Δεν είναι ότι ήθελες πάλι να κοπροσκυλιάσεις, κι ας είχες αναγάγει σ’ επιστήμη το συγκεκριμένο χόμπι. Το προσπαθούσες σκληρά να είσαι σωστός και τυπικός και να ικανοποιήσεις τους γονείς σου σε σημείο που να πουν το πολυπόθητο «Ο γιος μας είναι πολύ υπεύθυνος» όταν θα μιλούσαν με κάποιους άλλους μεγάλους για σένα.
Πάλευες ν’ ανοίξεις το βιβλίο της γλώσσας και να διαβάσεις για τα καταραμένα τα επιρρήματα και πώς τα χρησιμοποιούμε στον προφορικό λόγο (π.χ. στην πρόταση «Τα επιρρήματα είναι κάτι που δεν καταλαβαίνω), ήθελες να μάθεις πώς κάνουμε διαίρεση (όχι πολλαπλασιασμός, το άλλο), έδινες αγώνα για τα ποτάμια και τις λίμνες που παρουσίαζε το «Εμείς κι ο κόσμος».
Απλά… να, σε καλούσε το διαολεμένο το ουφάδικο σαν άλλη Σειρήνα κι εσύ ήσουν πάντα πρόθυμος να υποκύψεις σαν άλλος Οδυσσέας (ένα παιδί από το χωριό, δεν τον ξέρεις- dude, πρέπει αλήθεια να διαβάζεις λίγο περισσότερο).
Σχεδόν το άκουγες να ψιθυρίζει στο αυτί σου πως έχει Street Fighter και Shinobi και Golden Axe και τόσα ακόμα. Όμως τα συγκεκριμένα παιχνίδια- μολονότι είχες ξοδέψει για χάρη τους 2 εφάπαξ του πατέρα σου, από εκείνα τα παχυλά του ΠΑΣΟΚ που ήταν ικανά από μόνα τους να τον μεθύσουνε τον οικονομικό ήλιο, σίγουρα ναι- δεν ήταν τα αγαπημένα σου. Όχι.
Εσύ γούσταρες να πάρεις στα χέρια σου τον Billy Lee και παρέα με τον αδερφό σου, τον Jimmy Lee, να ξεχυθείτε στο κατόπι των Black Warriors, καθώς αυτά τα παιδιά (με το «Μ» κεφαλαίο και το «-πανα» να έπεται) είχαν απαγάγει την γκόμενά σου την Marian. Εν ολίγοις, ήσουν αρρωστάκι με το μυθικό, αξεπέραστο, ανυπέρβλητο Double Dragon.
Το DD πρωτοκυκλοφόρησε το 1987, όμως στα μέρη μας ήρθε λίγο αργότερα (σαρώνοντας σε όλα τα ουφάδικα των 90s) και έκανε το μυαλό μας να εκραγεί εκκρίνοντας, στην πορεία, μεγάλες ποσότητες αέναης ηλεκτρονικής ηδονής.
Ήταν το παρθενικό beat ’em up παιχνίδι στο οποίο δύο παίκτες μπορούσαν να παίζουν ταυτόχρονα και να συνεργάζονται επί της οθόνης- κάτι που πριν από 30+ χρόνια πριν έμοιαζε εξίσου πιθανό να συμβεί όσο το να κερδίσει ο γράφων βραβείο πούλιτζερ για το παρόν άρθρο, την απονομή να την κάνει η Μόνικα Μπελούτσι και στο τέλος αυτής να τον πιάσει από τ’ αχαμνά και να του ψιθυρίσει ερωτικά στ’ αυτί πως μπορεί να την κάνει δική του με μια μνα.
Στο Double Dragon τα δύο αδέρφια ήταν γνώστες της Sou-Setsu-Ken, μιας πολεμικής τέχνης που δε θύμιζε σε τίποτα τέχνη, καθώς σε πρακτικό επίπεδο σήμαινε κάτι σαν «Κοπανήστε όποιον βρείτε μπροστά σας με ό,τι βρείτε μπροστά σας».
