Τα μοτίβα εγκληματικής δραστηριότητας ποικίλλουν σημαντικά κατά τη διάρκεια της ζωής. Πιο συγκεκριμένα, ορισμένα άτομα εκδηλώνουν αποκλίνουσα συμπεριφορά νωρίς και «επιμένουν» σε αυτή, ενώ άλλα τελούν αδικήματα μόνο κατά την εφηβική ηλικία. Αυτό το πεδίο ανάλυσης αναλαμβάνουν οι εξελικτικές θεωρίες του εγκλήματος, οι οποίες εξετάζουν τα χαρακτηριστικά και τις αλλαγές της εγκληματικής συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου.
Για ποιους λόγους όμως οι διαδρομές προς το έγκλημα διαφέρουν και γιατί ο εκτροχιασμός από την εγκληματική πορεία είναι μια ειδικότερη υπόθεση; Στοιχεία για την εγκληματική σταδιοδρομία των ανηλίκων, «φωτίζουν» την ταξινόμηση των ατόμων σε χρόνιους δράστες και σε δράστες που τερματίζουν το έγκλημα περίπου προς το τέλος της εφηβείας και την αρχή της ενηλικίωσης. Μια διάκριση που πρότεινε η Terrie E. Moffitt, κλινική ψυχολόγος, περισσότερο γνωστή για τη συμβολή της στη διερεύνηση της αντικοινωνικής συμπεριφοράς.
Χρόνιοι δράστες vs Ανώριμοι «επαναστάτες»
Οι επίμονοι δράστες που τελούν εγκλήματα κατά τη διάρκεια της ζωής τους (life-course persistent offenders), εμπλέκονται σε παραβατικές συμπεριφορές πολύ πρώιμα (λόγου χάρη, 5-6 χρονών), με υψηλή συχνότητα και βίαια (σοβαρά εγκλήματα, χρόνιες κλοπές). Αντιθέτως, όσοι ξεκινούν την εγκληματική τους συμπεριφορά στην εφηβεία και απέχουν από αυτή στην αρχή της ενηλικίωσής (αdolescence-limited offenders), διαπράττουν εγκλήματα με χαμηλότερη συχνότητα, λιγότερο σοβαρά (βανδαλισμοί, μικροκλοπές) και υποκινούνται περισσότερο από τη ριψοκίνδυνη νιότη και τους συνομηλίκους. Από την άλλη, στο προφίλ των χρόνιων συναντά κανείς σωρευτικές μειονεξίες με βιολογικές, γενετικές, κοινωνικές, ψυχοφυσιολογικές και ταυτόχρονα ψυχολογικές ρίζες.
Ναρκισσιστές: Ποιοι μετανοούν και ποιοι παραμένουν αιώνια «κακά» παιδιά; Μια ψυχολόγος απαντά
Βάσει της έρευνας Dunedin Multidisciplinary Health and Development Study (Νέα Ζηλανδία), η χρόνια εγκληματική δραστηριότητα απαντάται στον πληθυσμό σε ποσοστό 10%, ενώ η δεύτερη στο 26% και οι χρόνιοι δράστες χαμηλού βαθμού σε 64%. Σύμφωνα με την μελέτη Cambridge Study in Delinquent Development (Ηνωμένο Βασίλειο), το 7% των δραστών είναι χρόνιοι εγκληματίες. Βέβαια, για να ακριβολογήσουμε, σύνθετα πεδία μελέτης, όπως η εγκληματική σταδιοδρομία και τα ποσοστά των χρόνιων εγκληματιών σε μια κοινωνία πρέπει να συνεξετάζονται με τους «παλμούς» της βίας που διακρίνει την κάθε γενιά καθώς και με την αναλογία φύλου στον πληθυσμό(sex ratio).
Αιτίες και διαφοροποιήσεις
Παράγοντες διακινδύνευσης για τους επίμονους δράστες, είναι:
τα νευροψυχολογικής φύσεως ελλείμματα επηρεάζουν την συναισθηματική αυτορρύθμιση και τη λήψη αποφάσεων
η «δύσκολη» ιδιοσυγκρασία που οδηγεί σε προβλήματα συμπεριφοράς και σε κοινωνική απροσαρμοστικότητα
η χαμηλή γνωστική ικανότητα η οποία παρεμποδίζει την ακαδημαϊκή επιτυχία και την κοινωνική ανέλιξη
η ελλιπής γονική μέριμνα, με έλλειψη πειθαρχίας και συναισθηματικής υποστήριξης
η εγκληματική συμπεριφορά των γονέων, η οποία ενισχύει το σενάριο αντικοινωνικής συμπεριφοράς του ανηλίκου
η αστάθεια και το άγχος που προκύπτουν από διασπασμένες οικογένειες με συγκρουσιακό κλίμα
η φτώχεια τείνει να περιορίζει την πρόσβαση σε πόρους και ευκαιρίες για επαγγελματική ευημερία
οι υποβαθμισμένες γειτονιές και κοινωνική αποδιοργάνωση
η παρέα με συνομήλικους που εξομαλύνουν παραβατικές συμπεριφορές
Οι ανήλικοι που διακόπτουν την εγκληματική σταδιοδρομία προς το τέλος της εφηβείας, χαρακτηρίζονται από:
την έντονη επιθυμία για αυτονομία και ανεξαρτησία
την τάση να επηρεάζονται από επικίνδυνες παρέες που ενθαρρύνουν τον πειραματισμό με παραβατικές δράσεις
την έλλειψη κοινωνικών δεσμών με συμβατικούς θεσμούς (σχολείο, οικογένεια)
προσωρινό χάσμα ωριμότητας μεταξύ βιολογικής ωριμότητας (εφηβεία) και κοινωνικής ωριμότητας (ρόλοι ενηλίκων)
Τα παιδιά που παρασύρονται πιο δύσκολα, διαθέτουν ως προστατευτικούς παράγοντες:
χαμηλότερα επίπεδα τόλμης
υψηλότερες γλωσσικές δεξιότητες
χαμηλή παρορμητικότητα
υψηλότερα επίπεδα εντιμότητας
μεγαλύτερη εσωστρέφεια
Γιατί η εφηβεία προσελκύει την παραβατικότητα;
Σε γενικές γραμμές η εγκληματική συμπεριφορά κορυφώνεται περίπου προς το τέλος της εφηβείας ή στην αρχή της ενηλικίωσης και στους περισσότερους υποχωρεί, γεγονός που οφείλεται, πέρα από άλλους παράγοντες, στην «επίπονη» εγκεφαλική προσπάθεια για ωρίμανση.
Ο εφηβικός εγκέφαλος σύμφωνα με παρατηρήσεις του Ronald E. Dahl, Διευθυντής του Ινστιτούτου Ανθρώπινης Ανάπτυξης στο UC Berkeley, επιχειρεί να επιταχύνει την επικοινωνία ανάμεσα σε εγκεφαλικές περιοχές που σχετίζονται με τη λογική σκέψη και το συναίσθημα αντίστοιχα. Μια διαδικασία που μοιάζει με την αναβάθμιση οπτικών ινών στο internet. Δυστυχώς όμως το «σώφρον» τμήμα του εγκεφάλου (μετωπιαίος λοβός) αναπτύσσεται τελευταίο, με συνέπεια να αναλαμβάνουν προσωρινά το τιμόνι οι παρορμήσεις.