Κωμόπολη της Ημαθίας και της Μακεδονίας, χτισμένη σε απόσταση 8 χιλιομέτρων νοτιοανατολικά της Βέροιας, η Βεργίνα, που δημιουργήθηκε μετά τον ερχομό ποντίων προσφύγων (το 1922), απέκτησε παγκόσμια φήμη και ακτινοβολία χάρη στα λαμπρά ανασκαφικά ευρήματα που έφερε στο φως το 1977 ο αείμνηστος καθηγητής MανόληςAνδρόνικος
.
Σημαντικό οικιστικό κέντρο ήδη από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (10ος-7ος αιώνας π.Χ.), οι Aιγές («αι Αιγεαί», ο τόπος με τα πολλά κατσίκια) αποτέλεσαν το λίκνο της βασιλικής δυναστείας των Τημενιδών και τον πυρήνα του μακεδονικού βασιλείου από τα μέσα περίπου του 7ου αιώνα π.Χ. (τότε έγινε βασιλιάς των Μακεδόνων ο Περδίκκας Α’, Δωριέας από το Άργος και απόγονος της γενιάς του Ηρακλή).
Επί βασιλείας Αλεξάνδρου Α’ (498-454 π.Χ.) οι Αιγές υπήρξαν το κέντρο του σημαντικότερου ελληνικού κράτους στο βορρά. Επί Αρχελάου Α’ (413-399 π.Χ.) η αυλή των Αιγών αποτέλεσε χώρο φιλοξενίας για σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως ο ζωγράφος Ζεύξις και ο Ευριπίδης, ο οποίος επέπρωτο να συνθέσει εδώ τις τελευταίες τραγωδίες του
.
Εποχή ύψιστης ακμής για τις Αιγές υπήρξε η περίοδος της βασιλείας του Φιλίππου Β’ (359-336 π.Χ.), πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν αναπτύχθηκε εντονότατη οικοδομική δραστηριότητα στην πόλη (μεταξύ άλλων, τότε οικοδομήθηκε το ανάκτορο των Αιγών, το σημαντικότερο μαζί με τον Παρθενώνα κτίριο της κλασικής Ελλάδας) και η αυλή του ξακουστού μακεδόνα βασιλιά αποτέλεσε εστία παραγωγής πολιτισμού.
Κατά το α’ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. οι εξελίξεις στο πολιτικό και στρατιωτικό πεδίο υποχρέωσαν τους μακεδόνες βασιλείς και τα μέλη των οικογενειών τους να παραμένουν ολοένα και περισσότερο στην Πέλλα, το τότε λιμάνι στη βόρεια πλευρά του Θερμαϊκού, που μεταμορφώθηκε ταχέως σε μια μεγάλη πόλη.
Παρά ταύτα, οι Αιγές συνέχισαν να αποτελούν την πατροπαράδοτη βασιλική καθέδρα, τον τόπο όπου βρίσκονταν το ανάκτορο και οι τάφοι των βασιλέων, αλλά και τελούνταν οι σημαντικότερες ιερές τελετές και γιορτές του μακεδονικού βασιλείου.
Στις Αιγές έπεσε νεκρός το καλοκαίρι του 336 π.Χ. ο Φίλιππος Β’, εκλεγμένος ηγεμόνας και αρχιστράτηγος όλων των Ελλήνων, στις Αιγές ανακηρύχθηκε βασιλιάς ο Μεγαλέξανδρος, ο οποίος φρόντισε να ενταφιάσει με τον αρμόζοντα τρόπο τον πατέρα του στη βασιλική νεκρόπολη των Αιγών.
Εξάλλου, από τις Αιγές ξεκίνησε ο Μέγας Αλέξανδρος, την άνοιξη του 334 π.Χ., τη μεγάλη εκστρατεία του, αυτήν που έμελλε να τον καταστήσει κοσμοκράτορα και να κάνει το όνομά του γνωστό στα πέρατα της οικουμένης.
Άρρηκτα δεμένες με τη μοίρα του μακεδονικού βασιλείου, οι Αιγές καταστράφηκαν μετά την ήττα του 168 π.Χ. από τους Ρωμαίους, γνώρισαν την παρακμή και έμειναν επί αιώνες στην αφάνεια, μέχρι τη στιγμή κατά την οποία η σκαπάνη του Μανόλη Ανδρόνικου συνάντησε την ιστορία στη μεγάλη Τούμπα των Αιγών.
Τα ευρήματα της πολύχρυσης νεκρόπολης των Αιγών, τα αριστουργήματα της μακεδονικής τέχνης (η χρυσή λάρνακα και το χρυσό γοργόνειο από την πανοπλία του Φιλίππου Β’, η παράσταση από το θρόνο της Ευρυδίκης, οι τοιχογραφίες με τον Πλούτωνα και τον Ερμή, το στεφάνι μυρτιάς της Μήδας, της θρακιώτισσας συζύγου του Φιλίππου Β’, κ.ά.), τα εκθέματα του Μουσείου Βασιλικών Τάφων των Αιγών φανερώνουν τη συνεισφορά των Μακεδόνων στον πολιτισμό και μαρτυρούν το μεγάλο πλούτο και τη δύναμη, το υψηλό καλλιτεχνικό αισθητήριο και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων που έζησαν και έδρασαν στις Αιγές.
Ο ευρύτερος αρχαιολογικός χώρος των Αιγών συγκαταλέγεται στα Mνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Kληρονομιάς της UNESCO και προστατεύεται ως περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους.
*Οι φωτογραφίες του παρόντος άρθρου προέρχονται στο σύνολό τους από το διαδικτυακό τόπο www.aigai.gr, πλην των τριών φωτογραφιών στις οποίες αναφέρεται ως πηγή η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας.
Του Βαγγέλη Στεργιόπουλου