Στην πορεία σου για να φτάσεις μέχρι το τέλος του δρόμου και να κάνεις δική σου ξανά την «πριγκίπισσα» μπορούσες να ρίξεις εναέριες κλοτσιές, «αβυσσαλέα» μπουκέτα, κουτουλιές, να πας πίσω από έναν αντίπαλο και να τον κρατήσεις για να τον σακατέψει ο συμπαίκτης σου, να κάνεις κεφαλοκλείδωμα και, φυσικά, να ρίξεις την αγκωνιά- θρύλο, που ήταν και η μοναδική κίνηση με την οποία μπορούσες να τερματίσεις το παιχνίδι.
Αυτό που έκανε το DD να ξεχωρίζει πέραν του διπλού gameplay και του απλά σ υ γ κ λ ο ν ι σ τ ι κ ο ύ του soundtrack ήταν τα καινοφανή, για την εποχή πάντα, γραφικά του (θυμηθείτε πώς άλλαζε η κίνηση του παίκτη όταν χτυπούσε με το μαστίγιο και μετά με το ρόπαλο ή όταν έπιανε ένα βαρέλι για να το πετάξει στους «κακούς») και το υπέροχο plot-twist στο τέλος, εκεί που (spoiler alert) τα δύο αδέρφια τίθεντο αντιμέτωπα με έπαθλο την Marian, την οποία είχαν πάει να σώσουν!
Οι Black Warriors- η πιο αδίστακτη συμμορία με τα πιο διστακτικά, όταν ερχόταν η στιγμή για ξυλίκι, μέλη στα χρονικά- αποτελείτο από άοπλους «παίκτες», αυτούς που κρατούσαν μαχαίρια ή δυναμίτες, από big bosses που είχαν το ύψος του Παναγιώτη Φασούλα την στιγμή που οι υπόλοιποι μετά βίας Τζον Κόρφας, και υπόσχονταν να σε βγάλουν νοκ άουτ.
Μόνο που- το ξέρουμε πολύ καλά δα- εσύ δεν έβγαινες με τίποτα: το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να ρίξεις στην, πάντα αχόρταγη, σχισμή ακόμα να εικοσαρικάκι (δραχμές) ή, αργότερα, ένα πενηντάρικο και να το ξαναπιάσεις από κει που το ’χες αφήσει, προκειμένου να φτάσεις στο σημείο εκείνο που αποδεικνυόταν ότι το αίμα μια χαρά γίνεται νερό αν «παρεμβάλλεται» μια ευειδής κοπέλα (επίσης με το «Μ» κεφαλαίο).
Το Double Dragon ήταν ο καλύτερος σύντροφός μας (να κάτι που δεν μπορούμε να πούμε για τη Marian…) τότε που πηγαίναμε δημοτικό ή γυμνάσιο και ουδείς μπορούσε ν’ αντισταθεί στην πιξελιασμένη γοητεία του, γι’ αυτό και δημιουργούνταν ουρές που θύμιζαν Σινικό Τείχος σε έκταση με πιτσιρίκια τρελαμένα μέχρι να έρθει η σειρά τους να παίξουν.
Δεν ήταν, λοιπόν, πως δε θέλαμε να είμαστε καλά παιδιά ή ότι «κοροϊδεύαμε τους γονείς μας», κατά την προσφιλή τους ατάκα που κυκλοφορούσε και σε λεκτικό σωληνάριο ενοχών. Όντως θέλαμε να διαβάσουμε και να πάρουμε καλούς βαθμούς.
Όμως το DD ήταν ο πρώτος μας έρωτας και παντοτινός. Αυτός που στο κάλεσμά του κανείς δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί και που για χάρη του ακονίζαμε τους αγκώνες μας για να τους «σκάσουμε» στα μούτρα κάποιου δύστυχου αντίπαλου.
Να, όπως θα έκανε για παράδειγμα ο Οδυσσέας- ο τύπος, δηλαδή, που ξεκίνησε τον εκατονταετή πόλεμο των Αχαιών με τους Γάλλους.
Ok, είπαμε, δεν ήμασταν φυτά μικροί, αλλά κάτι ξέρουμε κι εμείς από ιστορία…