Αδελφές Λιβανού: Ο μυστηριώδης θάνατος των γυναικών που ερωτεύτηκαν Ωνάσης και Νιάρχος

Κοινοποίηση:
1234 (630)

Δύο Έλληνες μεγιστάνες με παγκόσμια εμβέλεια και επιρροή.
Η αντιζηλία τους απέκτησε διαστάσεις μυθιστορηματικού χαρακτήρα, μέσα από τα δημοσιεύματα και τα πρωτοσέλιδα της εποχής.
Δύο εκ των πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου, από την ίδια μικρή χώρα που έγιναν «μπατζανάκηδες».
Θα μπορούσαν ασφαλώς να είναι δύο καλοί φίλοι, ενδεχομένως και συνέταιροι.
Αντ’ αυτού υπήρξαν δύο «ορκισμένοι» εχθροί.
Και πάνω σε αυτή την άγονη αντιπαλότητα άνθισε η δραματική πορεία και κατάληξη δύο γυναικών.
Από τα σενάρια της ζωής που είναι δύσκολο να χωρέσει ο ανθρώπινος νους είναι η ιστορία και η κοινή τραγική μοίρα των αδελφών Λιβανού.
Η Ευγενία και η κατά τρία χρόνια μικρότερή της Τίνα, ήταν οι κόρες του πανίσχυρου μεγαλοεφοπλιστή Σταύρου Λιβανού.
Για τα μάτια της Τίνας, ο Αριστοτέλης Ωνάσης και ο Σταύρος Νιάρχος θα γινόταν και θα έμεναν για πάντα εχθροί.
Η εφηβεία των δύο αδελφών ήταν κοινή με εκείνη γαλαζοαίματων γόνων.
Εδραιωμένη πάνω σε ένα χρυσό σύννεφο. Αριστοκρατικά αγγλικά κολέγια, ιππασία, διακοπές στα κοσμικά θέρετρα της αμερικάνικης ανατολικής ακτής, λίγο σκι, λίγο βαλς, άφθονη κοινωνική μόρφωση.
Το μόνο που λείπει από το παραμύθι τους είναι ένας πρίγκηπας.
Από τα 15 κιόλας χρόνια της η Τίνα Λιβανού γνώριζε ότι αρέσει στους άντρες.
Ένα καστανόξανθο, λεπτεπίλεπτο elegant κορίτσι το οποίο «πρωταγωνιστούσε» στην κοινωνική ζωή της Νέας Υόρκης.
Είχε τη φήμη ενός από εκ των ωραιότερων κοριτσιών του διεθνούς τζετ.
Περιζήτητη νύφη, πρωταγωνίστρια στα σπορ και fashion icon της εποχής.
Οι δύο πανίσχυροι άνδρες, οι οποίοι έκαναν τότε τα πρώτα τους βήματα στον παγκόσμιο ναυτιλιακό χάρτη, βρέθηκαν δίπλα της από τα εφηβικά χρόνια της.
Ωνάσης και Νιάρχος γνώρισαν και τις δύο αδελφές Λιβανού, ερωτεύτηκαν όμως τη μία. Πρώτος ζήτησε το χέρι της ο Νιάρχος, αλλά λόγω του νεαρού της ηλικίας της, ο Σταύρος Λιβανός του συνέστησε υπομονή, με τη δικαιολογία πως η Ευγενία έπρεπε να παντρευτεί πρώτη.
Ο «Ari the Greek» ήταν όμως πιο επίμονος.
Τη φλέρταρε εντόνως. Από τα 14 της κιόλας της είχε χαρίσει ένα βαρύτιμο «βασιλικό» χρυσό μπρασελέ, με την κεφαλή του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Στη ράχη του ήταν σκαλισμένη αφιέρωση: «Σάββατο, 17 Απριλίου 1943, 7μ.μ. “T.I.L.Y” (σ.σ: Tina, I Love You)».
