Από τα μέσα του 1943 η απόφαση των Συμμάχων για μια γιγαντιαία αποβατική επιχείρηση στην ηπειρωτική Ευρώπη ήταν ειλειμμένη.
Η ήττα των Γερμανών στη Βόρεια Αφρική, η αντεπίθεση των Σοβιετικών στο Ανατολικό Μέτωπο και η απόβαση στη Σικελία, που οδήγησε αργότερα στην κατάληψη της Ρώμης, είχαν θέσει ανεπιστρεπτί σε θέση άμυνας τα ναζιστικά στρατεύματα. Η επιχειρησιακή δυνατότητα των γερμανικών δυνάμεων ωστόσο (με συνεχή παραγωγή νέου εξοπλισμού) παρέμενε ισχυρή και για να δημιουργηθεί ένα σκηνικό ασφυκτικού κλοιού στον Χίτλερ – επιταχύνοντας το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου – κρίθηκε απαραίτητο το άνοιγμα ενός δεύτερου μεγάλου μετώπου στην Ευρώπη.
Η Νορμανδία πληρούσε τις προϋποθέσεις λόγω εδάφους, όχι μόνο στο επίπεδο απόβασης, αλλά και της προέλασης που θα ακολουθούσε. Τα συμμαχικά στρατεύματα θα αποβιβαζόταν με πλωτά και αμφίβια μέσα από τις ακτές της Αγγλίας σε αυτές τις βόρειας Γαλλίας, έχοντας συνδρομή από αέρος. Η αρχηγία της επιχείρησης παραδόθηκε από τον Ουίνστον Τσόρτσιλ στους Αμερικανούς, με τον στρατηγό Ντουάιτ Αϊζενχάουερ να αναλαμβάνει τη διοίκηση.
Στα τέλη του 1943, περίπου 3.000 άνθρωποι από διάφορα χωριά στην περιοχή Σάουθ Χαμς (South Hams) στο Ντέβον της νότιας Αγγλίας, έλαβαν διορία έξι εβδομάδων για να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Δεν έλαβαν την παραμικρή εξήγηση, παρά μόνο τη διαβεβαίωση ότι δεν επρόκειτο να τεθούν σε κίνδυνο οι εστίες τους. Έπρεπε να φύγουν γιατί δεν έπρεπε να ξέρουν…
Η περιοχή τους, συγκεκριμένα η παραλία Σλάπτον, είχε επιλεχθεί για την άσκηση με την κωδική ονομασία «Τίγρης». Πέραν των συμμετεχόντων, δεν θα έπρεπε να υπάρχει κανένας μάρτυρας αυτής. Η άκρως απόρρητη επιχείρηση ήταν ουσιαστικά η προσομοίωση της απόβασης στην παραλία με την κωδική ονομασία Γιούτα, μία από τις πέντε της Νορμανδίας, που είχαν επιλεχθεί για τη διά θαλάσσης κατάληψη της Βόρειας Γαλλίας.
Η Σλάπτον είχε ανάλογα μορφολογικά χαρακτηριστικά με τη «Γιούτα» και ο Αϊζενχάουερ είχε διατάξει να τηρηθούν κατά γράμμα διαδικασίες ρεαλιστικής απόβασης. Καθώς και άκρας μυστικότητας.
Η άσκηση αποτελούσε μέρος μιας σειράς τέτοιων, που αποσκοπούσε στην απόκτηση των κατάλληλων δεξιοτήτων των δυνάμεων για το μεγάλο εγχείρημα.
Στη συγκεκριμένη συμμετείχαν μόνο αμερικανικά στρατεύματα και όπως σε όλες τις άλλες έφεραν βαρύτατο εξοπλισμό. Κάθε ομάδα επίθεσης για την πρόβα περιελάμβανε 30 άνδρες, οπλισμένους σαν αστακούς, με πολυβόλα, μπαζούκας, φλογοβόλα και ολμοβόλα.
Οι στρατιώτες, ο εξοπλισμός και τα αμφίβια μέσα επιβιβάστηκαν στα ίδια πλοία και ως επί το πλείστον ξεκίνησαν από τα ίδια λιμάνια, από τα οποία θα έφευγαν αργότερα για τη Γαλλία.
