Το δέντρο αγραπιδιά – αγριογκορτσιά (πύρος ο αμυγδαλόμορφος – pyrus amygdaliformis) αυτοφύεται κι ευδοκιμεί σε όλα τα βουνά και τις ρεματιές της Ελλάδας.
Παλαιότερα, πριν το έτος 1960, όλοι σχεδόν μετέβαιναν κατά τον μήνα Οκτώβριο στις τοποθεσίες όπου υπήρχαν τρανές αγριογκορτσιές και μάζευαν σε μεγάλα τσουβάλια τα ώριμα γκόρτσα τους.
Τα εκλεκτότερα απ’ αυτά τα γκόρτσα τα μετέφεραν στο σπίτι τους και παρασκεύαζαν γλυκύτατο πετιμέζι, ενώ τα υπόλοιπα τα έριχναν ως ζωοτροφή στους οικόσιτους χοίρους τους.
Το αναφερόμενο πετιμέζι το παρασκεύαζαν ως εξής: Έριχναν τα γκόρτσα μέσα σε ένα μεγάλο κακάβι (χάλκινο καζάνι) και τα έβραζαν με νερό επί αρκετή ώρα, έως ότου μετατραπούν σε παχύρευστο πολτό.
Κατόπιν στράγγιζαν (διήθιζαν) τον εν λόγω πολτό, μάζευαν το σιρόπι του, έριχναν σ’ αυτό μία μικρή ποσότητα «κασταλαγής» (κοσκινισμένη στάχτη– (!) “Τροφή”: Στα μέρη μου και παρότι ο αρθρογράφος απορεί, θυμάμαι πως την χρησιμοποιούσαμε στην παρασκευή πολλών πραγμάτων εκ των οποίον ορισμένα τρώγονται, όπως για παράδειγμα οι κουραμπιέδες!) και το συγκέντρωναν σε κιούπια (πήλινα δοχεία).
Την επόμενη ημέρα έβγαζαν από τα κιούπια το σιρόπι, χωρίς την κατακαθισμένη στάχτη, και το έβραζαν μέχρι να γίνει παχύρρευστο πετιμέζι. Μ’ αυτό το πετιμέζι και με κομμάτια κυδωνιού και μήλου έφτιαχναν υπέροχα γλυκά κουταλιού.
Έφτιαχναν επίσης με το πετιμέζι και μ’ αλεύρι νόστιμες μουστόπιτες, ενώ με ψίχα καρυδιού παρασκεύαζαν εξαιρετικά σουτζούκια, που τα έτρωγαν αργότερα τα μικρά παιδιά τουςι.
Σήμερα, μόνον οι κτηνοτρόφοι κι ευάριθμοι κάτοικοί του που αναπολούν την παλαιά βουκολική ζωή, επισκέπτονται τις αγριογκορτσιές και γεύονται τα νόστιμα φρούτα τους.
Με αφορμή αυτό το πολύ ενδιαφέρον κείμενο που βρήκα στο διαδίκτυο, σκέφτηκα να μάθουμε λίγα περισσότερα για αυτόν τον ξεχασμένο (έναν ακόμη) καρπό της νιότης πολλών από εμάς, καθότι όπως όλα τα φυτά-καρποί, έχει και αυτό/ος τις ξεχωριστές ιδιότητές του!
Η γκορτσιά, λοιπόν, είναι ένα μικρό δένδρο με ύψος που μπορεί να φθάσει τα 6 μέτρα. Είναι μια αγριοαχλαδιά, γνωστή με το επιστημονικό όνομα Πύρος η αμυγδαλόφυλλη (Pyrusamygdaliformis), διότι τα φύλλα της μοιάζουν λίγο με της αμυγδαλιάς.
Έτσι την ξεχωρίζουμε από την Πύρο την κοινή (Pyrus communis), η οποία έχει στρογγυλωπά φύλλα, παρόμοια με της ήμερης αχλαδιάς. Την γκορτσιά μας θα τη συναντήσουμε και με πολλά ακόμη ονόματα, όπως γκοριτσιά, αμπουρτζιά, αγριαπιδιά, αγκαθιά κ.λ.π.
Μαζί με άλλα παρόμοια είδη και ασφαλώς την ήμερη αχλαδιά ανήκει στην οικογένεια Ροδίδες (Rosaceae), στην οποία ανήκει επίσης η μηλιά και άλλα οπωροφόρα δένδρα.
Η γκορτσιά και τα άλλα είδη της αχλαδιάς είναι γνωστά από την αρχαιότητα. Ίσως είναι η όγχνη του Ομήρου ή η άπιος του Θεόφραστου.
Η γκορτσιά είναι φυλλοβόλο δέντρο με αγκαθωτό, λείο και γκρίζο κορμό. Τα φύλλα της είναι στενόμακρα, σκουροπράσινα και λεία στο επάνω μέρος τους και πιο ανοιχτόχρωμα και στην αρχή χνουδωτά στο κάτω και με μήκος περίπου 4 – 5 εκατοστά.
Τα άνθη της βγαίνουν σαν μπουκετάκια σε ταξιανθία σκιαδιόμορφο κόρυμβο. Αποτελούνται από πέντε άσπρα πέταλα. Ανθίζει την Άνοιξη (Απρίλιος – Μάιος).
Ο καρπός της είναι μικρός και σφαιρικός, με διάμετρο περίπου 2 – 3 εκατοστά, πράσινος και στυφός όταν είναι άγουρος. Όταν ωριμάζει παίρνει το καστανοκίτρινο χρώμα και είναι πιο γλυκός. Φυτρώνει συνήθως σε υψόμετρο μέχρι 1500 μέτρων.
Όπως γνωρίζουν πολλοί γεωργοί και οπωροκαλλιεργητές, η γκορτσιά μπορεί να εμβολιαστεί και να μας δώσει μια ήμερη αχλαδιά, αρκετά ανθεκτική στις ασθένειες. Ήδη πολλοί μερακλήδες έχουν εμβολιάσει αρκετές γκορτσιές και έτσι ο περιπατητής μπορεί το Καλοκαίρι να απολαύσει τους χυμώδεις καρπούς τους.
Η γκορτσιά χάρη στα πολλά οξέα και άλλες χημικές ουσίες που περιέχει δεν αποτελεί μόνο θρεπτική τροφή, αλλά οι καρποί της έχουν και φαρμακευτικές ιδιότητες και βοηθούν στη θεραπεία παθήσεων του πεπτικού και του αναπνευστικού συστήματος.