Η πρώτη απόπειρα και του Αριστοτέλη έπεσε πάνω σε τοίχο.
Δεν πτοήθηκε όμως.
Προϊόντος του χρόνου κατάφερε να κερδίσει την καρδιά της Τίνας και ο πεθερός υποτάχθηκε στα «θέλω» γαμπρού και νύφης.
Το 1946 η 17χρονη Τίνα και ο 46χρονος Ωνάσης παντρεύτηκαν στην Νέα Υόρκη, με όλα τα μεγάλα ονόματα του παγκόσμιου εφοπλισμού να δίνουν το παρόν στο wedding party.
Σύμφωνα με τη φημολογία της εποχής -που κάθε άλλο με κουτσομπολιό φαντάζει- ο Σταύρος Νιάρχος εξοργίστηκε.
Τον επόμενο χρόνο, παντρεύτηκε, σε «απάντηση», την εξίσου περιζήτητη (μα λιγότερο όμορφη) Ευγενία.
«Ο Ωνάσης ζήλευε τις επιτυχίες του Νιάρχου με ασήμαντες, αλλά πάντα εξαιρετικής καλλονής ερωμένες, τον ζήλευε για την κομψότητά του και έβραζε με τον καταραμένο ευρωπαϊκό του αέρα.
Ο Ωνάσης δεν μπορούσε να φορέσει ούτε το πιο ακριβό κοστούμι για περισσότερο από ένα πρωινό χωρίς να το κάνει να φαίνεται παρακατιανό.
Ο Νιάρχος απέπνεε την ανία των πολύ πλουσίων, ο Ωνάσης τη χαρά της ζωής των πληβείων», αναφέρει στη βιογραφία του Ωνάση, ο Πίτερ Έβανς.
Έτσι, οι δύο εκκολαπτόμενοι μεγιστάνες «ένωσαν τις περιουσίες τους» με αυτή του Σταύρου Λιβανού.
Οι γάμοι με τις κόρες του περίφημου Stavros Livanos τους άνοιξαν τις πόρτες στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας.
Οι δύο Έλληνες ήταν πλέον προσκεκλημένοι στα «κλειστά» gatherings στην Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, την Γενεύη, το Παρίσι και το Μόντε Κάρλο.
Οι δύο χρυσές κληρονόμοι Τίνα και Ευγενία παντρεύτηκαν τους διασημότερους και πλουσιότερους Έλληνες. Ζούσαν μια μυθική ζωή.
Περνούσαν το 24ωρο τους σε υπέροχες βίλες, μυθικά chalets στο St.Moritz και υπερπολυτελείς θαλαμηγούς.
Ήταν πάμπλουτες, γοητευτικές, διάσημες.
Εν τέλει όμως και… απολύτως δυστυχείς.
Η Ευγενία απέκτησε τέσσερα παιδιά με τον Νιάρχο, το Φίλιππο, τον Σπύρο, τον Κωνσταντίνο και τη Μαρία.
Πρώτα ξαδέρφια τους, παιδιά της Τίνας και του Ωνάση, ήταν ο Αλέξαδρος και η Χριστίνα.
Κι όμως, παρά τη συγγενική σχέση, το χάσμα ανάμεσα στους δύο άνδρες δεν αμβλύνθηκε. Αντίθετα, ολοένα και θέριευε.
Το 1965 ο Νιάρχος, που τρελαινόταν για το σκι, γνωρίζεται στο σαλέ του στην Ελβετία με τη Σαρλότ Φορντ, δισέγγονη του θρυλικού αυτοκινητοβιομήχανου Χένρι Φορντ.
Η νεαρή Αμερικανίδα μένει έγκυος και το σκάνδαλο ξεσπάει.
Η Ευγενία ζητά και παίρνει διαζύγιο.
Ο Νιάρχος παντρεύεται στο Μεξικό με πολιτικό γάμο τη Φορντ, η οποία φέρνει στον κόσμο το πέμπτο παιδί του, την Έλενα – Άννα.