Την άνοιξη του 1944 η συμμαχική αεροπορία είχε την απόλυτη υπεροχή πάνω από την βόρεια και δυτική Ευρώπη. Τα αεροσκάφη της R.A.F. και της 8ης αεροπορικής στρατιάς των Η.Π.Α. κυριολεκτικά αλώνιζαν τη γαλλική ενδοχώρα, πλήττοντας στόχους και την υποδομή των γερμανικών δυνάμεων κατοχής. Ως συνέπεια, το Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό είχε ουσιαστικά εξαφανιστεί από τις θάλασσες.
Οι μεγάλες μονάδες του στόλου (θωρηκτά, καταδρομικά) είτε είχαν βυθιστεί, είτε είχαν περιοριστεί παροπλισμένα στα λιμάνια τους. Μαζί τους, είχε εξουδετερωθεί και ο άλλοτε επίφοβος στόλος υποβρυχίων, αφού οι συμμαχικές ανθυποβρυχιακές δυνάμεις βρίσκονταν πια παντού.
Ωστόσο, οι Γερμανοί δεν είχαν απολέσει τελείως την ικανότητα πλήγματος όταν οι συνθήκες τους ευνοούσαν. Οι στολίσκοι τορπιλακάτων E-boat, κλάσης Ε, είχαν μείνει αλώβητοι.
H νηοπομπή αποτελείτο από βαριά οπλιταγωγά σκάφη, που μετέφεραν 2.000 άνδρες. Ωστόσο παρά την ύπαρξη τεράστιου αριθμού πολεμικών πλοίων στην ευρύτερη περιοχή. είχε την προστασία μίας μόνο κορβέτας του Βασιλικού Ναυτικού. Το σχέδιο προέβλεπε επίσης την παροχή πυρών υποστήριξης από το καταδρομικό «Ινδιανάπολη» του Αμερικανικού Ναυτικού, που είχε αγκυροβολήσει στο Σλάπτον.
Η κακή μέρα φάνηκε από το «πρωί». Από τα δύο συνοδευτικά σκάφη, το ένα εγκατέλειψε αμέσως τον σχηματισμό λόγω βλάβης. Λίγο νωρίτερα, είχε συμβεί ένα γεγονός ακόμα πιο δυσοίωνο για την εξέλιξη της επιχείρησης. Σε μία σπάνια και τολμηρή απόπειρα εναέριας αναγνώρισης, ένα γερμανικό αεροσκάφος είχε εντοπίσει την νηοπομπή στον απόπλου της.
Το σήμα στάλθηκε αμέσως στον στολίσκο τορπιλακάτων που στάθμευε στην απέναντι γαλλική ακτή και ο οποίος, διατάχθηκε να πλήξει αιφνιδιαστικά τον συμμαχικό σχηματισμό.
Πράγματι, με την κάλυψη του σκότους, εννέα τορπιλάκατοι εισήλθαν αθέατες στην περιοχή της άσκησης. Τα σκάφη κλάσεως Ε, ήταν πρωτοποριακές κατασκευές με χαμηλό προφίλ, ισχυρό οπλισμό, μηχανές χαμηλού θορύβου και με δυνατότητα πλεύσης με υψηλή ταχύτητα σε έντονο κυματισμό.
Μέσα σε απόλυτο σκοτάδι τα γερμανικά σκάφη προσέγγισαν τα συμμαχικά αποβατικά. Σε αυτά, επικρατούσε σχετική χαλαρότητα και τα μέτρα ασφαλείας δεν ήταν επαρκή. Η κορβέτα που τα συνόδευε και βρισκόταν στην κεφαλή της νηοπομπής, εντόπισε την απειλή όταν ο εχθρός είχε πλησιάσει, αλλά στην εξίσωση είχε προστεθεί μία ακόμα καταστροφική αμέλεια.
Λόγω ενός τυπογραφικού σφάλματος (τεμπελιάς) στις παραγγελίες, οι Αμερικανοί βρίσκονταν σε διαφορετική ραδιοφωνική συχνότητα από το βρετανικό ναυτικό αρχηγείο. Έτσι, δεν ενημερώθηκαν ποτέ για την προσέγγιση από τον εχθρό.
