καλλίτερα με ζώσα φωνή της έστειλε, σαν έμψυχο γράμμα ή σαν δώρο, τον Πρωτά και Υάκινθο για να την καθοδηγήσουν στην πίστη του Χριστού μας. Η Βασίλλα τους δέχτηκε ολοπρόθυμα. Όταν ο αρχιεπίσκοπος Ρώμης έμαθε τον πόθο της να γίνει χριστιανή, πήγε τει νύκτα κρυφά και τειν αξίωσε του αγίου Βαπτίσματος.
Έτσι η Βασίλλα και η Ευγενία συνδέθηκαν με χριστιανική φιλία. Πόσες κοπέλες η Βασίλλα και η Ευγενία, και πόσες χήρες η σεμνή Κλαυδία, και πόσους άνδρες οι Πρωτάς και Υάκινθος έφεραν στον Χριστό με τη χάρη τού Παναγίου Πνεύματος! ..
Εκείνο τον καιρό έγιναν βασιλείς οι Βαλλεριανός και Γαλλιηνός που εκίνησαν μεγάλο διωγμό κατά των χριστιανών. Δεν τολμούσε να παρουσιαστή ο αρχιεπίσκοπος Κορνήλιος και κοινωνούσε κρυφά την Βασίλλα και την Ευγενία. Έπειτα λέγει η Ευγενία: «Αγαπημένη μου αδελφή, μάθε ότι σε λίγες μέρες θα λάβεις το στεφάνι του μαρτυρίου». Και η Βασίλλα της είπε: «Χθες αποκάλυψε σε μένα την ανάξια, ο Δεσπότης μας Χριστός, ότι έχει ετοιμασμένα δύο στεφάνια, το ένα για τους πολλούς αγώνες και κινδύνους που πέρασες στην Αίγυπτο, και το άλλο για το μαρτυρικό θάνατο που θα λάβεις εδώ στην πατρίδα σου για την αγάπη Του». Αυτά είπαν κι αποχαιρετίστηκαν με θερμά δάκρυα.
Μια δούλη της Βασίλλας είπε στον Πομπήιο ότι η Βασίλλα και ο θείος της Έλενος έγιναν χριστιανοί από την Ευγενία, που τους έστειλε δύο ευνούχους. Τότε ο Πομπήιος θύμωσε και πήγε στους βασιλείς που διέταξαν τη Βασίλλα και την Ευγενία ή να θυσιάσουν στους θεούς ή να θανατωθούν όλοι οι χριστιανοί με διάφορα βασανιστήρια.
Πρότειναν στην Βασίλλα να πάρει τον Πομπήιο άνδρα της. Τότε η εκλεκτή νύμφη του Χριστού είπε αποφασιστικά. «Εγώ νυμφεύτηκα το Βασιλιά και Δημιουργό μου». Αυτοί της απέκοψαν την τιμία της κεφαλή και έτσι παρέδωσε την ωραία ψυχή της στα χέρια του Πανάγαθου Θεού.
Κατόπιν πήραν οι δήμιοι τον Πρωτά και Υάκινθο και τους πήγαν δια της βίας στο ναό του Διός για να θυσιάσουν. Κι ενώ προσηύχοντο στον αληθινό Θεό, έπεσε το είδωλο μπροστά τους κι έσπασε. Τότε διέταξε ο έπαρχος να κόψουν τα κεφάλια τους. Ήλθε η σειρά της Ευγενίας. Τότε διέταξε ο έπαρχος να την πάνε στο ναό της Άρτεμης, ν’ ακολουθεί και ο δήμιος με το σπαθί, και αν δεν προσκυνήσει να τη θανατώσει.
Όταν μπήκε στο ναό η Ευγενία προσευχήθηκε θερμά. «Πανάγαθε Θεέ με αξίωσες να γίνω νύμφη του Μονογενούς σου Υιού, ας είναι δοξασμένο το Άγιόν Σου όνομα». Τότε έγινε σεισμός, το είδωλο της Άρτεμης έσπασε. Όλοι απορούσαν. Τότε διέταξε ο βασιλιάς να δέσουν στον λαιμό της Αγίας μια μεγάλη πέτρα και να την ρίξουν στον Τίβερη. Όταν την έριξαν, η πέτρα λύθηκε κι η Αγία περιπατούσε πάνω στα νερά όπως κάποτε ο απόστολος Πέτρος. Τότε την έριξαν σε αναμμένη κάμινο, αλλά άδικα κοπίαζαν. έχασε η φωτιά την φυσική της δύναμη και την δρόσιζε.
Ο Βασιλιάς των Αγγέλων επισκέπτεται την Αγία
Μη ξέρovτες οι ασεβείς με ποιο τρόπο να την θανατώσουν, την έβαλαν σε βαθειά και σκοτεινή φυλακή ώσπου να πεθάνει απ’ την πείνα, αγνοώντας ότι μαζί της ήταν ο Κύριος του Φωτός. Γι αυτό το λόγο ολόκληρη η φυλακή έλαμπε κι οι άγγελοι την έφερναν τροφή από τον ουρανό. Ήλθε και αυτός ο βασιλιάς των Αγγέλων να την επισκεφθεί και της είπε: «Ευγενία, εγώ υπέμεινα σταυρικό θάνατο για σένα, όπως και συ για αγάπη μου υπομένεις τόσα βασανιστήρια. Θα έλθεις στη βασιλεία μου την ημέρα κατά την οποία γεννήθηκα». Πραγματικά. Οι ασεβείς έστειλαν το δήμιο και την έσφαξε μέσα στη φυλακη στις 25 Δεκεμβρίου.
Επειδή η μητέρα της έκλαιε, της παρουσιάστηκε με τόση λαμπρότητα ώστε δεν μπορούσε να τη δει. Ήταν μάλιστα κι άλλες παρθένες στη συνοδεία της, και η Αγία λέγει στη μητέρα της: «Γιατί κλαίς, αντί να χαίρεσαι που βρίσκομαι με τους αγίους μάρτυρας και με τον πατέρα μου Φίλιππον. Σε λίγες μέρες θα έλθεις και συ κοντά μας. Συμβούλεψε τους αδελφούς μου να φυλάξουν την πίστη τους στο Λυτρωτή μας, για να σώσουν αυτοί τη ψυχή τους».
Όταν τα άκουσε αυτά η μητέρα της είδε τους αγίους αγγέλους που συνόδευαν την Ευγενία, χάρηκε πάρα πολύ, κι ευχαρίστησε ολόψυχα το Χριστό. Μοίρασε την περιουσία της στους φτωχούς κι εκοιμήθει εν Κυρίω.
Την μνήμην της Αγίας Ευγενίας, όπως και της Αγίας Βασίλλας, του Αγίου Μάρτυρος Φιλίππου, πατρός της Αγίας Ευγενίας και των Αγίων Πρωτά και Υακίνθου εορτάζει η Εκκλησία μας στις 24 Δεκεμβρίου.