Την 1η Οκτωβρίου του 1966 η Ευγενία Νιάρχου καταθέτει στο Πρωτοδικείο Αθηνών αγωγή κατά του Σταύρου Νιάρχου προκειμένου να κριθεί ανυπόστατος ο πολιτικός γάμος στη μεξικανική πόλη Σιουδάδ Χουάρες ανάμεσα στον πατέρα των παιδιών της και στη Σαρλότ Φορντ, που είχε τελεσθεί στις 16 Δεκεμβρίου 1965.
Η δίκη γίνεται στις 14 Νοεμβρίου 1966 και η απόφαση του δικαστηρίου δικαιώνει την Ευγενία .
Σύμφωνα με την απόφαση, ο μεξικανικός γάμος του Νιάρχου με τη Φορντ κρίνεται ανυπόστατος και επιπλέον αναγνωρίζεται ότι «ουδεμία γαμική εκ τούτου σχέσις υφίσταται μεταξύ των».
Η Ευγενία ξανακερδίζει τον σύζυγό της, ο οποίος σε μια χειρονομία καλής θελήσεως, το Σεπτέμβρη του ’68, δηλώνει ενώπιον συμβολαιογράφου ότι αποδέχεται την απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών και ότι «παραιτείται παντός κατ’ αυτής τακτικού ή εκτάκτου ενδίκου μέσου, ως και της αιτήσεως αναψηλαφήσεως αυτής, και ούτω η απόφασις αυτή κατέστη τελεσίδικος και αμετάκλητος».
Επιπλέον ο Νιάρχος αποδέχεται ότι ο γάμος του με την Ευγενία, που έγινε την 1η Νοεμβρίου 1947 στη Νέα Υόρκη, «εξακολουθεί να υφίσταται, ουδέποτε νομίμως λυθείς».
Η φθινοπωρινή δήλωση του 1968 φαίνεται να σημαίνει και τυπικά τη λήξη του «περίεργου διαλείμματος» του ‘65, ωστόσο κανείς δεν μπορεί να μιλήσει και για οριστική επούλωση της πληγής της Ευγενίας.
Η οποία έμελλε να αφήσει την τελευταία πνοή της, υπό απολύτως μυστηριώδεις συνθήκες, δύο χρόνια αργότερα.
Η Σπετσοπούλα ήταν το ιδιόκτητο νησί του Νιάρχου – στα πρότυπα της αγοράς του Σκορπιού από τον Ωνάση. Εκεί βρέθηκε νεκρή, σε ηλικία μόλις 44 ετών, το βράδυ της 3ης Μαΐου του ‘70 η Ευγενία Νιάρχου.
Ο ιατροδικαστής βρίσκει σημάδια πάλης και μώλωπες στο σώμα της.
Πρώτος που έσπευσε στο σημείο, τη βραδιά του θανάτου, ήταν ο αστυνόμος Σπετσών, υπομοίραρχος της Χωροφυλακής Κοτρώνης.
Όταν βλέπει το άψυχο σώμα, γεμάτο μελανιές και μώλωπες, ρωτάει τον μεγιστάνα ποιος σκότωσε τη γυναίκα του.
Ο Νιάρχος απαντά ακαριαία:
«Κανείς.
Πέθανε από βαρβιτουρικά και τα χτυπήματα έγιναν από εμένα στην προσπάθεια να τη συνεφέρω».
Η σορός της Ευγενίας μεταφέρεται για νεκροψία στην Αθήνα με το ελικόπτερο του εφοπλιστή, ενώ το τραγικό νέο διαδίδεται με ταχύτητα αστραπής στα ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ.
Η απέχθεια του Νιάρχου για τους δημοσιογράφους γίνεται ακόμη μεγαλύτερη λόγω των πρωτοσέλιδων που κρεμιούνται στα περίπτερα της εποχής και περιγράφουν την άφιξη εισαγγελέα στην Σπετσοπούλα, ο οποίος τον ανακρίνει επί ώρες, όπως και τα μέλη του προσωπικού, ξεχωριστά το καθένα.