Δίχως να χάσουν χρόνο, οι τορπιλάκατοι άρχισαν να πλήττουν θανάσιμα τα βαριά, δυσκίνητα αποβατικά πλοία. Ο απόλυτος αιφνιδιασμός επέφερε πανδαιμόνιο – οι συνθήκες θύμιζαν Περλ Χάρμπορ.
Αυτό που ακολούθησε ήταν ένα σκηνικό χάους και απόλυτου πανικού, καθώς οι τορπίλες χτυπούσαν τα κατάφορτα με άνδρες και οχήματα πλοία. Πολλοί στρατιώτες σκοτώθηκαν από τις εκρήξεις, πνίγηκαν όταν έπεσαν στην θάλασσα, ή εξοντώθηκαν από τα βαριά πολυβόλα των τορπιλακάτων.
Η μοναδική κορβέτα που συνόδευε τα σκάφη, προσπάθησε μάταια να απαντήσει στα γερμανικά πυρά. Τα δε αποβατικά χρησιμοποιούσαν τον οπλισμό τους στα τυφλά, προκαλώντας θύματα μεταξύ τους. Τα αποτελέσματα ήταν τραγικά: περίπου 750 Αμερικανοί σκοτώθηκαν και άλλοι 200 τραυματίστηκαν.
«Μπορούσες να περπατήσεις στη θάλασσα πάνω στα πτώματα», ανέφερε ένας από τους επιζώντες, όταν μετά από πολλά χρόνια μπόρεσε να μιλήσει για τις εικόνες φρίκης που έζησε.
Το δράμα όμως δεν είχε τελειώσει και κορυφώθηκε λίγο αργότερα από φίλια πυρά. Η ανώτατη συμμαχική διοίκηση, ακόμα και όταν έλαβε γνώση της κατάστασης, διέταξε την πραγματοποίηση της άσκησης. Τα τμήματα που αποβιβάστηκαν όμως στο Σλάπτον δέχθηκαν τα λανθασμένα πυρά του καταδρομικού «ΙΝΔΙΑΝΑΠΟΛΗ» και των πυροβόλων όπλων που είχαν τοποθετηθεί στην παραλία. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσουν τη ζωή τους περίπου 200 άνδρες επιπλέον.
Ούτε εκεί αποφεύχθηκε ένα τραγικό λάθος. Οι επίδοξοι «εισβολείς» χρησιμοποίησαν κανονικά, αντί εικονικά πυρομαχικά.
Η απώλεια περίπου 1000 ανδρών συνιστούσε τη μεγαλύτερη πολεμική τραγωδία των Αμερικανών, μετά το Περλ Χάρμπορ. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τη δύναμη των 21.000 ανδρών που συμμετείχαν στην κανονική επιχείρηση κατάληψης της παραλίας «Γιούτα», ύστερα από περίπου 40 ημέρες, χάθηκαν μόλις 197.
Η κατάληξη της ασκήσεως «Τίγρης» έθεσε σε κίνδυνο την επιχείριση εισβολής στη Νορμανδία, υπό το φόβο να έχουν αποκαλυφθεί στους Γερμανούς τα συμμαχικά σχέδια. Αφότου ολοκληρώθηκε η καταστροφή, ξεκίνησε μια άλλη επιχείρηση, συγκάλυψης του γεγονότος. Καθοριστικής σημασίας ήταν να εντοπιστούν τα πτώματα δέκα εκ των αγνοούμενων, που είχαν τη μεγαλύτερη σημασία.
Ήταν δέκα αξιωματικοί με την κωδική ονομασία «Bigots», που είχαν απόλυτη μυστική γνώση των σχεδίων αποβίβασης κατά την D-Day.
Οποιοσδήποτε Bigot αν είχε πέσει στα χέρια των Ναζί, θα τελούσε υπό άμεσο κίνδυνη η μυστικότητα της αποστολής. Η ημερομηνία της D-day τέθηκε σε αναμονή, έως ότου βρεθούν τα κουφάρια και των 10 ανδρών.
Εκτός αυτού, οι επιζώντες ορκίστηκαν πλήρη εχεμύθεια για ό,τι είχε συμβεί. Εκδόθηκε άμεσα διαταγή τήρησης απόλυτης μυστικότητας για όσους γνώριζαν την τραγωδία. Στο νοσηλευτικό προσωπικό των πλησίων νοσοκομείων, που έδωσε τις πρώτες βοήθειες στους τραυματίες, απαγορεύτηκε να ρωτούν από που προέρχονται τα τραύματά τους.
Επιπλέον οι Αμερικανοί βιάζονταν να εξαφανίσουν τα πτώματα, για να αποφύγουν τυχόν δημοσιότητα. Μέσα στη σύγχυση που επικρατούσε, κάποια μεταφέρθηκαν εσπευσμένα στο αμερικανικό νεκροταφείο της Αγγλίας και άλλα ενταφιάστηκαν σε ομαδικούς τάφους, που ανοίχτηκαν για την περίσταση.
Για χρόνια κυκλοφορούσαν στο Ντέβον φήμες περί μαζικών παραδόσεων φέρετρων τον Απρίλιο του 1994. Μόνο αποκυήματα φαντασίας δεν ήταν φυσικά. Κανείς όμως δεν μπορούσε να μιλήσει ανοιχτά για να τις επιβεβαιώσει. Το τραγικό γεγονός συγκαλύφθηκε από τις ΗΠΑ ακόμα και μετά το τέλος του Πολέμου.
Το Πεντάγωνο και η εκάστοτε Αμερικανική ηγεσία κράτησαν για πολλά χρόνια κρυφή τη σειρά των εγκληματικών λαθών, που οδήγησαν στην τραγωδία.
Όσοι γνώριζαν απειλήθηκαν με στρατοδικείο και διώξεις εάν αποκάλυπταν το οτιδήποτε σχετικό. Οι νεκροί καταχωρήθηκαν πολύ βολικά σε αυτούς από τις μάχες στην Νορμανδία και οι συγγενείς δεν έμαθαν για περίπου μισό αιώνα την αλήθεια.
Χρειάστηκαν μεγάλες προσπάθειες από ιδιώτες προκειμένου να αναγνωριστεί από την Αμερικανική κυβέρνηση το τι ακριβώς είχε συμβεί, κάτι που έγινε επίσημα μόλις το 1988. Κυρίως από έναν συγκεκριμένο ιδιώτη, που μολονότι Βρετανός ευαισθητοποιήθηκε και έδρασε όσο κανείς άλλος για να αποκαλυφθεί η αλήθεια.
Ήταν ο Κεν Σμολ, ένας κάτοικος του Ντέβον, που ύστερα από πολυετείς έρευνες ήταν σε θέση να εκδώσει βιβλίο για την τραγωδία το 1988. Ο τίτλος ήταν «Οι ξεχασμένοι νεκροί. Γιατί 946 Αμερικανοί στρατιώτες πέθαναν στο Ντέβον το 1944 – Και ο άνθρωπος που ανακάλυψε την πραγματική ιστορία».
Τέσσερα χρόνια νωρίτερα ο Σμολ, είχε επιτύχει, με τη βοήθεια ψαράδων και δυτών την ανέγερση ενός τανκ, από τη θάλασσα του Σλάπτον – απομεινάρι της εικονικής εισβολής του 1944, που πνίγηκε στο αίμα. Η ανάδυση υλικού από το βυθό έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προβολή της αλήθειας από τους Αμερικανούς.
Ο Σμολ αγόρασε το τανκ αντί 50 δολαριών από την κυβέρνηση των ΗΠΑ και το τοποθέτησε στην ακτή, ως μνημείο των πεσόντων, για μια αναγνώριση που ήρθε 44 χρόνια μετά. Το Κογκρέσο των ΗΠΑ το αναγνώρισε επίσημα ως τέτοιο και στο σημείο προστέθηκε η σχετική αναφορά σε μια χάλκινη πλάκα, για να αποτίσει φόρο τιμής στους άνδρες που χάθηκαν εκεί.
Το 2014, δέκα χρόνια μετά το θάνατο του Κεν Σμολ, προστέθηκε και μια πλάκα με το δικό του όνομα. Δικαιολογημένα, καθώς ήταν κυρίως οι δικές του προσπάθειες αυτές που έφεραν στο φως την αλήθεια μιας επιχείρησης που η «ένοχη» συγκάληψη της άφησε για περίπου μισό αιώνα εκτεθειμένη την ίδια την Ιστορία απέναντι στις ψυχές 946 ανθρώπων.