Όταν του ασκεί δίωξη παραπέμποντας την υπόθεση σε τακτικό ανακριτή, η ψυχολογία του είναι σε πολύ κακή κατάσταση, ενώ τα παιδιά του είναι σοκαρισμένα από την απώλεια της μητέρας τους.
Τελικά απαλλάσσεται από οποιαδήποτε κατηγορία με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, παρά την παραπεμπτική πρόταση του εισαγγελέα.
Στο βιβλίο «Φάκελλος Νιάρχος» (εκδόσεις «Κάκτος»), ο δημοσιογράφος Σπύρος Καρατζαφέρης υποστηρίζει την εκδοχή της δολοφονίας από τον Σταύρο Νιάρχο, ως επιστέγασμα της μεγάλης δημοσιογραφικής έρευνας του, που δημοσιεύθηκε σε 58 συνέχειες στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» το δίμηνο Μαΐου – Ιουνίου 1976.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός στη μυθιστορηματική εκδοχή του συμβάντος, με τίτλο «Ο Ιατροδικαστής» (εκδόσεις Λιβάνη).
Τίποτε απ’ όλα αυτά βέβαια δεν έχει αποδειχτεί και κοντεύει μισός αιώνας που εξακολουθούν να κινούνται στη σφαίρα του αστικού μύθου.
Μόλις ένα χρόνο μετά το χαμό της συζύγου του, ο Σταύρος Νιάρχος εκπληρώνει έναν παλιό, τον πιο ισχυρό ίσως, έρωτα της ζωής του. Πιθανόν και το μεγαλύτερο απωθημένο του.
Η Τίνα Λιβανού έχει πάρει χρόνια πριν (από το ’60) διαζύγιο από τον Αριστοτέλη Ωνάση, λόγω της σχέσης του με τη Μαρία Κάλλας.
Η ίδια τον είχε «εκδικηθεί» για τις πολλές ερωμένες του, συνάπτοντας σχέση με τον νεαρό, Βραζιλιάνο εκατομμυριούχο και playboy Ρεϊνάλντο Χερέρα.
Μετά την Κάλλας όμως του επεφύλασσε το πραγματικό «κρύο πιάτο» της εκδίκησης.
Το 1971 η Τίνα παντρεύεται τον Σταύρο Νιάρχο.
Αυτός ήταν ο 5ος γάμος του πιο ισχυρού για αρκετά χρόνια εφοπλιστή στον κόσμο.
Η απόφαση της τη φέρνει σε ρήξη με τον Ωνάση αλλά και με τον γιο της, Αλέξανδρο, που ήταν αντίθετος με την επιλογή της.
Η Τίνα θα έχει εν τέλει το ίδιο τραγικό (;) τέλος με την αδελφή της.
Τον Ιανουάριο του 1973 ο Αλέξανδρος σκοτώνεται σε αεροπορικό δυστύχημα στο ελληνικό.
Στις 10 Οκτωβρίου του 1974 η μητέρα του αφήνει την τελευταία πνοή της στο Παρίσι.
Επίσημη αιτία; Υπερβολική χρήση βαρβιτουρικών!
Οι φήμες όμως οργιάζουν ξανά.
Η Τίνα πέθανε στο ξενοδοχείο «Ντε Σαντελιέ» του Παρισιού και σύμφωνα με τα γραφόμενα της εποχής, ο σύζυγός της, Σταύρος Νιάρχος, κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο.
Εκείνο το χρυσό σύννεφο της νιότης των δύο κοριτσιών δεν ήταν τελικά τίποτε άλλο από το διαβατήριο σε μια ταραχώδη ζωή, την οποία θα σφράγιζε ο σύντομος χαρακτήρας και το δραματικό τέλος, ως φόντο στην «αιώνια» έχθρα δύο κυρίαρχων αρσενικών.
ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: